Γιατί οι Ιάπωνες κλαίνε πάνω από τις αναδασώσεις τους;

Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο είχε φωτογραφήσει πολύ θάνατο και δυστυχία μέχρι τότε στη ζωή του. Από τα πιτσιρίκια με τις πρησμένες κοιλιές και τα γεμάτα απορία μάτια στην Αιθιοπία του φοβερού λιμού μέχρι τους «περιττούς» του πλανήτη που πέθαιναν από πείνα, κρύο και χολέρα στα μεγαλύτερα προσφυγικά στρατόπεδα της Γης. Κι όταν όλοι οι άγγελοί του πια κομματιάστηκαν στη φωτιά της εμφυλιακής Ρουάντα, ο Σαλγκάδο θα αποφάσιζε να επιστρέψει στη βάση του και να φυτέψει ζωή. Έτσι, μαζί με τη γυναίκα του Lelia, θα δημιουργούσαν συν τω χρόνω ένα ολόκληρο υποτροπικό δάσος 70.000 στρεμμάτων στο Minas Gerais της Βραζιλίας. Η μέχρι πρότινος διαβρωμένη περιοχή εκεί έχει αναγεννηθεί πλήρως.

Αυτή η πολύ επιτυχημένη προσπάθεια αναδάσωσης στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έγινε μετά από πολλή μελέτη και με φοβερό κόπο (δείτε το ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης»). Η φρενίτιδα των αναδασώσεων όμως θα ξεκινούσε γύρω στο 2000 και θα κορυφωνόταν το 2019, όταν δημοσιεύτηκε μια έρευνα που έλεγε το εξής: Φυτέψτε ένα τρισεκατομμύριο νέα δέντρα – ιδού η λύση για την κλιματική αλλαγή. Τόσα χρειάζονται για να συγκρατήσουν τη θερμοκρασία ώστε να μην αυξηθεί πάνω από 1,5 βαθμούς Κελσίου, που σύμφωνα με τη Συμφωνία του Παρισιού, είναι το όριο για να αποφευχθεί η καταστροφή.

Το συμπέρασμα έμοιαζε εύλογο. Μια ματιά στα νούμερα, αρκεί για να προκαλέσει τρόμο. To 46% των δασών του πλανήτη έχει ήδη καταστραφεί. Κάθε λεπτό της ώρας η Γη χάνει δασική έκταση ίση με 48 γήπεδα ποδοσφαίρου. Αν το δάσος κοπεί για ξυλεία ή καεί, απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα διοξείδιο του άνθρακα – που ως γνωστόν επιδεινώνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η καταστροφή των τροπικών δασών απελευθερώνει το 20% του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ η αποψίλωση των δασών παγκοσμίως το 15%. Περί τα 8.600 στρέμματα τροπικού δάσους καταστρέφονταν ετησίως μεταξύ 2014 και 2018. Η αποψίλωση των τροπικών δασών έχει επιταχυνθεί κατά 44% από την προηγούμενη δεκαετία. Πενήντα εκατομμύρια στρέμματα δάσους έχουν καταστραφεί για να μετατραπούν σε καλλιεργήσιμη γη.

Ο πλανήτης, μια αλυσίδα από την οποία σπάνε διαρκώς κρίκοι, βυθίζεται σε ένα ντόμινο περιβαλλοντικά καταστροφικών γεγονότων. Όταν λοιπόν δημοσιεύτηκε η έρευνα με τη μαγική συνταγή του ενός τρισεκατομμυρίου δέντρων, ο κόσμος αναπήδησε: Μα, είναι στ’ αλήθεια τόσο απλό;

Άνθρωποι απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη έπιασαν τις τσάπες. Η Αιθιοπία ανακοίνωσε ότι θα φυτέψει 350 εκατ. δέντρα σε μία ημέρα και η Ινδία 220 εκατομμύρια. Οι ΗΠΑ παρουσίασαν ένα σχέδιο για τη δημιουργία δασών σε ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Κι από πίσω μεγάλες εταιρείες, όπως η Biocarbon Engineering, η Easy Jet και η Warner Music διαγκωνίζονταν για να φωνάξουν «έχω αναλάβει κι εγώ πρωτοβουλία για δεντροφύτευση».

