Ο Βάλτερ Μπένιαμιν στο βιβλίο του «Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας» σκιαγραφεί την ιστορία σαν έναν άγγελο με πρόσωπο στραμμένο στη θύελλα του παρελθόντος και ώθηση προς το μέλλον, σημασιοδοτώντας την όχι ως κάτι που έχει συντελεσθεί και άρα δεν καίει ακόμα αλλά περισσότερο ως κληρονομιά άλλοτε οδύνης κι άλλοτε λύτρωσης. Αναμφισβήτητα στο ελληνικό συγκείμενο ο αντιδικτατορικός αγώνας είναι κομμάτι αυτής της θύελλας.
Για την ακρίβεια είναι το ορμητικό και καθάριο φύσημα, η μεταβλητή που τη διέρρηξε, παίρνοντας παραμάσχαλα το στρατιωτικοποιημένο καθεστώς της βίας και του τρόμου. Γιατί οι άνθρωποι δε μπορούν να ζήσουν για πολύ στο γύψο. Μπορεί να σοκαριστούν, να μουδιάσουν, ίσως και κάποιοι να αναπτύξουν στρατηγικές αυτοσυντήρησης. Αλλά τα ουρλιαχτά από τη Μπουμπουλίνας και το ΕΑΤ – ΕΣΑ, οι χαφιέδες που σουλατσάρουν εποπτεύοντας κάθε νεύμα της ύπαρξης, οι απαγορεύσεις και η λογοκρισία, η επιβολή του μιλιταρισμού ως κυρίαρχης αισθητικής, οι φίλοι που εξαφανίζονται ή εξορίζονται, τα κορμιά που επιστρέφουν παραμορφωμένα και μελανιασμένα θα φουσκώνουν πάντα τους αεραγωγούς της οργής και θα υποστασιοποιούν το αίτημα της ανατροπής.
Χρωστάμε πολλά στον αντιδικτατορικό αγώνα, όχι μόνο γιατί έριξε τη χούντα αλλά κυρίως γιατί μας έμαθε ότι καμία συνθήκη όσο αδυσώπητη και πανίσχυρη κι αν φαίνεται, δεν είναι ανίκητη. Ξέρω ότι υπάρχουν τμήματα του πολιτικού προσωπικού που κάπως δυσφορούν με αυτή τη διαρκή μνημόνευση, διαβλέποντας ενδεχομένως στον πυρήνα της πηγές νέας αμφισβήτησης. Θα ήθελαν ίσως να ξεμπερδέψουν με αυτή τη γενιά, είτε εξουδετερώνοντας την ηθικά, είτε ενσωματώνοντας την σε νέους μονοδρόμους, ιδανικά να τη μουμιοποιήσουν, ώστε να ακούει συγκαταβατικά τις εθιμοτυπικές ατάκες των λογογράφων με τα πολλά πτυχία και τη λίγη έμπνευση. Αλλά ξέρεις, αν έχεις βγει ζωντανή από τα χέρια του Μπάμπαλη ή του Μάλλιου, μάλλον δε θα μασήσεις στις υβριστικές κορώνες της υφυπουργού Εργασίας.
Hθελα, λοιπόν, φέτος απ’ όλο το μεγαλειώδες δυναμικό του αντιδικτατορικού αγώνα, να εστιάσω στις γυναίκες, που οι βασανιστές της χούντας τις προσφωνούσαν «πουτάνες». Ο κρατικός αυταρχισμός πάντα έχει και έμφυλο πρόσημο στοχεύοντας στη συμβολική απαξίωση των γυναικών που αγωνίζονται, στο στιγματισμό και την υποβολή του αισθήματος της ντροπής.
Ήταν χιλιάδες οι γυναίκες που απαρνήθηκαν το τρίπτυχο «θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια». Συμμετείχαν στο φοιτητικό και εργατικό κίνημα, εντάχθηκαν στις αντιστασιακές οργανώσεις, ανέλαβαν ευθύνες και εκπροσωπήσεις, διώχθηκαν και βασανίστηκαν. Ωστόσο, ο ρόλος τους είναι πάντα λιγότερο υπογραμμισμένος, καθώς οι πατριαρχικές ιεραρχήσεις διαπερνούν και την ιστορική καταγραφή.
