Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Γιατί έχει χαθεί η μπάλα της λογικής και του ωφέλιμου διαλόγου μέσα στην τρέλα του κορωνοϊού;

Έχω μια θεωρία: Το επίπεδο του διαλόγου καθορίζεται από εκείνον που θα θέσει τον πήχη πιο χαμηλά. Εάν συμφωνείτε με αυτή τη φράση συνεχίστε το διάβασμα. Αν δεν συμφωνείτε με αυτή τη φράση, πάλι συνεχίστε το διάβασμα. Ίσως πειστείτε διαβάζοντας το άρθρο ότι η θεωρία είναι σωστή ή έστω ότι σε πολλές περιπτώσεις ισχύει. Ίσως πάλι δεν πειστείτε.

Ξέρετε, δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε όλοι σε όλα. Αλλά ίσως αυτό που έχουμε ανάγκη πιο πολύ από ποτέ είναι να συζητάμε με επιχειρήματα και σεβασμό στην άποψη του άλλου. Αλήθεια, δεν έχετε την αίσθηση ότι αυτό πια έχει χαθεί, ειδικά στον μαγικό κόσμο των social media και των μέσων μαζική ενημέρωσης;

Στο πρώτο τηλεοπτικό debate μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν χρησιμοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων οι χαρακτηρισμοί «χαζός», «κλόουν», «κανίς του Πούτιν», «μαριονέτα» και όχι όλοι από τον ίδιο υποψήφιο. Δεν κρύβω ότι το 2016 είχα συμπεριλάβει τον Τραμπ σε μια χιουμοριστική λίστα με τους 10 πιο εκνευριστικούς ανθρώπους στον πλανήτη. Αν έφτιαχνα σήμερα τη λίστα πάλι ο Τραμπ θα έμπαινε πανηγυρικά μέσα. Το ότι ο Τραμπ καταφέρνει να συμπαρασύρει στο επίπεδό του τον πολιτικό του αντίπαλο είναι ίσως η απόδειξη της θεωρίας. Αλλά δεν είναι η μόνη.

Τους τελευταίους εννιά μήνες με την εισβολή του κορωνοϊού στην καθημερινότητά μας φαίνεται ότι έχει χαθεί εντελώς η μπάλα του ορθολογισμού και της ψυχραιμίας. Από τη συνέντευξη που έκανα με τον Σίμο Κακάλα λίγο μετά το τέλος του lockdown συγκρατώ: «Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τρομακτική εμπιστοσύνη στο μυαλό τους, μια τρομακτική πίστη στο Εγώ τους και γι’ αυτό βγάζουν εξωφρενικά συμπεράσματα χωρίς δεδομένα ή παίρνοντας μόνο τα δεδομένα που τους ταιριάζουν. Κανονικά θα έπρεπε να γελάμε με τέτοιους ισχυρισμούς όπως “επίπεδη Γη”  ή “δεν υπάρχει κορωνοϊός, απλώς ψάχνουν αφορμή να μας βάλει τσιπάκι ο Μπιλ Γκέιτς”. Το θέμα είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν άλλους παρόμοιους ανθρώπους και σχηματίζουν ομάδες που κάνουν τη φωνή τους να ακούγεται πολύ δυνατά. Δεν γελάω πια. Δεν μπορώ».

Ούτε εγώ γελάω πια. Και σκέφτομαι τι έχει πάει τόσο στραβά που μοιάζει ο διάλογος σχεδόν αδύνατος.  Φαίνεται ότι έχουμε περιχαρακωθεί σε στρατόπεδα, διαλέξαμε πλευρά και μένουμε σε αυτή αρνούμενοι επιπλέον πληροφορία. Και εδώ που τα λέμε, ποιος μπορεί να διαχειριστεί τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που έχει διοχετευθεί τους τελευταίους μήνες;