Ωστόσο, η αναδάσωση (reforestation), δηλαδή η φύτευση δέντρων εκεί που το δάσος έχει καταστραφεί, ή η δάσωση (afforestation), δηλαδή η φύτευση δέντρων εκεί που πριν δεν υπήρχε δάσος, κάθε άλλο παρά απλές διαδικασίες είναι. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι εάν δεν μελετηθεί και σχεδιαστεί διεξοδικά, η αναδάσωση «μπορεί ακόμα και να αυξήσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αλλά και να έχει μακροπρόθεσμες επιβλαβείς συνέπειες στη βιοποικιλότητα, τα τοπία και τον βιοπορισμό των ανθρώπων».

Η ήδη υπάρχουσα εμπειρία αναδεικνύει περιπτώσεις επιτυχημένων αλλά και πλήρως αποτυχημένων αναδασώσεων.

Ένα δάσος σπαρμένο με βόμβες

Η περιοχή του Verdun στη βορειοανατολική Γαλλία είχε πλήρως καταστραφεί μετά από μια δεκάμηνη μάχη εκεί κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάποιοι πιλότοι θα έλεγαν ότι η περιοχή θύμιζε σεληνιακό τοπίο. Ανθρώπινα πτώματα, βλήματα που δεν είχαν εκραγεί, σκουριασμένα συρματοπλέγματα. Ο μόλυβδος και το αρσενικό από τις σφαίρες και τις βόμβες μόλυνε το έδαφος.

https://simple.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Verdun

Μετά τον πόλεμο, η γαλλική κυβέρνηση αγόρασε την περιοχή και όρισε 93.000 στρέμματα ως Κόκκινη Ζώνη – μη επισκέψιμη. Προκειμένου να αποτρέψει τη διάβρωση του εδάφους, φύτεψε 36.000 δέντρα -κυρίως πεύκα και έλατα- σε τμήμα αυτής της περιοχής, τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Μετά, άφησε την περιοχή στην ησυχία της. Οι μόνοι επισκέπτες εφεξής θα ήταν κυνηγοί και ομάδες που οργάνωναν εκδηλώσεις μνήμης. Σιγά σιγά, η φύση εκεί «ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα».

F. Lamiot, CC BY-SA 2.5, via Wikimedia Commons

Σήμερα, έναν αιώνα αργότερα, οι έρευνες δείχνουν ότι νέα φυτά και ζώα έχουν κάνει πια το δάσος του Verdun σπίτι τους, προσαρμοζόμενα στο γεμάτο λακκούβες από τις βόμβες έδαφος. Μάλιστα, πλέον λαμβάνονται ειδικά μέτρα για να προστατευτεί η περιοχή από τους χιλιάδες τουρίστες που την κατακλύζουν κάθε χρόνο.

Η σφαγή των buna και το στείρο δάσος

Αντίθετα με τη μεταπολεμική Γαλλία, ένα πρόγραμμα αναδάσωσης στη μεταπολεμική Ιαπωνία είχε οικτρά αποτελέσματα. Η Ιαπωνία είχε αποψιλώσει τεράστιες δασικές της εκτάσεις για να αξιοποιήσει τις πρώτες ύλες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά, η ζήτηση για κατασκευαστικά υλικά αυξανόταν μαζί με την ανάπτυξη της ιαπωνικής οικονομίας. Η Δασική Υπηρεσία λοιπόν ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα αναδάσωσης. Επειδή όμως ο στόχος ήταν στενά ωφελιμιστικός (περισσότερη και οικονομικότερη ξυλεία, αποφυγή διάβρωσης εδάφους και πλημμύρων) και όχι η αποκατάσταση της φύσης και η βιοποικιλότητα, η Ιαπωνία είχε αποφασίσει πως θα φυτέψει μόνο δύο είδη κωνοφόρων: ιαπωνικούς κέδρους και κυπαρίσσια.

Μάλιστα, δεν τα φύτεψε μόνο εκεί που τα δάση ήταν ήδη αποψιλωμένα, αλλά αντικατέστησε με αυτά 17 εκατομμύρια θεσπέσια αιωνόβια δέντρα buna, που σφαγιάστηκαν γι’ αυτό τον σκοπό. Όμως τα νεοφυτευθέντα δέντρα δεν είναι δυνατόν να μεγαλώσουν τόσο γρήγορα για να αντικαταστήσουν τα παλιά. Σε κάποιες περιοχές δεν μεγάλωσαν ποτέ.