Δύο γυναίκες, αγωνίστριες από τον αντιδικτατορικό αγώνα μέχρι σήμερα, που δε δέχτηκαν να αποσυρθούν ή να ξοφλήσουν, η Κατερίνα Παπαγκίκα και η Αγγελική Κουτσουμπού (η οποία κινδύνεψε ξανά το Δεκέμβρη του 2009 επειδή η ομάδα Δέλτα πέρασε κυριολεκτικά από πάνω της) μοιράζονται την εμπειρία τους και την αντανάκλαση της στους καιρούς που το «ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας». Και όχι, δεν είναι καθόλου γλυκό.
Ήμουν φοιτήτρια στην ιατρική στο 5ο έτος, έχοντας ήδη οργανωθεί στην ΚΝΕ είχα την ευθύνη της οργάνωσης στην ιατρική Σχολή αλλά κι ένα κομμάτι του παράνομου μηχανισμού. Για την ακρίβεια κράταγα δύο γιάφκες που κρύβονταν ορισμένοι άνθρωποι, όπως ο Αλεξανδρόπουλος μετέπειτα καθηγητής στην Κρήτη που βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του και ο Σταματάκης με εντελώς διαφορετική πορεία μετά, αφού κατέληξε αντιπρόεδρος του Τροχανά.
Συμμετείχα, λοιπόν, ενεργά στο φοιτητικό κίνημα που ξεκίνησε το 1972. Οι πρώτες συνελεύσεις ήταν ενάντια στα διορισμένα από τη χούντα διοικητικά συμβούλια και μετά ενάντια στις στρατεύσεις. Ήταν το φιτίλι για να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Η αίσθηση μου είναι ότι το ζήτημα των στρατεύσεων έκανε κλικ με αποτέλεσμα να μαζικοποιηθούν οι αντιδράσεις στα πανεπιστήμια παρά την καταστολή. Εμείς στη σχολή είχαμε πέντε μπάτσους γραμμένους στο φοιτητικό σύλλογο που η δουλειά τους ήταν να παρακολουθούν τις κινήσεις των φοιτητών και να κάνουν συλλήψεις μέσα στη σχολή. Υπήρχε το σπουδαστικό της ασφάλειας. Θέλω να το υπογραμμίσω λίγο αυτό για να δούμε πόσο μεγάλη αξία έχει το πανεπιστημιακό άσυλο που αμφισβητείται σήμερα ξανά. Μετά την πτώση της χούντας δώσαμε αγώνα για να διώξουμε τους πέντε μπάτσους, Εγώ σκέψου είχα 14 δικαστήρια στην πλάτη μου γι’ αυτό το λόγο.
Πάντα υπήρχε φόβος. Προσωπικά επειδή δεν προέρχομαι από οικογένεια με αριστερές καταβολές, δεν είχα την αναπαράσταση των διώξεων του μετεμφυλιακού κράτους. Φόβο είχα, όμως, όπως όλοι μας. Υπάρχει, όμως, μια διεργασία που έχει περιγραφεί και κοινωνικοψυχολογικά, είναι η αίσθηση του καθήκοντος που σε βάζει να παραμερίζεις το φόβο. Και μετά γεμίζαμε με αυτοπεποίθηση και δε φοβόμασταν. Ήταν η φυσική εξέλιξη του κόσμου. Κατεβαίναμε από την ιατρική στη Νομική, ξέραμε ότι θα βρούμε μπάτσους, ότι θα μας χτυπήσουν αλλά προχωρούσαμε. Λίγες φορές το έχω νιώσει αυτό στη ζωή μου.