Ο Πέτρος Γκαζώνης που εργάζεται σε φαρμακευτική εταιρεία βιοτεχνολογίας – τα τελευταία εφτά χρόνια στις κλινικές μελέτες- ενώ παλιότερα έκανε βασική πολυετή έρευνα στις βιοϊατρικές επιστήμες λέει: «Τα επιχειρηματικά μοντέλα υπακούουν στην οικονομία της προσοχής. Η προσοχή είναι νόμισμα και όχι μόνο για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς αλλά και για τα πανεπιστήμια, όσον αφορά τις δημοσιεύσεις τους.  Ο όγκος και η ροή της πληροφορίας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμέτωποι με τέτοιο καταιγισμό, τοποθετούνται από πριν στην πλευρά που η διαίσθησή τους, και όχι τα πολλά και αφιλτράριστα δεδομένα, υπαγορεύει. Κάποτε είχαμε το χρόνο να διαβάσουμε όλο το paper, μετά μόνο το abstract, έπειτα μόνo τον τίτλο, μετά ανέλαβε το twitter. Ο τρόπος με τον οποίο εκτίθενται σήμερα οι άνθρωποι στην επιστημονική πληροφορία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τον τρόπο που λειτουργούν στο tinder δηλαδή roll to the right: approve, roll to the left: disapprove. Έτσι, η επιστήμη παγιδεύτηκε σε μια αντιπαράθεση λες και τα παραγόμενα δεδομένα ήταν δυαδικά, για παράδειγμα:  δουλεύουν οι μάσκες, δεν δουλεύουν οι μάσκες, δουλεύει η χλωροκίνη, δε δουλεύει, δουλεύει η ρεμδεσιβίρη, δε δουλεύει, τεστ στους συμπτωματικούς μετά από έκθεση, όχι τεστ. Στην πραγματική ζωή όμως τα περισσότερα επιστημονικά δεδομένα, κυρίως στις βιοϊατρικές επιστήμες, δε μεταφράζονται σε μαύρο άσπρο αλλά σε πολλές αποχρώσεις του γκρι».

Αποτέλεσμα; «Με τόση ροή πληροφορίας, με τέτοιο ρυθμό και τόση αφιλτράριστη πληροφορία ο περισσότερος κόσμος άρχισε, επειδή είμαστε ζώα αγελαία, να πηγαίνει στο δίπολο “αυτό που μου λέτε ισχύει/αυτό που μου λέτε δεν ισχύει”. Ο γάλλος μικροβιολόγος Didier Raoult που μας είπε ότι η χλωροκίνη είναι το φάρμακο για την covid-19, έξι μήνες μετά και ενώ όλες οι μελέτες τον έχουν διαψεύσει είναι ακόμη στα μικρόφωνα υποστηρίζοντας ότι έχει δίκιο σύμφωνα με τα δικά του δεδομένα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι οι επιστήμονες δεν είναι αλάθητοι, έχουν και αυτοί προϊσταμένους και επιζητούν και οι ίδιοι την προσοχή.  Πρόσθεσε στην εικόνα το πλαίσιο “Θέλω λύσεις τώρα”, που έχει προκύψει λόγω της πανδημίας και καταλαβαίνεις…».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βέβαια, η συνεχής αναθεώρηση είναι λειτουργία της επιστήμης, και βασική προϋπόθεση εξέλιξης της. Ο Φίλιππος Φιλιππίδης, λέκτορας Δημόσιας Υγείας στο Imperial College στο Λονδίνο ξεκαθαρίζει «Όταν ως επιστήμονας παρουσιάζεις σε ένα συνέδριο ή όταν υποβάλλεις ένα άρθρο προς δημοσίευση στην πραγματικότητα ζητάς ενεργητικά να σου ασκήσουν κριτική οι συνάδελφοι σου. Έτσι λειτουργεί η επιστήμη. Θα κάνεις λάθος, θα το διορθώσεις, θα βελτιώσεις την έρευνα σου, κάποιος θα πάρει αυτό που έκανες και θα το εξελίξει. Πρέπει όμως να είμαστε πολλαπλώς προσεκτικοί αυτή την περίοδο γιατί οτιδήποτε λέγεται μπορεί να έχει άμεση επίδραση στη συμπεριφορά του κόσμου ή στις πολιτικές αποφάσεις επομένως πρέπει να βρίσκουμε την ισορροπία ανάμεσα στην ακρίβεια του επιστημονικού λόγου και στην πειστική οδηγία προς στον κόσμο που δεν είναι η δουλειά του να κρίνει τα επιστημονικά άρθρα».

