Στις 20 Δεκέμβρη του 2015 οι Ισπανοί πολίτες προσήλθαν στις κάλπες εν μέσω πρωτοφανούς για τη χώρα πολιτικής λιτότητας σε μια εκλογική διαδικασία πολύ διαφορετική απ’ όσες είχαν προηγηθεί. Η πτώση του δικτατορικού καθεστώτος του στρατηγού Φράνκο μετά το θάνατό του το 1975, επανάφερε τη δημοκρατία και έκτοτε οι εκλογικές διαδικασίες απέκτησαν αμιγώς διπολικό χαρακτήρα. Από τη μια το κεντροδεξιό Λαϊκό κόμμα και από την άλλη το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό κόμμα μονοπώλησαν τη διακυβέρνηση της χώρας.
Όπως ήταν φυσικό, η κορύφωση της οικονομικής κρίσης χτύπησε αισθητά την Ισπανική οικονομία με άμεσο αποτέλεσμα την αλλαγή του πολιτικού τοπίου. Στις εκλογές του 2015 δύο νέα κόμματα μπήκαν στο παιχνίδι της εξουσίας, το αδελφό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το αριστερό Podemos (σε απόλυτη μετάφραση «μπορούμε») όπως επίσης και το κεντρώο κόμμα, οι Ciudadanos (πολίτες).
Παρά το γεγονός πως η διεθνής πολιτική πραγματικότητα διέψευσε τις προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου κεντροδεξιού Πρωθυπουργού και προέδρου του PP, Μαριάνο Ραχόι, με τις οποίες κατέκτησε την εξουσία το 2011, οι κάλπες τον ανέδειξαν εκ νέου νικητή, με σημαντική όμως απώλεια εδρών.
Κάπου εκεί ξεκίνησε το χάος.
Η Ισπανική βουλή διαιρείται σε 350 έδρες, με προϋπόθεση για τον ορισμό κυβέρνησης τις 176. Οι 123 έδρες του Λαϊκού κόμματος απείχαν σημαντικά από αυτόν τον αριθμό. Ανήμπορος να έρθει σε συμφωνία με τα υπόλοιπα κόμματα, ο Ραχόι αναγκάστηκε να σύρει τη χώρα του, ως υπηρεσιακός πλέον Πρωθυπουργός, σε δεύτερη εκλογική διαδικασία, στις 26 Ιουνίου του 2016. Εκ πρώτης όψεως ένα εξάμηνο διάστημα υπηρεσιακής διακυβέρνησης μοιάζει επικίνδυνο για τη σταθερότητα όμως οι δομές του Ισπανικού κράτους αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ισχυρές. Όμως το γεγονός πως ο νόμος απαγορεύει στην εκάστοτε υπηρεσιακή κυβέρνηση να προβεί σε δομικές αποφάσεις, η διαιώνιση της πολιτικής αβεβαιότητας δε θα αργήσει να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη θέση της διεθνώς.
Η εκλογική αναμέτρηση της 26ης Ιουνίου άλλαξε ελάχιστα τον συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ του Λαϊκού κόμματος, καθώς αύξησε τις έδρες του κατά 14, φτάνοντας στις 137. Οι παραδοσιακοί του αντίπαλοι έπεσαν στις 85, ενώ οι Podemos, παρότι κατέβηκαν στις εκλογές σε συμμαχία με την Ενωμένη Αριστερά, έμειναν στάσιμοι στις 75, διαψεύδοντας πλήρως τα φουσκωμένα ποσοστά που τους έδιναν οι δημοσκοπήσεις. Πολλοί Ισπανοί πολιτικοί αναλυτές χρέωσαν την πολιτική ήττα του νεοσύστατου αριστερού κόμματος στην πλήρη ταύτιση του με τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η αποτυχία αντικατοπτρίστηκε στο πρόσωπο του ηγέτη των Podemos, Πάμπλο Ινγκλέσιας. Αποδυναμωμένοι βγήκαν και οι Ciudadanos, χάνοντας ψηφοφόρους προς το Λαϊκό κόμμα.
Πρέπει να σημειωθεί πως πέρα από τα τέσσερα μεγάλα κόμματα, στη Βουλή μπήκαν άλλα πέντε μικρότερα, τοπικού χαρακτήρα κόμματα, κερδίζοντας συνολικά 25 έδρες.
Στη δεύτερη προσπάθεια του για σχηματισμό κυβέρνησης, ο Μαριάνο Ραχόι κατόρθωσε να έρθει σε συμφωνία με τον ηγέτη των Ciudadanos, Άλμπερτ Ριβέρα, και σε συνδυασμό με τη στήριξη της επικεφαλής και μοναδικής βουλευτή του κόμματος των Κανάριων Νήσων, έφτασε τις 170. Παρόλα αυτά, με δεδομένη την άρνηση τόσο των Podemos, όσο και των τοπικιστικών κομμάτων της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων να τον στηρίξουν, η επιτυχία του δεύτερου εγχειρήματος εξαρτιόταν από τη στάση των Σοσιαλιστών και δη του ηγέτη τους, Πέδρο Σάντσες.