Στο Πολυτεχνείο διασταυρώθηκε το τυχαίο με την αναγκαιότητα. Και τώρα αν ρίξεις μια ματιά στην υφήλιο θα διαπιστώσεις ότι πολλές εξεγέρσεις εκκινούν από ένα μικρό γεγονός, ίσως και λίγο τυχαίο, αλλά κρύβουν ένα βουνό οργής από πίσω. Ήμουν από την πρώτη ημέρα, πήγαινα κι ερχόμουν. Έφυγα το βράδυ της Παρασκευής πριν κλείσουν οι πόρτες. Είχαμε σηκώσει μεγάλο βάρος με το Γιώργο τον Παυλάκη στήνοντας το ιατρείο του Πολυτεχνείου, το κάναμε εκ των ενόντων με φοιτητάκια αντιμετωπίσαμε τα περιστατικά. Μετά ήρθαν βέβαια να συνδράμουν και γιατροί αλλά η βάση έγινε μετά τις πρώτες επιθέσεις, με τα πρώτα κεφάλια που άνοιξαν. Τα χειριζόμασταν επι τόπου γιατί υπήρχε μεγάλη καχυποψία προς τα νοσοκομεία, αφού αρκετές φορές οι διοικήσεις συνεργάζονταν με το καθεστώς παραδίνοντας ανθρώπους κι άλλες τόσες οι γιατροί τους φυγάδευαν. Αυτό για μένα υπήρξε μάθημα ζωής, πως μπορείς όταν δεν έχεις τίποτα να φτιάξεις μόνος σου κάτι, να στηριχτείς στις δικές σου δυνάμεις.
Διώξεις έγιναν και στο τριήμερο και μετά. Το Πολυτεχνείο έχασε τον άμεσο στόχο αλλά ξεκίνησε η πτώση. Δημιουργήθηκε μια άλλη καταγραφή στην ελληνική κοινωνία και μετά τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ένα κομμάτι που παρέμενε αμέτοχο πολώθηκε, υπήρχε ανάταση, καταργήθηκε το σχέδιο Μαρκεζίνη, ακυρώθηκε η κανονικότητα που ήθελαν να επιβάλλουν. Τότε δεν τα είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα. Αισθανόμασταν ότι η χούντα θα έπεφτε αλλά όχι τόσο άμεσα όσο συνέβη.
Έγιναν κάποια μεγάλα χτυπήματα στις οργανώσεις. Η ΚΝΕ δέχτηκε πλήγμα από το Φαράκο μέχρι τον τελευταίο κνίτη. Εμένα με συνέλαβαν το Φλεβάρη του 1974. Μπούκαραν στο σπίτι μου με τέσσερα πιστόλια, έπιασαν εμένα και το αδερφάκι μου τζάμπα και άδικα. Όλο το διάστημα που έμεινα στην ασφάλεια αντιμετώπισα άγρια βασανιστήρια. Όλες οι κοπέλες περάσαμε φάλαγγα και βάρβαρο ξύλο. Η έμφυλη διάκριση εντοπιζόταν στον τρόπο που μας απευθύνονταν οι βασανιστές, γι’ αυτούς ήμασταν όλες «πουτάνες». Το ζήτημα ήταν να αντέξεις. Υπήρχαν βασανιστήρια ανυπόφορα. Το ανθρώπινο σώμα και η έννοια του πόνου μπορούν να σε ξεπεράσουν. Ο στόχος ήταν να αντέξεις και να μη δώσεις άλλους ανθρώπους. Σκεφτόμουν «εντάξει 23 χρονών είμαι και πέντε χρόνια να με κρατήσουν, έχω όλη τη ζωή μπροστά μου».
Όλες οι κοπέλες περάσαμε φάλαγγα και βάρβαρο ξύλο. Η έμφυλη διάκριση εντοπιζόταν στον τρόπο που μας απευθύνονταν οι βασανιστές, γι’ αυτούς ήμασταν όλες «πουτάνες».