Και οι δύο όμως δείχνουν να συμφωνούν ότι τελικά σε έναν διάλογο θα διαλέξουμε να ενσωματώσουμε στον λόγο μας εκείνα τα δεδομένα και τα επιχειρήματα που θα ενδυναμώσουν τη δική μας πεποίθηση, εκείνα που μας βολεύουν περισσότερο ώστε να νιώσουμε πως καλά κάνουμε και υποστηρίζουμε ό,τι υποστηρίζουμε. Όμως η έννοια του διαλόγου δεν  θα έπρεπε να περιλαμβάνει και την προσπάθεια ανταλλαγής πληροφορίας και γνώσεων ώστε να ανακαλύψουμε από κοινού το επόμενο βήμα που θα μας φέρει τη λύση στην κρίση που ζούμε είτε είναι κρίση υγείας, είτε πολιτική, είτε κοινωνική, είτε οικονομική;

Ο Φίλιππος Φιλιππίδης αισθάνεται ότι «Πολλοί ισχυρίζονται “αυτό λέει η επιστήμη, αυτό θα κάνουμε” αλλά στην πραγματικότητα διαλέγουν αυτό το κομμάτι της επιστήμης που συμφωνεί με τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις τους∙ νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι, σ’ ένα βαθμό, το κάνουμε αυτό» και ο Πέτρος Γκαζώνης συνεχίζει «αυτή τη στιγμή εκείνος που έχει αποφασίσει ότι δεν δουλεύει η μάσκα ή ότι η μάσκα κάνει κακό έχει επιστημονικά δεδομένα, της πλάκας θα σου πω, αλλά που είναι διαθέσιμα στο ίντερνετ και τα χρησιμοποιεί για να υποστηρίξει τις θέσεις του» για να προσθέσει «κυβερνήσεις και θεσμοί έχουν υπάρξει ιδιαίτερα ανακόλουθοι σε σημαντικές ανακοινώσεις και οδηγίες από το τις οδηγίες για τις μάσκες μέχρι τις τρεις φορές αναθεωρημένες οδηγίες του CDC σχετικά με το ποιοι πρέπει να κάνουν τεστ. Γι’ αυτό και επιμένω να πιστεύω ότι το έλλειμμα εμπιστοσύνης από τον κόσμο είναι στους θεσμούς και όχι στην επιστήμη. Ακόμα και οι συνωμοσιολόγοι επιστημονικοφανή επιχειρήματα θα επιστρατεύσουν ή δεδομένα άλλων επιστημόνων που συμφωνούν με τις αντιλήψεις τους.  Για παράδειγμα ο Τραμπ όταν θέλησε να απαξιώσει τον Φάουτσι επιστράτευσε άλλους επιστήμονες και όχι μόνο τους ανθρώπους της πολιτικής του καμπάνιας».

Ωραία ας δεχτούμε λοιπόν την αλήθεια: οι επιστήμονες είναι και αυτοί άνθρωποι με προκαταλήψεις και συμφέροντα. Το θέμα φυσικά δεν είναι να απαξιώσουμε την επιστήμη, κάθε άλλο. Το ζήτημα είναι να υπάρξει συνέπεια μεταξύ επιστημονικού λόγου και πολιτικών επιλογών. Δεν μπορείς από την μια πλευρά να ζητάς από τους γονείς να μην αγκαλιάζουν τα παιδιά τους και το ίδιο διάστημα να στοιβάζεις τους εργαζόμενους στα βαγόνια του μετρό. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να εξοργίσεις τον κόσμο που μετά από μια μακρόχρονη, παγκόσμια οικονομική κρίση νιώθει ότι πάλι του ζητούνται θυσίες ενώ η πολιτεία τον αφήνει στην τύχη του είτε με δηλώσεις όπως αυτή του Μπολσονάρου που στις 26 Μαρτίου μιλώντας στους δημοσιογράφους έλεγε:«Δεν θα φτάσει η κατάσταση τόσο άσχημα (σε σύγκριση με τις ΗΠΑ). Οι Βραζιλιάνοι πρέπει να μελετηθούν, δεν κολλάνε τίποτα. Βλέπετε έναν άντρα να πηδάει σε ένα υπόνομο και δεν παθαίνει τίποτα» και τη στιγμή που γράφεται το άρθρο η Βραζιλία μετράει 143.000 νεκρούς από covid-19 είτε βλέποντας τους πολιτικούς να μην τηρούν οι ίδιοι τα μέτρα που θεσπίζουν όπως το χειροφίλημα του παπά από τον Νίκο Χαρδαλιά ή την παρουσία τους σε συνθήκες συγχρωτισμού χωρίς μάσκα.

