Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Γιατί επιμένουμε να ψυχολογικοποιούμε τους δολοφόνους;

Από την ημέρα που γνωστοποιήθηκε πως ο καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της Κάρολαϊν Κράουτς, είναι ο σύζυγός της, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, μέχρι και σήμερα, δεκάδες είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που έχουν επιχειρήσει «να σκιαγραφήσουν το προφίλ» του γυναικοκτόνου, απαριθμώντας και αποδίδοντάς του συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, ακόμη και διαταραχές προσωπικότητας, όπως η ναρκισσιστική και η αντικοινωνική. Και όλα αυτά, δίχως να έχει προηγηθεί η ψυχολογική παρακολούθηση και αξιολόγηση της ψυχικής κατάστασης του δράστη. Επιχειρώντας να διαμορφώσουν την ελκυστική προς το ευρύ κοινό φιγούρα ενός επικίνδυνου, ψυχικά διαταραγμένου και συνάμα «μυστήριου» ανθρωποκτόνου, εγκαθιδρύουν έναν αιτιολογικό δεσμό ανάμεσα στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά και την κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου.

Παρακολουθώντας χθες ένα απόσπασμα από την εκπομπή του ΣΚΑΪ «Σήμερα», άκουσα ντροπιασμένη και οργισμένη την καλεσμένη, Τένια Μακρή, να αναφέρει «χαριτολογώντας» για τον γυναικοκτόνο: «Θα δούμε και τη γοητεία σε όλη της την έκθεση κατά τη διάρκεια της δίκης. Θα δείτε μία γοητευτική προσωπικότητα που θα αρχίσετε κι εσείς να είστε followers του». Μία γυναίκα η οποία αυτοαποκαλείται ψυχολόγος, καταφεύγει αβίαστα σε αυθαίρετα ψυχολογικά πορίσματα, σε πανελλαδική κάλυψη. Στην προσπάθειά της να «σκιαγραφήσει το προφίλ του δράστη» λίγο νωρίτερα, δεν δίστασε να στραφεί σε στερεοτυπικές απεικονίσεις της λεγόμενης κοινωνιοπαθητικής και ναρκισσιστικής προσωπικότητας, συνδέοντας την τελευταία, δίχως καμία επιστημονική βάση, με τη γοητεία και την ωραιοπάθεια και καταλήγοντας στο παραπάνω επικίνδυνο «συμπέρασμα», που ατιμάζει τη μνήμη μίας νεκρής κοπέλας και αποδυναμώνει τη σοβαρότητα της διάπραξης μίας – ακόμη – γυναικοκτονίας.

Με αφορμή την προσπάθεια απόδοσης διαταραχών προσωπικότητας στον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία από τα ΜΜΕ, η Δικαστική Ψυχολόγος, Έρη Ιωαννίδου, εξηγεί τη στιγματιστική διάσταση της τάσης ψυχολογικοποίησης και ψυχιατρικοποίησης των εγκληματιών προς μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που βιώνει κάποια ψυχική διαταραχή, τονίζοντας παράλληλα πως η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας στο άτομο δεν συνεπάγεται παραβατική συμπεριφορά. Ακόμα και όταν όμως αυτά τα δύο συναντηθούν, η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας δεν οδηγεί απαραίτητα στην άρση του καταλογισμού.

Έρη Ιωαννίδου

Δικαστική Ψυχολόγος (MSc), Personal Coach

Τι είναι η ψυχολογικοποίηση

Με τον όρο «ψυχολογικοποίηση», αναφερόμαστε στην τάση απόδοσης συγκεκριμένων ψυχολογικών χαρακτηριστικών με βάση μία παρατηρούμενη συμπεριφορά, τα οποία συνήθως προέρχονται από πιο γενικές αρχές. Η απόδοση αυτών των χαρακτηριστικών γίνεται μάλιστα με βάση τη συμπεριφορά κάποιου/ας, κρίνουμε δηλαδή την ψυχολογική και συναισθηματική του/της κατάσταση σύμφωνα με τη συμπεριφορά του/της και αποδίδουμε και χαρακτηριστικά ψυχοπαθολογίας, χωρίς να γνωρίζουμε αν πραγματικά υπάρχουν – όπως και συμβαίνει στην υπόθεση του καθ’ ομολογίαν δράστη γυναικοκτονίας.