Πολλές φορές, εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι στο κίνημα δεν υπήρχε έμφυλος καταμερισμός εργασίας. Συμμετείχαμε κανονικά και ισότιμα, δεν ήταν βοηθητικός ο ρόλος μας. Δεν ξέρω αν το Πολυτεχνείο ήταν το καθυστερημένο 68 της Ελλάδας. Δεν είχαν φτάσει σε εμάς τα μηνύματα του Μάη, τα σκίαζε η φοβέρα της χούντας. Ωστόσο, η συμμετοχή των γυναικών ήταν μαζική και στο κίνημα και στην εκπροσώπευση. Το ότι ο ρόλος τους δεν έχει καταγραφεί τόσο είναι γιατί ζούμε ακόμα σε πατριαρχία που χρωματίζει και την ιστοριογραφία. Γενικά, όμως, ο φωτισμός του αντιδικτατορικού αγώνα είναι επιλεκτικός. Ξέρουμε το Λαλιώτη αλλά όχι το Γιάννη τον Κοροβέση που αρνήθηκε να πατήσει πάνω στους αγώνες του.
Ο αναθεωρητισμός δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Το’ 95 τα ίδια λέγανε «να τελειώνουμε με το Πολυτεχνείο». Τώρα είναι πιο έντονο. Θέλουν να τελειώσουμε με το ΕΑΜ, να τελειώνουμε με τον αντιφασισμό. Εδώ, η Υπουργός Παιδείας λέει ότι πολεμήσαμε το λαϊκισμό στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θέλουν να τελειώνουν με το Πολυτεχνείο γιατί τους πονάει ακόμα. Δεν αρέσει στην εξουσία.
Υπήρχε ένα δίπολο που επανέρχεται συχνά. Από τη μια η απελπισία, από την άλλη το μεγαλείο. Όταν με πλάκωνε ο Μπάμπαλης και ούρλιαζε «δεν είναι δυνατόν να ηγούνται τα αρσάκεια της κομμουνιστικής νεολαίας» – γιατί ήμουν αρσακειάδα – κι έβγαινα μπλε ολόκληρη από πάνω μέχρι κάτω, δε μ’ άρεσε σίγουρα.
Σκεφτόμουν, όμως, «ναι κουφάλες, είμαι ενάντια σας». Δεν έζησα μοναξιά. Το αντίθετο. Όταν βγήκα τον Ιούνιο είχαμε εξετάσεις για το εργαστήριο δερματολογίας. Νόμιζα ότι το είχα χάσει, αφού ήμουν φυλακή. Και ξέρεις τι συνειδητοποίησα; Ότι πήγαιναν οι αριστεριστές συμφοιτητές μου που είχε το δικαίωμα ο καθένας για δύο απουσίες και δήλωναν εκ περιτροπής το όνομα μου, για να μη το χάσω. Είχαμε το εμείς και δε νιώσαμε μόνες.
Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης στον ΕΛΑΣ. Σαν οικογένεια είχαμε το βίωμα της εξορίας και των διώξεων. Όταν έγινε το πραξικόπημα ήμουν 19 χρονών. Σπούδαζα στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Ήδη πριν τη δικτατορία είχα οργανωθεί στη Νεολαία Λαμπράκη αλλά μετά εντάχθηκα στην ΕΔΕ, όπου και παραμένω μέχρι σήμερα, στο ΕΕΚ για την ακρίβεια όπως μετονομάστηκε. Συμμετείχα σε όλες τις μαζικές εκδηλώσεις, οι οποίες όσο πλησιάζαμε προς το Πολυτεχνείο πλήθαιναν και μαζικοποιούνταν περισσότερο. Κάναμε συνελεύσεις στις σχολές ζητώντας ελεύθερες εκλογές και να αποσυρθούν οι χαφιέδες από τα πανεπιστήμια. Θυμάμαι μια συναυλία στο γήπεδο της Αλεξάνδρας.