Ocavis Leechroot, CC BY 3.0, via Wikimedia Commons

Όταν τέλειωσε το πρόγραμμα, ένα συγκλονιστικό 44% των δασών της χώρας αποτελούσαν αυτά τα τεχνητά δάση με ένα ή δύο είδη δέντρων.

Τεχνητά δάση που όμως θα έμεναν «στείρα». Όπως για παράδειγμα στο χωριό Nishiawakura, στον νότο. Είναι καταπράσινο, χωρίς όμως χαμηλή βλάστηση. Τα δέντρα, στρατιωτάκια στο ίδιο ύψος και με ίδια απόσταση μεταξύ τους. Μια αταίριαστη σιωπή μαρτυρά πως εκεί δεν ζουν ζώα, έντομα, πουλιά. Ένα ποτάμι κυλά κρυστάλλινο, μα με ελάχιστα ψάρια. Κι αυτό γιατί στις όχθες του υπάρχουν μόνο αειθαλή δέντρα, οπότε δεν πέφτουν φύλλα που τρέφουν μικροοργανισμούς – την τροφή των ψαριών.

Επιπλέον, επειδή οι εποχές άλλαξαν και η χώρα εισάγει φθηνότερη ξυλεία από τη Νοτιοανατολική Ασία, τα δάση αυτά έχουν αφεθεί στη μοίρα τους – ούτε καν αραιώνονται, όπως χρειάζεται, με κοπή των χαμηλών κλαδιών, ώστε να μεγαλώνουν ίσια και να γίνουν ψηλά. Η γύρη που συσσωρεύεται μάλιστα δημιουργεί μαζικό πρόβλημα αλλεργίας που υπολογίζεται ότι μπορεί να στοιχίζει στην οικονομία 2 δισ. τον χρόνο σε μειωμένη παραγωγικότητα και άδειες ασθενείας.

Η Ιαπωνία σήμερα πληρώνει, σε περιβαλλοντικούς και οικονομικούς όρους, το κοντόφθαλμο μεταπολεμικό της πρόγραμμα αναδάσωσης.

Κίνα: Ουκ εν τω πολλώ το ευ

Προβληματικό όμως ήταν και το πρόγραμμα αναδάσωσης που εγκαινίασε η Κίνα για να επουλώσει τις βαθιές πληγές στο περιβάλλον της από την ταχύτατη ανάπτυξη. Το Πεκίνο, λοιπόν, που είναι υπεύθυνο για το 25% των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων, επένδυσε την περίοδο 1999-2016, 47 δισ. δολάρια στο μεγαλύτερο πρόγραμμα αναδάσωσης του πλανήτη. Το ονόμασε Grain-for-Green (Σιτάρι για Πράσινο). Μια περιοχή 280 εκατ. στρεμμάτων έγινε δάσος, περιλαμβανομένων εγκαταλελειμμένων καλλιεργήσιμων εκτάσεων αλλά και περιοχών με θαμνώδη βλάστηση.

Στόχος της Κίνας ήταν κυρίως η αποφυγή της διάβρωσης του εδάφους και η αντιμετώπιση της φτώχειας στις περιοχές αυτές. Το πρόγραμμα επαινέθηκε ως απόλυτα επιτυχημένο. Ωστόσο, σύμφωνα με μια έρευνα του 2016, η Κίνα είχε θυσιάσει τη βιοποικιλότητα, καθώς επέλεξε να φυτέψει ελάχιστα είδη δέντρων. Με στόχο την παραγωγή ξυλείας, δίνεται στους αγρότες μια επιδότηση και φυτεύουν «χρήσιμα» δέντρα (ευκάλυπτο, ιαπωνικό κέδρο, μη τοπικές ποικιλίες μπαμπού και ψευδοακακίες).

Το πρόγραμμα αυτό ήταν η συνέχεια του «Μεγάλου Πράσινου Τείχους» (Great Green Wall), που είχε ξεκινήσει από το 1978, με στόχο τη δεντροφύτευση έκτασης ίσης με τη Γερμανία για αναχαίτιση των αμμοθυελλών από την Έρημο Γκόμπι. Όμως, αν και το πρόγραμμα αύξησε τη δασοκάλυψη της χώρας από το 12 στο 22%, μέσα σε 25 χρόνια τα δέντρα πέθαιναν γιατί δεν υπήρχε η γνώση και η δεντροφύτευση δεν είχε γίνει σωστά.