Ο θυμός δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος όταν καλείσαι να πάρεις αποφάσεις σε μια κρίση και σίγουρα δεν είναι σύμμαχος σου όταν κάνεις διάλογο. Μας περισσεύουν περισσότερο από ποτέ οι θορυβώδεις φωνές που τινάζουν στον αέρα την προσπάθεια να βάλεις στο τραπέζι λογικά επιχειρήματα για να δεις πώς θα λύσεις το πρόβλημα. Και μέσα σε αυτό το κλίμα των ακραίων τοποθετήσεων οι άνθρωποι που θέλουν να διατυπώσουν μια εύλογη κριτική ή μια διαφορετική άποψη που βασίζεται σε δεδομένα είναι πιο διστακτικοί από ποτέ να μιλήσουν, ειδικά στο πλαίσιο των social media.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θυμάμαι πόσο προσεκτικά διατυπωμένη είναι η ανάρτηση στο facebook του ηθοποιού Αργύρη Ξάφη για το θέμα της 5G τεχνολογίας: «Όποιος μιλάει για το την τεχνολογία 5G αυτομάτως τοποθετείται και χαρακτηρίζεται “ψεκασμένος” κτλ.  Παρόλα αυτά εκτός από πολλούς όντως ψεκασμένους που την συνδέουν με θεωρίες συνωμοσίας, “νέες τάξεις πραγμάτων” κτλ, υπάρχουν ανησυχίες και από φερέγγυα άτομα, από πολλούς σοβαρούς επιστήμονες, φορείς και οργανισμούς, ακόμη και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Παραθέτω μια μικρή περίληψη μιας έρευνας της ΕΕ που γίνεται πάνω στις επιπτώσεις αυτής της -πολλά υποσχόμενης είναι η αλήθεια- τεχνολογίας στον άνθρωπο και τις σκέψεις για το πόσο πρέπει να βιαστούμε πριν βελτιστοποιηθεί απολύτως να την αγκαλιάσουμε.  ΥΓ. Αν υπάρχει κάποιος που να θέλει το γρηγορότερο ίντερνετ παντού και ασύρματα, αυτός είμαι εγώ και ποτέ δεν με ενόχλησε η πρόοδος της τεχνολογίας όσο βάναυση και αν φαίνεται για την κοινωνική -και όχι μόνο- ύπαρξή μας».

Είναι ξεκάθαρο ότι όσα περισσότερα σοβαρά θέματα –που δεν αφορούν φυσικά μόνο τον κορωνοϊό- μπαίνουν στην ατζέντα εκπροσώπων ακραίων αντιλήψεων τόσο λιγότερο μένει περιθώριο στους ψύχραιμους ανθρώπους να διατυπώσουν μια κριτική σκέψη χωρίς το άγχος ότι τους ίδιους και τα λεγόμενά τους θα τα οικειοποιηθούν ομάδες με τις οποίες ποτέ δεν συνέπλευσαν. Ο Φίλιππος Φιλιππίδης λέει επ’ αυτού: «Οι μετριοπαθείς άνθρωποι συνήθως δεν προκαλούν με τον ήπιο λόγο τους το ενδιαφέρον του κοινού. Επιπλέον όταν η άποψη ενός μετριοπαθούς έχει ψήγματα συμφωνίας με μια ακραία άποψη υπάρχει ο κίνδυνος να οικειοποιηθούν την άποψη του και το όνομά του οι ακραίοι και να τα χρησιμοποιήσουν για σκοπούς που δεν περνούν καν από το μυαλό του. Αυτό μπορεί να στοιχίσει στην καριέρα του ως επιστήμονα αλλά και στην ψυχική του υγεία αν γίνει στόχος συγκεκριμένων ομάδων που τον  προσβάλλουν ή εφαρμόζουν την cancel culture εις βάρος του.

Πλέον είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μια ουσιαστική συζήτηση για τα ζητήματα που ανακύπτουν εξαιτίας των συνθηκών της πανδημίας. Το αν η τάδε εταιρεία δει τα προσωπικά σου δεδομένα και μετά τα χρησιμοποιήσει χωρίς την άδεια σου είναι ένα σοβαρό θέμα αλλά αν εσύ αρχίζεις να φωνάζεις ότι δεν φοράς μάσκα γιατί έχει τσιπάκι και θέλουν να μας παρακολουθούν και να μας ελέγχουν τότε προσωπικά θα υπερασπιστώ την εταιρεία που συλλέγει δεδομένα για ένα σοβαρό λόγο. Στην πραγματικότητα θα ήθελα να ασκώ μια κριτική σε αυτούς που μαζεύουν τα δεδομένα ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα τα εκμεταλλευτούν πουλώντας τα σε άλλες εταιρείες, οι ακραίες φωνές όμως τελικά εμποδίζουν την εποικοδομητική κριτική».