Γιατί καταφεύγουμε σε αυτή για να περιγράψουμε το προφίλ ενός δράστη

Θέλουμε να έχουμε τον κόσμο σε κουτάκια για να νιώθουμε πιο ασφαλείς. Θέλουμε να αισθανόμαστε ότι ο/η εκάστοτε ανθρωποκτόνος ήταν ένα – δύο – τρία συγκεκριμένα πράγματα. Άρα, όταν συναντάμε ανθρώπους που είναι αυτά τα ένα – δύο – τρία πράγματα, πρέπει να προσέχουμε. Αυτό όμως είναι κάτι πολύ επικίνδυνο, γιατί ο κόσμος δεν οριοθετείται σε κουτάκια, γιατί δεν γίνεται να είναι ασφαλείς οι πληροφορίες που εξάγουμε σχετικά με το συναίσθημα και τη ψυχολογική κατάσταση κάποιου/ας, με βάση τη συμπεριφορά του/της μόνο – και πολλώ δε μάλλον με βάση τη συμπεριφορά του σε ένα, μεμονωμένο και τόσο ακραίο γεγονός της ζωής του/της. Πέραν του ότι αντλούμε πληροφορίες μόνο από μία ακραία συμπεριφορά, δεν έχουμε δει το άτομο, δεν έχουμε κάνει κλινική συνέντευξη και αξιολόγηση. Όλα αυτά βασίζονται σε γενικεύσεις και δεν είναι ορθή στάση το να μιλάμε στο κοινό για πράγματα για τα οποία θα μιλούσαμε μεταξύ μας στο πλαίσιο υποθέσεων εργασίας.

Η απόδοση ψυχολογικών χαρακτηριστικών στην περίπτωση του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου

Διαβάσαμε πολύ αυτές τις ημέρες για την υποτιθέμενη ναρκισσιστική και αντικοινωνική διαταραχή του κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία. Ακόμη και αν από τη συμπεριφορά του μπορούσαμε να υποθέσουμε πως έχει δύο – τρία χαρακτηριστικά μιας διαταραχής προσωπικότητας, είναι αυτό ασφαλές και επαρκές για να πούμε ότι έχει την εκάστοτε διαταραχή και να δώσουμε στο κοινό μία τέτοια πληροφορία, δίχως να γνωρίζει πώς πραγματοποιείται μία διάγνωση και ποια είναι η συμπτωματολογία μίας διαταραχής; Είναι πολύ διαφορετικό να παρατηρούμε σε κάποιον 2-3 γνωρίσματα μίας διαταραχής από το να τη διαγιγνώσκουμε. Πολύς κόσμος δεν γνωρίζει τι σημαίνει ναρκισσιστική διαταραχή. Δίνουμε στον κόσμο έννοιες που δεν ξέρει πώς να τις επεξεργαστεί, επειδή δεν γνωρίζει όλη την υπόλοιπη πληροφορία και δεν του είναι και χρήσιμες σε κάτι.

Ο στιγματιστικός χαρακτήρας της τάσης ψυχολογικοποίησης

Στην περίπτωση του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, η τάση ψυχολογικοποίησης λειτουργεί στιγματιστικά, καθώς δημιουργείται η εντύπωση πως και άλλοι άνθρωποι που έχουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά με εκείνον, θα γίνουν γυναικοκτόνοι και συζυγοκτόνοι, πως είναι εν δυνάμει επικίνδυνοι. Ο στιγματισμός ανέκαθεν υπήρχε σε περιπτώσεις βαριάς ψυχοπαθολογίας, όπως στην ψύχωση, τη σχιζοφρένεια κ.λπ. Πλέον, αντί να απαλείφουμε το στίγμα, το διευρύνουμε, το προσθέτουμε και σε διαταραχές προσωπικότητας τις οποίες έχει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ακόμη, αξίζει να επισημάνουμε πως αποδίδοντας στον κατηγορούμενο τη ναρκισσιστική διαταραχή, δεν επεξηγείται η συμπεριφορά του, αντιθέτως, στη συνείδηση του κόσμου αποτυπώνεται το ότι, «είναι ψυχικά πάσχων και εγκληματίας», δημιουργώντας μία αιτιώδη σχέση που δεν υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο.

Η ύπαρξη ψυχικής διαταραχής δεν συνεπάγεται την άρση καταλογισμού

Σε άλλες περιπτώσεις όμως, ο κόσμος νομίζει πως εάν ένας/μία κατηγορούμενος/η πάσχει από κάποια διαταραχή, θα υπάρξει άρση καταλογισμού και θα πάει σπίτι του/της. Πρώτον, δεν είναι απαραίτητο ότι θα υπάρξει άρση καταλογισμού διότι η ύπαρξη μίας ψυχικής διαταραχής δεν σημαίνει και αυτομάτως άρση καταλογισμού, πρέπει να αποδειχθεί πως συνδέεται με το έγκλημα. Επίσης, αν όντως υπάρξει άρση ή μείωση καταλογισμού, αυτό δεν συνεπάγεται πως ο/η δράστης «θα πάει σπίτι του/της». Θα εισαχθεί σε κάποιο ψυχιατρικό νοσοκομείο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών του εξωτερικού, βλέπουμε πως όταν συμβαίνει αυτό, οι άνθρωποι παραμένουν έγκλειστοι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που θα περνούσαν σε ένα κατάστημα κράτησης αν το έγκλημα τους είχε καταλογιστεί και εξέτιαν την ανάλογη ποινή. Ειδικά σε περιπτώσεις κατηγορούμενων που έχουν διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα, πολλοί είναι αυτοί που θα διστάσουν να βάλουν την υπογραφή του για να αφεθούν ελεύθεροι. Το αίτημα επανεξετάζεται έπειτα από μερικά χρόνια και η επιτροπή αποφασίζει.