Η Κίνα ωστόσο προσπαθεί να βελτιωθεί. Τρέχει προγράμματα αναδάσωσης όπως το Millennium Forest, το οποίο συνδυάζει πολλά είδη δέντρων διαφόρων ηλικιών για να καλύψει το 40% της Xiong’an New Area κοντά στο Πεκίνο έως το 2035. Είναι εντυπωσιακό πως μόνο στην Κίνα οφείλεται το 25% της αύξησης των φυλλικών εκτάσεων στον πλανήτη, παρόλο που η χώρα αντιστοιχεί μόνο στο 6,6% των πράσινων εκτάσεων του πλανήτη.

Ωστόσο, η φύτευση δέντρων εκεί όπου προηγουμένως δεν υπήρχε δάσος (afforestation) προκάλεσε και ένα άλλο πολύ σημαντικό πρόβλημα στην Κίνα. Η αντικατάσταση λιβαδιών με φυτεμένα δάση ψευδοακακιών (ένα είδος που δεν ευδοκιμεί στην περιοχή, αλλά μεγαλώνει γρήγορα) με στόχο την αποτροπή της διάβρωσης του εδάφους και τη μείωση των εκπομπών ρύπων μείωσε δραματικά τα υδάτινα αποθέματα και είχε αρνητικό αντίκτυπο στον κύκλο του νερού. Κι αυτό γιατί οι ψευδοακακίες είναι μακράν πιο υδροβόρες από το αυτοφυές γρασίδι. Ρουφούν το 92% του βρόχινου νερού, αφήνοντας μόνο το 8% για ανθρώπινη κατανάλωση. Δεν μένει λοιπόν αρκετό νερό για να ανατροφοδοτεί τον υδάτινο ορίζοντα, τα ποτάμια και τις λίμνες. Αποτέλεσμα: Η βορειοδυτική Κίνα έχει πρόβλημα λειψυδρίας. Το νερό έχει μειωθεί σημαντικά και στον δεύτερο μεγαλύτερο ποταμό της Κίνας, τον Κίτρινο Ποταμό, και τους παραποτάμους του σε σύγκριση με την εποχή πριν τη δάσωση. Κι αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο στις ζωές σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου ανθρώπων που ζουν στην κοιλάδα και τις όχθες του.

Τα φάουλ Γερμανίας – Βρετανίας

Η φύση δεν κάνει διακρίσεις. Ακόμα και στην πλούσια Γερμανία, πρόσφατα περιστατικά δείχνουν ότι η παρέμβαση του ανθρώπου πρέπει να σέβεται τους κανόνες της. Αυτό αντιλήφθηκαν με σκληρό τρόπο φέτος στο Ρεχ (Rech), για παράδειγμα, ένα χωριό που υπέστη ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες καταστροφές από τις πλημμύρες του καλοκαιριού. Εκεί διαπίστωσαν πως ένα από τα λάθη που πλήρωσαν ήταν η μονοκαλλιέργεια κυπαρισσιών στις πλαγιές των βουνών τους. Τα κυπαρίσσια φυτεύτηκαν εκεί τον 19ο αιώνα γιατί μεγαλώνουν πιο γρήγορα και δίνουν περισσότερη ξυλεία από τα δέντρα με τα οποία η φύση είχε προικίσει την περιοχή, τις βελανιδιές και τις σημύδες. Όμως, έχουν επιφανειακές ρίζες και δεν συγκρατούν τόσο καλά το έδαφος. Τις δε ημέρες της πλημμύρας δεν απορροφούσαν καθόλου νερό γιατί είχαν αρρωστήσει από μια πανδημία σκολύτη που προκλήθηκε από τα θερμότερα καλοκαίρια.

Και στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν γίνει λάθη. Στα τέλη του 2020, η Δασική Επιτροπή φύτεψε δέντρα σε μια μεγάλη έκταση σε φάρμα στην Cumbria. «Το πρόβλημα ήταν πως το μέρος δεν ήταν απλώς ένα βοσκοτόπι που είχε υπερβοσκηθεί. Ήταν βάλτος. Μιλώντας με περιβαλλοντικούς όρους, αυτό ήταν καταστροφή», έγραφε το Spectator. «Η δέσμευση άνθρακα στις βαλτώδεις περιοχές είναι διπλάσια από ό,τι στα δάση του πλανήτη. Εάν σκάψεις εκεί, απελευθερώνεις ένα μέρος του πίσω στην ατμόσφαιρα. Ο βάλτος είναι επίσης σημαντικό περιβάλλον για βρύα, φυτά, έντομα, ερπετά και πτηνά. Εάν καταστραφεί, δεν μπορεί εύκολα να αποκατασταθεί γιατί το έλος σχηματίζεται πολύ αργά. Σε καμία περίπτωση αυτή η δεντροφύτευση δεν ήταν καλό πράγμα».