Όταν τελείωσε ο κόσμος ζητούσε από την ορχήστρα να παίξει το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Δεν το είπαν. Βγήκαμε στο δρόμο, το τραγουδήσαμε μόνοι μας κι άρχισε να μας κυνηγάει η αστυνομία. Είχαμε παράνομους πυρήνες, βγάζαμε ένα περιοδικό που το έλεγαν «Πρωτοπορία» με θεωρητικά άρθρα για την εκπαίδευση μας. Αυτή τη δουλειά της παράνομης έκδοσης των εντύπων την είχα αναλάβει αποκλειστικά από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τεύχος.
Όταν πληροφορηθήκαμε ότι είχε συγκεντρωθεί κόσμος στο πολυτεχνείο, πήρα μπόλικο χαρτί και αποσύρθηκα στη γιάφκα. Πολυγραφούσα τρικάκια και προκηρύξεις. Την Παρασκευή 16 Νοέμβρη πήγα στο Πολυτεχνείο, ήταν η μεγάλη διαδήλωση. Μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες κόσμου, είχαν έρθει κι από τα κοντινά χωριά της Αθήνας. Αυτό που εντυπωσίασε ήταν ότι έβλεπα δίπλα μου πιτσιρίκια 15 χρονών που την είχαν κοπανήσει από το σπίτι τους.
Το κεντρικό σύνθημα ήταν η ανατροπή της χούντας. Και μόνο που υπήρχε τόσος πολύς κόσμο νικούσαμε το φόβο. Οι μόνες που φοβούνταν ήταν οι μανούλες μας. Ανησυχούσαν για μας. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα ασθενοφόρο. Εμείς σαν καλή άνθρωποι κάναμε στην άκρη να περάσει και μετά από λίγα λεπτά άρχισαν να πέφτουν δακρυγόνα. Δεν ξέρω αν όντως έπεσαν μέσα από το ασθενοφόρο αλλά αυτό διαδόθηκε και δεν διαψεύστηκε ποτέ. Διαλυθήκαμε και έγινε η εισβολή. Λέγαμε ότι αν αντέξουμε μια μέρα ακόμα, θα γίνει γενική απεργία και θα τους ρίξουμε.
Εμένα με συνέλαβαν το Φλεβάρη του 1974. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα, ήρθε ένας μπάτσος που δεν το είχα πάρει χαμπάρι και με εμπόδισε και αμέσως έτρεξαν αστυνομικοί από όλο το τετράγωνο. Από τις ανακρίσεις που ακολούθησαν, κατάλαβα ότι μας είχαν εντοπίσει και μας παρακολουθούσαν γιατί αναφέρθηκαν σε συγκεκριμένα περιστατικά που δεν θα ήταν δυνατό να τα γνωρίζουν. Έμαθα μετά ότι έπιασαν και το Θόδωρο (το σύντροφο μου) στο σπίτι της μάνας του. Η ασφάλεια του Πειραιά μας μοίρασε στα κοντινά τμήματα. Εμένα με πήγαν στο τμήμα της Κοκκινιάς και με έθεσαν σε πλήρη απομόνωση.
Μια βδομάδα μετά με πήγαν για ανάκριση. Ήταν ένα γραφείο που είχαν μαζέψει όσο είχαν βρει, δηλαδή μια γραφομηχανή, έναν πολύγραφο κλπ. Μου τα έδειχναν ένα – ένα. «Αυτό το χεις δει;» φώναζαν. Με είχαν πιάσει από τα μαλλιά και μου κοπάναγαν το κεφάλι πάνω στα αντικείμενα. Σε διαβεβαιώνω πως από την ένταση και το άγχος, δεν ένιωθα τίποτα. Μετά μου έφεραν ένα εσατζή τεραστίων διαστάσεων και με απειλούσαν ότι αν δε μιλήσω, θα με στείλουν στην ΕΣΑ. Δε σου κρύβω ότι αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος μου. Όταν έρχονταν να με πάρουν με το αυτοκίνητο για ανάκριση καρδιοχτυπούσα μέχρι να δω προς τα πού θα στρίψει το αμάξι. Αν πήγαινε προς Πειραιά, ησύχαζα. Κυκλοφορούσαν πολύ έντονα φήμες ότι στην ΕΣΑ γίνονταν βιασμοί και γι’ αυτό τρόμαζα. Τέλος πάντων, μου ρίχνει ένα χαστούκι ο εσατζής τόσο δυνατό που λιποθύμησα. Χτύπησε το ίδιο αφτί που μου τραυμάτισε κι ο μπάτσος το 2009. Μόνο που τότε ήμουν 25 χρονών και πέρασε μόνο του, τώρα ούτε με εγχείρηση δεν περνάει.