Πέρα από τις ακραίες φωνές που υποστηρίζουν ακραίες τοποθετήσεις βλ. «επίπεδη Γη» στα social media βλέπεις και κάτι άλλο. Βλέπεις έξυπνους ανθρώπους που τάσσονται υπέρ δίκαιων αιτημάτων ή με τη φωνή της λογικής αλλά τελικά ο τρόπος που γράφουν μόνο τον διάλογο δεν προάγει. Βλέπεις δηλαδή αρκετή ειρωνεία, επιθετικότητα και πολύ πολύ shaming. Και ενώ πολλοί υιοθετούν τον κυνισμό απέναντι σε αυτούς που θεωρούν πλανεμένους  επιδεικνύοντας την πνευματική τους ανωτερότητα σε σχέση με εκείνους εγώ δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου εκείνο το απόσπασμα από τον «Μάγο» του Τζον Φώουλς που λέει «Ήμουν πολύ άγουρος για να ξέρω πως ο κυνισμός καλύπτει μια αδυναμία να τα καταφέρεις, εν ολίγοις μια ανικανότητα», μια ανικανότητα να πραγματοποιηθεί διάλογος εν προκειμένω.  Βλέπεις ποστ που αποπνέουν ελιτίστικη διάθεση και απαξίωση των ανθρώπων που υιοθετούν ακραίο λόγο και ενώ θέλεις να συμφωνήσεις με τον γράφοντα κάτι μέσα σου κλωτσάει γιατί νιώθεις ότι τελικά τα γράφει όχι για να ακουστεί πέρα από την κλίκα των θαυμαστών αλλά μόνο και μόνο για να εισπράξει τα like και την αποδοχή τους. Όμως τελικά αυτό πού βοηθάει πέρα ίσως από το χτίσιμο μιας περσόνας ή καριέρας μέσα στα social media ή και εκτός;

Ο Πέτρος Γκαζώνης λέει για το shaming: «Ένας άνθρωπος με δημόσιο λόγο, όχι απαραίτητα ένας δημοσιογράφος, αλλά ένας χρήστης του facebook με 5.000 like μπορεί να επιλέξει να κάνει ή να μην κάνει shaming. Εγώ προσωπικά το απεχθάνομαι, δεν μου ταιριάζει. Το shaming δουλεύει, αλλά δουλεύει μονόπλευρα: δίνει σήμα εμπιστοσύνης στους ομοϊδεάτες μας, ενισχύει τις δικές μας αντιλήψεις. Αλλά αν φωνασκούμε ειρωνευόμενοι στο δικό μας δωμάτιο επικοινωνίας για τις λάθος συμπεριφορές κατά την πανδημία, το shaming βοηθάει τη δημοφιλία μας, αλλά όχι τη συλλογική προσπάθεια. Άρα, στο τέλος, το δίλλημα για όσους έχουν δημόσιο λόγο είναι μεταξύ της ανάγκης να ανήκεις και της ανάγκης να καταλάβεις. Όλα εξαρτώνται δηλαδή από τα κίνητρά σου μέσα στην οικονομία της προσοχής».

Πέρα από το παραπάνω ο Πέτρος μου υπενθυμίζει μια σοφή ατάκα από μια καταπληκτική ταινία, το “The Insider”: “Ordinary people under extraordinary pressure, Mike. What the hell do you expect? Grace and consistency?”.

Στην πιο πρωτόγνωρη συνθήκη που έχει ζήσει ο πλανήτης εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες ας έχουμε αυτό κατά νου: η ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει και τον θυμό και τη λάθος κρίση και τον φόβο.  Όχι όμως μόνο αυτά. Ας δώσουμε περισσότερο βάρος στη λογική, στην κατανόηση και στην αλληλεγγύη για να δούμε πώς θα βγούμε πιο γρήγορα και λιγότερα ανώδυνα από αυτή την τρέλα που ζούμε.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.