Στη Μαδαγασκάρη δεν είναι πια μαγικά

Μία πολύ σημαντική παράμετρος που όλοι οι ειδικοί επισημαίνουν ως κλειδί για την επιτυχία μιας αναδάσωσης είναι η συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων. Γιατί τελικά αυτές είναι που γνωρίζουν καλύτερα, και από αυτές θα εξαρτηθεί αν θα ευδοκιμήσει μακροπρόθεσμα ένα νεοφυτευμένο δάσος.

Κι εδώ έρχεται το παράδειγμα της Μαδαγασκάρης. Η Μαδαγασκάρη έχει χάσει το 90% των δασών της, κυρίως από πυρκαγιές, που συχνά είναι εμπρησμοί από φτωχούς κατοίκους για τη δημιουργία καλλιεργήσιμης γης. Μόνο από το 2000, η χώρα έχει χάσει το 23% των δασών της. Τα τελευταία όμως χρόνια, σχεδόν 500 προγράμματα αναδάσωσης τρέχουν στο νησί. Η Μαδαγασκάρη έχει προβληθεί ως παράδειγμα όπου οι τοπικές κοινότητες συμμετέχουν στα προγράμματα αυτά.

Η πανδημία όμως αποκάλυψε ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί δεν ήταν μόνο τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό που επηρέασαν τον ρυθμό των αναδασώσεων. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι τα περισσότερα προγράμματα αναδάσωσης έχουν εκπονηθεί και χρηματοδοτούνται από χώρες του Βορρά. Παρόλο που κάποιες πρωτοβουλίες ξεπήδησαν από τις τοπικές κοινότητες, είναι συνήθως ξένοι που ηγούνται και διαχειρίζονται τα προγράμματα. Ναι, χιλιάδες ντόπιοι έχουν προσληφθεί από τις ΜΚΟ και εργάζονται στις αναδασώσεις (και μάλιστα πολλοί εξαρτώνται από αυτές για την επιβίωσή τους στην πάμφτωχη αυτή χώρα), αλλά αυτοί περιορίζονται σε «εκτελεστικούς» ρόλους, ως βοηθοί προγραμμάτων, καθοδήγηση στα χωράφια και επιτήρηση.

Με τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς, οι ξένοι επικεφαλής και ερευνητές δεν μπορούσαν να επισκεφθούν τη Μαδαγασκάρη, κι αυτό ανέκοψε τις αναδασώσεις. Φυσικά και είναι ευπρόσδεκτη η βοήθεια και η μεταφορά τεχνογνωσίας από το εξωτερικό, όμως το παράδειγμα της Μαδαγασκάρης αποδεικνύει πως οι τοπικές κοινότητες δεν πρέπει απλώς να συμμετέχουν, αλλά να ηγούνται στις προσπάθειες αυτές.

Σε αντίθεση βέβαια με την Κίνα, πρόσφατη έρευνα για τη Μαδαγασκάρη έδειξε ότι τα νεοφυτευμένα δάση εκεί διασφαλίζουν σχεδόν όσο νερό διασφαλίζουν και τα παλαιότερα.

Εάν συνεχίσουμε να καταστρέφουμε δάση, καμία αναδάσωση δεν μας σώζει

Οι αναδασώσεις έχουν αυξηθεί στον πλανήτη, η αποψίλωση όμως των δασών συνεχίζεται απρόσκοπτα. Έτσι, ενώ υπολογίζεται ότι από το 2000 έχει μεγαλώσει ξανά έκταση δάσους ίση με αυτή της Μαδαγασκάρης, μόνο το 2020 τα δάση που χάθηκαν στον πλανήτη αντιστοιχούν σε έκταση ίση με αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου. Μόνο το μέρος του Αμαζονίου που καταστράφηκε, της περιοχής δηλαδή με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα του πλανήτη, απελευθέρωσε 2,64 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα – ποσότητα ίση με το καυσαέριο που εκλύουν σε ένα χρόνο 570 εκατομμύρια αυτοκίνητα.