Όταν μου έκαναν φάλαγγα ούρλιαζα. Ανυπόφορος πόνος. Σου βάζουν τα πόδια σε μια καρέκλα, στα γυμνώνουν και σου χτυπάνε τις πατούσες μ’ ένα όργανο. Μετά με διέταζαν να βάλω τα πόδια στα παπούτσια για να μην αφήσουν σημάδια. Είχαν πρηστεί, όμως, ήδη και δε χωρούσαν. Θυμάμαι κι άλλες στιγμές με άναρχο ξύλο, που σε πετάει ο ένας στον άλλον και σε χτυπούν. Η φάλαγγα, όμως, ήταν βασανιστήριο. Το κάνουν για να σπάσεις. Μετά από δυόμισι μήνες με πήγαν στη φυλακή αλλά εκεί δεν πρόλαβαν να μου κάνουν κάτι γιατί έπεσε η χούντα. Τώρα τι ήταν αυτό που μας κράτησε και δε λυγίσαμε; Οι ιδέες μας. Αυτό. Και η πεποίθηση ότι εμείς είμαστε το μέλλον. Ξέραμε ότι θα πέσουν.
«Όταν μου έκαναν φάλαγγα ούρλιαζα. Ανυπόφορος πόνος. Σου βάζουν τα πόδια σε μια καρέκλα, στα γυμνώνουν και σου χτυπάνε τις πατούσες μ’ ένα όργανο.»
Στη Μεταπολίτευση το κίνημα ήταν παντοδύναμο. Υπήρχε αίσθημα οργής για τον κρατικό μηχανισμό. Ο κόσμος απαιτούσε την αποχουντοποίηση των σωμάτων ασφαλείας. Αν θες την άποψη μου, όμως, αυτοί οι μηχανισμοί δεν εκκαθαρίζονται, διαλύονται. Δες, ας πούμε, τι έγινε μετά. Το 2009 με ξαναχτύπησαν. Έπεσε πάνω μου η ομάδα Δέλτα στη διαδήλωση τον πρώτο χρόνο της επετείου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Έπεσε πάνω μου η μηχανή κι ενώ ήμουν πεσμένη κάτω με χτυπούσαν με γκλοπ. Αυτός είναι κανονικός σαδισμός. Ήρθε ένας γιατρός δίπλα μου και του έσπασαν τον τένοντα. Ο αστυνομικός που με χτύπησε τόσο βάναυσα δικάστηκε σε 12 μήνες με αναστολή, ούτε μισή μέρα δεν έκατσε στη φυλακή. Πρόκειται για έναν φριχτό μηχανισμό καταστολής που αυτέ στις μέρες τον ξαναβγάζουν στο δρόμο.
Τότε μου είχαν σπάσει οχτώ πλευρά και την κλείδα. Ήταν οδυνηρό. Κάθε φορά που αλλάζει ο καιρός, δυσκολεύομαι. Αυτό που δεν πονούσε τότε αλλά με ταλαιπωρεί πολύ ήταν το χτύπημα στο αφτί, γιατί μου προκαλεί ιλίγγους, αστάθεια στο βάδισμα και βαρηκοΐα. Τους βασανιστές κάθε εποχής δεν τους βλέπω σαν ανθρώπινα όντα. Μου προκαλούν απίστευτο θυμό. Είναι αδίστακτοι και δολοφόνοι. Σκέφτομαι, όμως, ότι δεν έχουμε νικηθεί ακόμα, ότι ο αγώνας είναι μπροστά και θα τον δώσουμε.