Η σχέση ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα Ισπανικά κόμματα ήταν ανέκαθεν εχθρική, όμως σε αντίθεση με τους μεγάλους συνασπισμούς που σχηματίστηκαν μεταξύ παραδοσιακών αντιπάλων εν μέσω κρίσης ανά την Ευρώπη (πχ Γερμανία, Ελλάδα), στην Ισπανία κάτι παρόμοιο αποκλείεται να συμβεί.
Το Λαϊκό Κόμμα ιστορικά μαστίζεται από σκάνδαλα, διαφθορά και υποθέσεις διαπλοκής, στις οποίες ενεπλάκη για κάποιο διάστημα και ο ίδιος ο Ραχόι. Παρά το γεγονός πως επιβίωσε των κατηγοριών, για τους Σοσιαλιστές είναι πάγια θέση η άρνηση να συνεργαστούν μαζί του λόγω των σκιών γύρω από το πολιτικό του παρελθόν. Πρόσφατα ο Πέδρο Σάντσες απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας λέγοντας πως «δεν έχουμε απολύτως τίποτα κοινό με τον Ραχόι και το κόμμα του».
Με αυτή τους τη στάση, οι Σοσιαλιστές στερούν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, και οι τρίτες εκλογές μέσα σ’ έναν χρόνο, που φάνταζαν ως η απόλυτη καταστροφή, πλέον πολύ δύσκολα θα αποφευχθούν.
Η άρνηση των Σοσιαλιστών οφείλεται και στην πίεση που δέχονται από τα αριστερά από τους Podemos. Ο Πέδρο Σάντσες γνωρίζει πως αν άφηνε τον Ραχόι να κυβερνήσει, ο Πάμπλο Ινγκλέσιας θα τον κατηγορούσε πως το Λαϊκό Κόμμα θα κυβερνήσει άλλα τέσσερα χρόνια λόγω της στήριξης των Σοσιαλιστών, διεκδικώντας έτσι το σύνολο των αριστερών και απογοητευμένων κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε πως το Σοσιαλιστικό κόμμα θα φλέρταρε με την πολιτική καταστροφή του. Ο Πέδρο Σάντσες, εκ των ισχυρότερων επικεφαλής του Σοσιαλιστικού κόμματος, επέλεξε να βάλει πρώτα το συμφέρον και το πολιτικό μέλλον του κόμματος του, παρά να βγάλει την Ισπανία από το αδιέξοδο στηρίζοντας τον Συνασπισμό Λαϊκού κόμματος και Κόμματος των Πολιτών.
Ο Ραχόι όμως, παρότι ξορκίζει μια πιθανή τρίτη εκλογική αναμέτρηση ως καταστροφικό γεγονός, δε σκοπεύει σε καμία περίπτωση να αλλάξει τη στάση του. Στηριζόμενος στον πολιτικό ρεαλισμό, θεωρεί πως οι ψηφοφόροι θα του δώσουν ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό στις προσεχείς εκλογές καθώς έχει πλέον καθιερωθεί στη συνείδηση του εκλογικού κόμματος ως ο μόνος σταθερός παράγοντας εξουσίας. Σε συνδυασμό με την αύξηση της αποχής, ο Ραχόι, αν και ξέρει πως δε θα φτάσει σε αυτοδυναμία, είναι βέβαιος πως η τρίτη συνεχόμενη επικράτηση του θα πιέσει σε οριακό σημείο όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους, ώστε εν τέλει να τον αφήσουν να κυβερνήσει.
Στη χτεσινή του (31/8/2016) ομιλία στο κοινοβούλιο κατά την ψηφοφορία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ο Ραχόι έδειξε πως ήδη βρίσκεται σε προεκλογικό αγώνα καθώς ανέφερε πως «Η σοβαρή προοπτική της Ισπανίας είναι μια κεντρώα μετριοπαθής προοδευτική κυβέρνηση[..]η μόνη ελπίδα είμαι εγώ» καθώς επίσης πως «μια ριζοσπαστική περιπέτεια είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε». Δεν παρέλειψε βέβαια να κατηγορήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους λέγοντας πως «Θα υπέθετα πως κανείς από εμάς δε θα ήθελε να σύρει τους πολίτες για ακόμα μια φορά στις κάλπες αλλά μάλλον κάνω λάθος. Άραγε πόσες φορές ακόμα είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε το ίδιο λάθος;»
Αν μέχρι τις 25 Οκτωβρίου τα κόμματα δε φτάσουν σε συμφωνία, οι Ισπανοί θα κληθούν να προσέλθουν ξανά στις κάλπες στις 25 Δεκεμβρίου, ακριβώς έναν χρόνο μετά την πρώτη εκλογική διαδικασία όπου και ξεκίνησε αυτή η πρωτοφανής περίοδος ακυβερνησίας και πολιτικής αστάθειας. Οι δημοσκοπήσεις που ήδη διεξάγονται εν όψει αυτής της προοπτικής δείχνουν πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει όσον αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων.
Παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί στην Ισπανία, ο Σοσιαλιστής βουλευτής Γκαρσία βρήκε και ένα θετικό, ωστόσο μάλλον σε όχι και τόσο ευχάριστο ύφος: «Πολλές γενιές σε αυτή τη χώρα στερήθηκαν τη δυνατότητα της ψήφου. Τουλάχιστον μπορούν πλέον να απολαύσουν τη διαδικασία για άλλη μια φορά»