Σκεφτείτε ότι τα δέντρα είναι πιο αποτελεσματικά όσον αφορά στην απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα όταν είναι τουλάχιστον 20-30 ετών. Οπότε, ένα νεοφυτεμένο δάσος δεν είναι το ίδιο με ένα παλαιό.

Επιπλέον, η δεντροφύτευση σύμφωνα με ειδικούς ενδείκνυται όταν η φωτιές είναι τόσο καταστροφικές που έχουν διεισδύσει βαθιά στο έδαφος καταστρέφοντας κάθε σπόρο που θα μπορούσε να δώσει νέο δέντρο και σε τέτοια έκταση που τα πιο κοντινά ζωντανά δέντρα είναι μακριά για να μεταφερθούν σπόροι. Αλλιώς, η υποβοηθούμενη φυσική αναγέννηση του δάσους μπορεί να είναι καλύτερη λύση.

Αυτό έδειξε το παράδειγμα του Ατλαντικού Δάσους της Βραζιλίας, στη νοτιοανατολική ακτή της. Το τεράστιο αυτό δάσος είχε αποψιλωθεί στο 75%, με αποτέλεσμα αγρότες να το εγκαταλείπουν και να μεταναστεύουν στις πόλεις ενώ κάποιες τοπικές ομάδες φρόντιζαν να εφαρμόζεται ο νόμος που περιόριζε την αποψίλωση. Έτσι, συνέβη το εκπληκτικό: μεταξύ 1996 και 2015, σχεδόν το 10% του δάσους είχε αναγεννηθεί φυσικά, χωρίς ούτε ένα δέντρο να έχει φυτευτεί. Τα ευρήματα σχετικής έρευνας αξιοποιήθηκαν ώστε να γίνει το ίδιο και σε άλλες περιοχές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι χάρη στην πολιτική που η Βραζιλία εφάρμοζε από το 2000, είχε καταφέρει να μειώσει τον ρυθμό αποψίλωσης των τροπικών δασών κατά περισσότερο από 80%. Η έλευση του ακροδεξιού Μπολσονάρο όμως στην εξουσία, που ενθάρρυνε εξορύξεις και γεωργία ενώ κατακρεούργησε τον προϋπολογισμό για το περιβάλλον, οδήγησε το 2020 στην αποψίλωση της μεγαλύτερης έκτασης του Αμαζονίου τα τελευταία 12 χρόνια.

«Greenwashing» ή «Είναι το σύστημα, ηλίθιε»

Ωστόσο, ο Μπολσονάρο απλώς ικανοποίησε τις αδηφάγες ορέξεις των αρπακτικών του καπιταλισμού. Γιατί η υπερεκμετάλλευση του πλανήτη που προκαλεί την κλιματική αλλαγή είναι σύμφυτη με το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα.

Είναι βέβαια της μόδας οι εταιρείες να δίνουν χρήματα για αναδασώσεις. Κι έτσι από την ιστοσελίδα Pornhub (ναι, καλά διαβάσατε) μέχρι την εταιρεία ρούχων Ten Tree, πολλοί χρησιμοποιούν τα δέντρα σαν εργαλείο μάρκετινγκ.

Κολοσσοί όπως η Citibank, η Microsoft και η Amazon έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν τον στόχο της μηδενικής εκπομπής ρύπων. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θα πρέπει να αγοράζουν «μονάδες άνθρακα» από οργανώσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που προστατεύουν τα δάση ή κάνουν αναδασώσεις. Όπως το έθεσε ο σχεδιαστής Μάρτιν Ντάρμπι, η συμπεριφορά πολλών εταιρειών μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Έχω επινοήσει κάτι που λέγεται φύτεμα δέντρων. Πού να στείλω τις λεπτομέρειες του τραπεζικού μου λογαριασμού;»

Με απλά λόγια, δεν υπάρχει απαίτηση από τις εταιρείες να υιοθετήσουν πιο φιλικές στο περιβάλλον πρακτικές όσον αφορά στη λειτουργία τους. Μόνο να «αντισταθμίζουν» την επιβάρυνση που προκαλούν στο περιβάλλουν. Σε πολλές δε περιπτώσεις, απλά φυτεύονται δέντρα και μετά αφήνονται στην τύχη τους, χωρίς τη φροντίδα που χρειάζονται στην αρχή.