Η διαδικασία της κλινικής αξιολόγησης ενός κατηγορούμενου

Στην περίπτωση του καταλογισμού και της ικανότητας ενός/ μίας κατηγορούμενου/ης να βρίσκεται σε δίκη, αρχικά θα διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, την οποία θα διεξάγει κάποιος/α εγγεγραμμένος/η στη λίστα πραγματογνωμόνων. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν αυστηρά κριτήρια για να είσαι σε αυτή τη λίστα. Κάθε ψυχολόγος και ψυχίατρος με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος μπορεί να βρίσκεται σε αυτή τη λίστα. Ούτε εμείς οι Δικαστικοί Ψυχολόγοι έχουμε προτεραιότητα, ούτε άλλοι επαγγελματίες με ειδική γνώση. Πολλές φορές μάλιστα καλούνται οι ίδιοι άνθρωποι, όχι απαραίτητα επειδή κάνουν καλά τη δουλειά τους, αλλά διότι τους βρήκαν ευκολότερα, οπότε συνεχίζουν να τους καλούν σε διάφορες περιπτώσεις. 

Αφού γίνει η αξιολόγηση, κατατίθεται η γνωμάτευση για το αν ο/η κατηγορούμενος/η παρουσίαζε ενεργό ψυχοπαθολογία κατά τη διάρκεια διάπραξης του εγκλήματος και για το αν αυτή μπορεί να συνδεθεί με αυτό, η οποία αποτελεί ένα πολύ δύσκολο κομμάτι γιατί πρέπει να αξιολογηθεί πολύ μετά τη διάπραξή του. Εξετάζεται λοιπόν το αν έπασχε τότε, από τι έπασχε και εφόσον έπασχε από αυτό, αν δύναται να επηρεάσει στον καταλογισμό του εγκλήματος – αν δηλαδή δεν υπήρχε αντίληψη του άδικου χαρακτήρα της πράξης κατά τη διάρκεια τέλεσής της ή ακόμα και αν υπήρχε, δεν μπορούσε να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη αυτή. Πρόκειται για το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα. Από την πλευρά του/της κατηγορούμενου/ης, μπορεί κι εκείνος/η να ζητήσει αξιολόγηση και να φέρει γνωμάτευση από ιδιώτη, κάτι το οποίο συνηθίζεται εάν διαφωνεί με την πραγματογνωμοσύνη ή αν θέλει να την ενισχύσει. Οι γνωματεύσεις αυτές ωστόσο δεν είναι δεσμευτικές προς το Δικαστήριο. Κατατίθεται η γνωμάτευση, την παίρνει το Δικαστήριο και εκείνο κρίνει από εκεί και πέρα. 

Τα «θολά σημεία» στη διαδικασία αξιολόγησης

Το κυριότερο πρόβλημα για ‘μένα, είναι πως δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο για το πότε και σε ποιες περιπτώσεις καλείται ένας/μία επαγγελματίας της κάθε ειδικότητας. Ακόμη, δεν υπάρχει επαρκής γνώση των δικαστικών λειτουργών σχετικά με τη δικαστική ψυχολογία και ψυχιατρική, με αποτέλεσμα να καλούν κατά κόρον κλινικούς ψυχολόγους ή ψυχιάτρους αποκλειστικά, επειδή θεωρούν πως μόνο εκείνοι Γνωρίζουν πώς να διεξάγουν αξιολόγηση σχετικά με το ενδεχόμενο ψυχοπαθολογίας. Στην πράξη έρχεται συχνά σε δεύτερη μοίρα η εξειδίκευση ενός/μίας δικαστικού/ής ψυχιάτρου ή/και ψυχολόγου έναντι άλλων εξειδικεύσεων που μπορεί να φαίνονται σχετικότερες με την υπόθεση αλλά δεν είναι απαραίτητα. Ακόμη, ο/η δικαστής δεν έχει πρόσβαση σε κάποιον ειδικό που να μπορεί να τον συμβουλεύσει Έναν/Μία ψυχολόγο ή ψυχίατρο για παράδειγμα, ο/η οποίος/α να συμβουλεύει τον/τη δικαστή ή το δικαστήριο σχετικά με την «ποιότητα» μίας γνωμάτευσης. Οι δικαστές αναγκαστικά λειτουργούν εμπειρικά και σ’ αυτό φυσικά δεν ευθύνονται οι ίδιοι, οι οποίοι συχνά αναζητούν ιδιωτικά περαιτέρω εκπαίδευση σε αυτά τα ζητήματα, σε αυτό ευθύνεται το κράτος.

Η Έρη Ιωαννίδου είναι Δικαστική Ψυχολόγος (MSc) και Personal Coach. Διατηρεί γραφείο, διδάσκει στο Hellenic American College και έχει εργαστεί μεταξύ άλλων στη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Είναι επιστημονική συνεργάτης του ΚΕ.Μ.Ε. και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab.

Λουίζα Σολομών-Πάντα