Πόσο ειλικρινές λοιπόν είναι το περιβαλλοντικό τους ενδιαφέρον;

Τα πράγματα γίνονται εντελώς ξεκάθαρα σε περιπτώσεις όπως εκείνη του κολοσσού ορυκτών καυσίμων Shell. Το 2019, η Shell επένδυσε 300 εκατ. δολάρια σε δενδροφύτευση και άλλες οικολογικές δράσεις μέχρι το 2022. Έτσι, επιδιώκει να αντισταθμίσει μέρος των εκπομπών ρύπων που παράγει με την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όπως επισημαίνει ο Τζορτζ Μονμπιότ του Guardian, το ποσό είναι μεγάλο, αλλά σταγόνα στον ωκεανό συγκρινόμενο με τα ετήσια έσοδα 24 δισ. δολ. (το 2019) της Shell.

«Και μόνο οι τωρινές εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι αρκετές για να ανεβεί η θερμοκρασία του πλανήτη πάνω από 1,5 βαθμούς Κελσίου», γράφει ο Μονμπιότ. Πρέπει και να γίνει μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και να συνεχιστούν οι αναδασώσεις – όπως υποδείκνυε το Παγκόσμιο Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή. Η εποχή των «αντισταθμιστικών» έχει τελειώσει. Ωστόσο, η Shell «είναι μια εταιρεία με μακροπρόθεσμη δέσμευση στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων – που είναι ένας άλλος τρόπος για να πει κανείς ecocide (περιβαλλοντική αυτοκτονία)… Η Shell δεν είναι φίλη μας. Είναι μια μηχανή καταστροφής του πλανήτη», προσθέτει. Αυτό που κάνει η Shell και άλλες εταιρείες με τη δεντροφύτευση έχει συνοπτικά ονομαστεί και «Greenwashing» (Οικολογικό Ξέπλυμα).

Εν ολίγοις, είναι ΟΛΟ λάθος. Και τα «αντισταθμιστικά» για την υπερεκμετάλλευση του πλανήτη. Και οι αναδασώσεις όταν γίνονται με κοντόφθαλμα κριτήρια, δηλαδή όταν δεν προτάσσεται η αποκατάσταση της ισορροπίας της φύσης, αλλά να αποτραπεί η διάβρωση του εδάφους και οι πλημμύρες ή να απορροφηθούν οι εκπομπές ρύπων ή να είναι τα δέντρα «παραγωγικά» για να δίνουν δουλειά στον κόσμο.

Έχουμε διαποτιστεί τόσο βαθιά από τη φιλοσοφία αυτού του οικονομικού μοντέλου, που είμαστε τυφλοί μπροστά στην ουσία. Για να επικαλεστούμε τα λόγια του σπουδαίου Κορνήλιου Καστοριάδη:

«Στη χώρα απ’ όπου έρχομαι, η γενιά των παππούδων μου δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για μακροπρόθεσμη σχεδιοποίηση, για εξωτερικότητες, για μετακίνηση των ηπείρων ή για διαστολή του σύμπαντος. Όμως εξακολουθούσαν, και στα γηρατειά τους ακόμη, να φυτεύουν ελιές και κυπαρίσσια, χωρίς να τους απασχολούν ζητήματα κόστους και απόδοσης. Ήξεραν ότι θα πεθάνουν, έσκαβαν όμως τη γη για τους επερχόμενους, αλλά ίσως και για τη γη την ίδια.

Ήξεραν ότι οποιαδήποτε “ισχύ” κι αν είχαν, η ισχύς αυτή δεν θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα, αν αυτοί δεν υπάκουαν στις εποχές, αν δεν πρόσεχαν τους ανέμους, αν δεν σέβονταν την ευμετάβλητη Μεσόγειο, αν δεν έκοβαν τα δέντρα την ώρα που έπρεπε και αν δεν άφηναν στο μούστο τον καιρό που του χρειαζόταν για να βράσει.

Δεν σκέφτονταν με όρους απειρότητας – ίσως και να μην καταλάβαιναν και την έννοια της λέξης – όμως δρούσαν, ζούσαν και πέθαιναν σ’ ένα χρόνο αληθινά χωρίς τέλος.

Προφανώς η χώρα δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί…».

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου