Europa League: Βαρύ Κύπελλο, Βαριές Φανέλες, Βαρύ Κλίμα

Καημό θα το ‘χαν στην Uefa, ειδικά από τη στιγμή που έμειναν δύο τα ευρωπαϊκά τρόπαια, να βγει ένα αστεράτο ζευγάρι στον τελικό του 2ου ιεραρχικά: μπορεί να απέχουν πολύ από τις καλύτερές τους εκδοχές, όμως Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Άγιαξ κατάφεραν κάτι που σχεδόν ποτέ δεν είχε πετύχει το Uefa Cup/Europa League: Να βγάλει στον τελικό τα δύο κορυφαία του ονόματα, τουλάχιστον με την ονομαστική αξία που προκύπτει από το παρελθόν: τα 6 ευρωπαϊκά (3 Πρωταθλητριών + 1 Τσάμπιονς Λιγκ + 1 Κυπελλούχων + 1 Ουέφα) του Άγιαξ, μαζί με τα 4 (1 Πρωταθλητριών + 2 Τσάμπιονς Λιγκ + 1 Κυπελλούχων), της Γιουνάιτεντ, βάλτε κι άλλα 7 συνολικά Διηπειρωτικά και Σούπερ Καπ, συνθέτουν μακράν το πιο λαμπερό ζευγάρι σε τελικό στην ιστορία της διοργάνωσης.

Μετά το χτύπημα στο Μάντσεστερ το βράδυ της Δευτέρας, αυτός που θα ήταν ο πιο λουσάτος τελικός θα διεξαχθεί έχοντας πάνω του μια ασήκωτη σκιά, και αναπόφευκτα οι της Γιουνάιτεντ, παίκτες και κόσμος, θα κουβαλούν μαζί τον αναστεναγμό της πόλης που έχει βυθιστεί στο πένθος.

Στα αγωνιστικά, από το Friends Arena της Στοκχόλμης το βράδυ της Τετάρτης (9.45 μ.μ.) θα λείπει η πιο ελκυστική φιγούρα, ο larger-than-life Ζλάταν σε σουηδικό μάλιστα έδαφος (εκεί όπου το 2012 είχε πετύχει ίσως το πιο σούπερ από τα απίθανα γκολ του  και ξανα μάλιστα ενάντια στον «πατρικό» του Άγιαξ. Όμως τα υπόλοιπα αστέρια των Red Devils, Πογκμπά, Ράσφορντ, Φελαϊνί, Μχιταριάν, Ρούνεϊ (;) και σία, μαζί με τα θαρρείς αιώνια πιτσιρίκια του Άγιαξ μ’ επικεφαλής τον 17άρη ακόμα σέντερ μπακ Ντε Λιχτ, τον εξτρέμ υιό (Τζάστιν) Κλάιφερτ και τον φλογερό στράικερ Ντόλμπεργκ, συν τους συγκριτικά εμπειρότερους χαφ Κλάασεν και Σένε, συνθέτουν ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό, που θα προσπαθήσει να συγκινήσει ποδοσφαιρικά το έτσι κι αλλιώς φορτισμένο κλίμα.

Ας δούμε συνοπτικά άλλους ιστορικά χαρακτηρισμένους τελικούς, που χάρισαν στους νικητές το πιο βαρύ (δεκάκιλο) κύπελλο που κυκλοφορεί στον ποδοσφαιρικό κόσμο:


O πιο ματωμένος τελικός: Γαλατασαράι-Άρσεναλ 0-0 (17/5/2000, Κοπεγχάγη)

Γενικά δύσκολο το αγγλοτουρκικό ματσάρισμα, έζησε τις πιο δύσκολες ώρες του τον Απρίλιο του 2000, ύστερα από το αίμα που κύλησε στην Κωνσταντινούπολη, με δύο οπαδούς της Λιντς να ξεψυχούν μαχαιρωμένοι στην Πλατεία Ταξίμ το βράδυ της παραμονής του 1ου ημιτελικού ΓαλατασαράιΛιντς για το Κύπελλο Ουέφα. Η Γαλατά προκρίθηκε φέρνοντας στο καπάκι μια νέα αγγλοτουρκική σύγκρουση, αυτή τη φορά στο ουδέτερο και θεωρητικά φιλήσυχο σκηνικό της Κοπεγχάγης. Η αντεκδίκηση τρέφει τον χουλιγκάνο και ποτισμένοι με αυτή την αντίληψη, αρκετές δεκάδες σεσημασμένοι από Σουόνσι, Κάρντιφ, Τσέλσι, Λιντς και Γκλάσγκοου Ρέιντζερς προχώρησαν σε μια «ιστορική» σύμπραξη με εκείνους της Άρσεναλ, και όλοι μαζί βρέθηκαν στην Κοπεγχάγη ψάχνοντας Τούρκους που κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος.

Όση οργάνωση κι αν προσπάθησε να επιδείξει, η έτσι κι αλλιώς άπειρη από τέτοια δανέζικη αστυνομία δεν κατάφερε να αποτρέψει άλλες τέσσερις –τουλάχιστον-, ευτυχώς όχι μοιραίες μαχαιριές, αλλά και εκτεταμένες συγκρούσεις στους δρόμους, που προκάλεσαν περίπου 20 ακόμα τραυματισμούς. Με κάποιο τρόπο το τραχύ σκηνικό μεταφέρθηκε και μέσα στις γραμμές του γηπέδου, όπου βγήκαν 9 κίτρινες κάρτες και μια απευθείας κόκκινη στο μεγαλύτερο αστέρι του ματς, τον 35άρη πια Γκεόργκι Χάτζι, για βίαιο χτύπημα στην πλάτη του βιβλικού Τόνι Άνταμς, σε μια επίσης παράταιρη συνάντηση της βαλκάνιας (ποδοσφαιρικής) αλητείας με το κλασικό βρετανικό sportsmanship. 0-0 και πέναλτι ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, η Γαλατά αποδείχτηκε πολύ πιο συγκεντρωμένη στη διαδικασία (4/4 έναντι 1/4), ο Φατίχ Τερίμ με τους Χακάν Σουκούρ, Ουμίτ, Αρίφ, Ποπέσκου, βέβαια Ταφαρέλ κ.ά. έφεραν το πρώτο –και μόνο μέχρι σήμερα- μεγάλο διασυλλογικό τρόπαιο στην Τουρκία, ενώ ο Αρσέν Βενγκέρ με μια δήλωσή του θύμισε κάτι που περίπου την ίδια εποχή είχε υποστηρίξει και ο τότε εκλέκτορας της ελληνικής εθνικής, Βασίλης Δανιήλ ύστερα από ματς με τη Γερμανία: «από τη στιγμή που ο αντίπαλος έμεινε με 10 παίκτες, μπόρεσε να αμυνθεί με μεγαλύτερη συγκέντρωση».  


Ο πιο αρτιστίκ τελικός: Μπαστιά-Αϊντχόφεν 0-0 (26/4/1978, Μπαστιά)

Στο ζευγάρι της σεζόν 1977-78, πιο μεγάλη ιστορία γράφτηκε στο 1ο σκέλος του τελικού, που μάλιστα έληξε 0-0. Ο λόγος ήταν ότι συνδέθηκε με το κινηματογραφικό αντίο του Ζακ Τατί, κορυφαίας μορφής του σινεμά και φανατικό φίλαθλο. Στα 71 του και σχεδόν απόμαχος κινηματογραφιστής, ο Τατί δέχτηκε την πρόταση του προσωπικού του φίλου και προέδρου της Μπαστιά, Ζιλμπέρ Τριγκανό, να φιλμάρει αυτό που φαινόταν ως το πιο χαρούμενο γεγονός στην ιστορία της κορσικανής «συμπρωτεύουσας» των 40.000 κατοίκων. Ένας κύκλος μεθυστικής ιλαρότητας που είχε ξεκινήσει με το Jour de Fête 30 χρόνια νωρίτερα, θα έκλεινε με μια πραγματική Μέρα Γιορτής (L’ Île En Fête, Το Νησί Γιορτάζει, ήταν ο υπαινικτικός υπότιτλος του φιλμ, που πήρε τον κύριο τίτλο Forza Bastia ’78). Κι αλήθεια, από το φθινόπωρο του ’77 όλο το νησί φαινόταν να ζει σ’ ένα διαρκές μεθύσι, που είχε ξεκινήσει από με τους διαδοχικούς αποκλεισμούς ισχυρών ομάδων όπως οι Σπόρτινγκ Λισαβόνας, Νιουκάστλ και Τορίνο, από το καμάρι της ιστορικής, πλην ταπεινής Σπορτίνγκ Κλαμπ ντε Μπαστιά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ύστερα από 60 χρόνια γενικής αφάνειας, η Μπαστιά είχε σηκώσει κεφάλι με παίκτες σαν τον παλιό σταρ του Άγιαξ Τζόνι Ρεπ, τον γάλλο διεθνή χαφ Ζαν Φρανσουά Λαριός και τον μαροκινό δεξιοτέχνη Μερί Κριμό. Το τελευταίο εμπόδιο, η PSV Αϊντχόφεν των αδελφών Φαν ντε Κέρχοφ και του πρώην κόουτς του ΠΑΟΚ Χούουμπ Στέφενς, τότε βράχου της άμυνας, φαινόταν εξίσου προσπελάσιμο. Στο παμπάλαιο γηπεδάκι Αρμάν ΣεζαρίΦουριανί» για τους περισσότερους, στο όνομα του περίχωρου που το φιλοξενεί), το αρνητικό ρεκόρ προσέλευσης, περίπου 15.000, στην ιστορία των τελικών Uefa/Europa League σημειώθηκε επειδή δεν γινόταν αλλιώς. Τιγκαρισμένο ως συνήθως κι ακόμα παραπάνω, το κλουβί της Μπαστιά έζησε άλλο ένα κλασικό πανηγύρι με ενισχυμένα ντεσιμπέλ, φωνές, κόρνες, βεγγαλικά, σημαίες , πανό, πιθανά και κάποιες απροσδιόριστης πρόελευσης μπαλωθιές που συχνά μπουμπούνιζαν από τα πέριξ. Έχοντας στο πλευρό του -σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη και μοντέρ- την κόρη του, Σοφί Τατισέφ, ο Τατί πήρε εικόνες από όλο το εικοσιτετράωρο πριν, στη διάρκεια και μετά τον τελικό, από το πρωί της 26ης έως εκείνο της 27ης Απριλίου του 1978, οι οποίες μονταρίστηκαν τελικά σε 26 περίπου λεπτά à la Tatiesque: ένας συνδυασμός από ήχους και ησυχίες μέσα σε μια αίσθηση τυχαιότητας, με χαμογελαστές, υπερ-αισιόδοξες φάτσες να στολίζουν τα μπαλκόνια, να γράφουν στους τοίχους, να κορνάρουν, να φωνάζουν από ντουντούκες, να πηγαίνουν στο γήπεδο. Το βράδυ ξέσπασε μια γερή μπόρα, που έβαλε ερωτηματικά στη διεξαγωγή του ματς. Τελικά οι ομάδες έπαιξαν, φέρνοντας ένα κάπως ειρωνικό 0-0.

Η ταινία τελειώνει με την τυπική μελαγχολία της επομένης ενός μεγάλου πάρτι: σκουπίδια παντού και μια βροντερή ησυχία. Κάπου εκεί τελείωσαν και τα χρυσά χρόνια της ομάδας της Μπαστιά, η οποία στον επαναληπτικό της Ολλανδίας ηττήθηκε, εξουθενωμένη και σχεδόν με κάτω τα χέρια (0-3). Το Φουριανί αργότερα (1992) συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του γαλλικού ποδοσφαίρου. Το φιλμ δεν προβλήθηκε ποτέ μέχρι το 2002, και αφού η Τατισέφ το είχε επεξεργαστεί εκ νέου, λίγο πριν τον θάνατό της.


Ο πιο αμφιλεγόμενος τελικός: Πάρμα-Μαρσέιγ 3-0 (12-5-1999, Μόσχα)


Χωρίς να αποτελεί κάποιον από τους παραδοσιακούς γίγαντες του κάλτσιο, η εξαφανισμένη σήμερα Πάρμα πέρασε μια φοβερή δεκαετία του 90, γεγονός που προφανώς συνδέεται με την εξαγορά της ομάδας από τη μεγάλη γαλακτοβιομηχανία Parmalat το 1991. Κάτοχοι ήδη ενός Κυπελλούχων (1993 κόντρα στην Αντβέρπ) κι άλλου ενός Ουέφα (1995, με περήφανο θρίαμβο κόντρα στη Γιουβέντους), οι τζιαλομπλού είχαν μπει στο μάτι των υπόλοιπων του ιταλικού βορρά, αξιώνοντας ακόμα και το πρωτάθλημα στην περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας των Μίλαν και Γιούβε.

Στον τελικό του Ουέφα το 1999, για πρώτη φορά στη Μόσχα της μετασοβιετικής εποχής, βρήκαν απέναντί τους τη Μαρσέιγ, που στεκόταν στα πόδια της μόλις 5 χρόνια μετά τον ντροπιαστικό υποβιβασμό-ταφόπλακα της θυελλώδους περιόδου Μπερνάρ Ταπί. Μια φουλ αστεράτη ομάδα, με αργεντίνικο κουαρτέτο Βερόν, Κρέσπο, Σενσίνι και Μπάλμπο, με Καναβάρο και Μπουφόν στα –σχετικά- μικράτα τους, επίσης με ιταλούς διεθνείς σαν τους Ντίνο Μπάτζο, Κιέζα και Φιόρε, με τους φρέσκους παγκόσμιους πρωταθλητές του 1998 Λιλιάν Τιράμ και Αλέν Μπογκοσιάν, και κερασάκι τον Φαουστίνο Ασπρίγια, αυτό που λένε τοπ-κλας ρόστερ βρέθηκε στα χέρια του τοπ-κλας γενικώς Αλμπέρτο Μαλεζάνι, οπότε δεν γινόταν κάτι άλλο εκτός από το τέλος της διαδρομής διά περιπάτου: από τη στιγμή μάλιστα που η Μαρσέιγ κατέβηκε στον τελικό με βαριές απώλειες (τέσσερις βασικοί της είχαν τιμωρηθεί ύστερα από τον επεισοδιακό ημιτελικό με τη Μπολόνια στην Ιταλία), αφού κιόλας το πρώτο γκολ ήταν δώρο του Λοράν Μπλαν, του πιο κλασάτου που της είχε απομείνει (παρτενέρ του στην άμυνα ο Πιέρ Ισά, 6-7 χρόνια προτού κατηφορίσει στο Γεντί-Κουλέ), το 3-0 ήρθε σαν φυσική συνέπεια. Φυσική, ή και λιγάκι τεχνητή;

Ένα βιντεάκι που κυκλοφόρησε αρκετά αργότερα, το 2005, έδειχνε τον Καναβάρο την παραμονή του τελικού σε κρεβάτι φυσικοθεραπευτηρίου να δέχεται ενέσεις στο μπράτσο σε θεατρινίστικο high mood. Μετά τον αρχικό σάλο, βεβαιώθηκε ότι η ουσία που έμπαινε μέσα ήταν η φωσφοκρεατίνη, αντιστρεσογόνο που παράγει μυϊκή ενέργεια. Δεν ήταν στις λίστες με τ’ απαγορευμένα, κι άρα δεν δόθηκε καμία συνέχεια.     


Ο πιο άκυρος τελικός: Βαρκελώνη ΧΙ – Λονδίνο ΧΙ 6-0 (1/5/1958, Βαρκελώνη)


Άκυρος στην κυριολεξία, δηλαδή χωρίς κύρος για την Uefa, που ποτέ δεν υιοθέτησε το Κύπελλο Εκθέσεων (Inter-Cities Fairs Cup) έστω σαν νόθο της παιδί, έμεινε πάντως να θεωρείται γενικός «προπομπός» του Uefa Cup/Europa League, με 16χρονη πορεία από το 1955 μέχρι το 1971. Ουσιαστικά ιδιωτική πρωτοβουλία των τριών βασικών εμπνευστών της, η διοργάνωση είχε σαν αρχικό κόνσεπτ τη διεξαγωγή αγώνων στο πλαίσιο μεγάλων διεθνών εμπορικών εκθέσεων, άρα και ο προγραμματισμός ήταν, με τα σημερινά δεδομένα, σχεδόν χαοτικός: τα 16 συνολικά ματς της φάσης των ομίλων ολοκληρώθηκαν σε 2 χρόνια, παράλληλα με τις αντίστοιχες εκθέσεις, ενώ περίπου άλλον έναν χρόνο πήρε μέχρι να διαξαχθούν τα ημιτελικά κι ο διπλός τελικός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Επίσης εκτός σημερινής λογικής, το γεγονός ότι δινόταν περιθώριο είτε για τη συμμετοχή μεμονωμένων συλλόγων είτε μικτών αντιπροσωπευτικών ομάδων πόλεων, πάντα με την προϋπόθεση ότι εκεί διοργανώνονταν εκθέσεις. Στο τέλος της μακρόσυρτης διαδρομής για το πρώτο τρόπαιο βρέθηκαν οι «11 της Βαρκελώνης», που ουσιαστικά ήταν αυτούσια η Μπαρτσελόνα αφού η Εσπανιόλ αρνήθηκε να συμπράξει, και οι «11 του Λονδίνου», μια εντελώς ανάμικτη ομάδα, που περιείχε παίχτες από Άρσεναλ, Τότεναμ, Τσέλσι, Φούλαμ, Γουέστ Χαμ, Μπρέντφορντ και Λέιτον Όριεντ (στους προηγούμενους γύρους είχαν συμμετάσχει κι άλλοι από διαφορετικές ομάδες , συμπληρώνοντας το παζλ της πόλης). Και μόνο από την άποψη της οικειότητας αν το δεις, οι Ισπανοί είχαν ένα προβάδισμα, το οποίο επιβεβαιώθηκε στη ρεβάνς του 2-2 του Στάμφορντ Μπριτζ, ένα επιβλητικό 6-0 την Πρωτομαγιά του 1958 στο Καμπ Νου, με πρωταγωνιστές κυρίως τους μύθους της εποχής Λουίς Σουάρεθ και Εβαρίστο ντε Μασέντο.

Από τότε χρονολογείται το ντιμπέιτ αν αυτός πρέπει να θεωρείται ή όχι ο πρώτος διεθνής τίτλος της Μπάρτσα, ή αν ανήκει στην πόλη, ή αν είναι ανεπίσημος κ.λπ. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το πρώτο ματς στην ιστορία του Κυπέλλου Εκθέσεων, ένα Βασιλεία XI-Λονδίνο XI 0-5, πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1955, ακριβώς τρεις μήνες πριν από το παρθενικό Σπόρτιγκ Λισαβόνας-Παρτιζάν Βελιγραδίου 3-3 για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, ορίστε λοιπόν κι άλλο ένα ντιμπέιτ, να κατοχυρωθεί από πού ξεκίνησαν όλα.    


Ο πιο πολυπληθής τελικός: Ρεάλ Μαδρίτης-Βιντεότον 0-1 (22/5/1985, Μαδρίτη)

Το σημερινό Νο1 της λίστας της Uefa, με το αντίστοιχο 175 συναντήθηκαν στον διπλό τελικό πριν από 32 χρόνια, σκηνικό προφανώς αδύνατο να επαναληφθεί στο ορατό μέλλον –έτσι κι αλλιώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξαναβρεθούν οι δυο τους, καθώς η Βιντεότον –που αναγεννήθηκε πάντως τελευταία- πρέπει πρώτα να βρει τον τρόπο να τρυπώσει στο Τσάμπιονς Λιγκ. Και τότε υπήρχε διαφορά μεταξύ τους, αλλά ασφαλώς πολύ μικρότερη και η συμμετοχή ομάδων από το τρίζον ανατολικό μπλοκ σε τελικούς προβλεπόταν ακόμα κι από χώρες εκτός ΕΣΣΔ. Για να φτάσει μέχρι το τέλος στο Ουέφα, που τότε διεξαγόταν με συμμετοχή 64 ομάδων κι απανωτούς νοκ-άουτ γύρους, έναν παραπάνω από τις άλλες δύο διοργανώσεις, η άσημη ουγγρική ομάδα προσπέρασε κι άλλους αντίπαλους που επίσης σήμερα μάλλον δεν θα σκεφτόταν καν να κοντράρει, σαν τις Παρί Σ.Ζ. και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

H Ρεάλ της εποχής φημιζόταν για τις μεγάλες ανατροπές που πετύχαινε στις εντός έδρας ρεβάνς, κάτι που ταυτόχρονα σήμαινε ότι η εικόνα της μακριά από το Μπερναμπέου ήταν σχεδόν απελπιστική: έτσι και τη σεζόν εκείνη, τα έβγαλε πέρα με ήττες 1-3 από τη Ριέκα, 0-3 από την Άντερλεχτ και 0-2 από την Ίντερ, επικρατώντας στη Μαδρίτη με 3-0, 6-1 και 3-0 αντίστοιχα. Ωστόσο στον διπλό τελικό το σκηνικό αντιστράφηκε και στο πρώτο, εκτός έδρας σκέλος στο Ζέκες Φεχερβάρ, την πόλη-έδρα της Βιντεότον στην κεντρική Ουγγαρία, η Ρεάλ έκανε παρέλαση μ’ ένα εύκολο 0-3. Περίπου τόσοι σαν τους κατοίκους του Ζέκες Φεχερβάρ, λίγο λιγότεροι από 100.000 δηλαδή, μαζεύτηκαν στο Μπερναμπέου 15 μέρες μετά, σημειώνοντας ρεκόρ για τελικούς Ουέφα, απλά για να πανηγυρίσουν το τρόπαιο που είχε ουσιαστικά κατακτηθεί. Όμως οι τότε σούπερ-σταρ των Μερένγκες της προ-γκαλάκτικο εποχής, Μίτσελ, Σαντιγιάνα και Βαλντάνο, σκόρερ του πρώτου ματς, συν τον γύπα Μπουτραγένιο, εμφανίστηκαν μάλλον υπερβολικά χαλαροί – κάτι που φάνηκε ειδικά από τον τρόπο που ο Βαλντάνο χτύπησε ένα πέναλτι, σιγανά και πάνω στον διεθνή γκολκίπερ Ντιστλ, με την τρομερή ξανθιά γενειάδα. Στο 86′ το 10άρι των Ούγγρων, Λάγιος Μάγιερ έκανε το σουτ της ζωής του λίγο έξω από την περιοχή, βρήκε λίγο και στον Σαντσίς και τίναξε το δίχτυ του Μιγκέλ Άνχελ.

Ένας από τους πιο αυθεντικά χαρούμενους πανηγυρισμούς της ιστορίας, γι’ αυτό που ο ίδιος ο Μάγερ περιέγραφε αργότερα σαν «τίποτ’ άλλο, εκτός από παραμύθι», σημάδεψε εκείνη τη βραδιά, που γέμισε με μια σχετική αμηχανία τον μαδριλένικο αέρα την ώρα που η βασίλισσα σήκωνε το πρώτο της «παρακατιανό» Ουέφα. Ο θρυλικός Ούγγρος σκόρερ ατύχησε βρίσκοντας τον θάνατο σε τροχαίο το 1998.


Ο πιο ελληνικός τελικός: Νάπολι-Στουτγάρδη 2-1 (3/5/1989, Νάπολη)

Οκ, ελληνική ομάδα δεν τα έχει καταφέρει μέχρι το τέλος (η ΑΕΚ το πλησίασε το 1977), τελικός Ουέφα/Γιουρόπα δεν έχει διεξαχθεί εδώ (σε αντίθεση με 3 Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς και 3 Κυπελλούχων), έλληνας παίκτης έχει μεν αγωνιστεί σε τελικό, αλλά με ανεπαίσθητη συμμετοχή (ο Αλέξανδρος Τζιόλης στα τελευταία 17 λεπτά της παράτασης στην ήττα της Βέρντερ Βρέμης από τη Σαχτάρ Ντόνετσκ με 1-2, στο τελευταίο ματς με την επωνυμία Κύπελλο Ουέφα το 2009 στην Κωνσταντινούπολη), οπότε η πιο χαρακτηριστική ελληνική παρουσία δεν ήταν άλλη από τη διαιτησία του Μιχάλη Γερμανάκου στο 1ο σκέλος του τελικού της Νάπολι με τη Στουτγάρδη. 3 Μαΐου του ’89, με 80 και βάλε χιλιάδες κόσμο στο Σαν Πάολο, οι Γερμανοί είχαν αιφνιδιάσει με γκολ νωρίς, μια καραβολίδα του ιταλικής καταγωγής τεντέσκου Μαουρίτσιο Γκαουντίνο, κι έδειχναν να το κρατάνε με σχετική ψυχραιμία.

Στο 68′ του ματς έγινε μια πολύ σπάνια φάση, στην οποία φαίνονται τρεις διαφορετικοί παίκτες να χρησιμοποιούν παράτυπα το χέρι τους: μία ο Καρνεβάλε σε κάτι-σαν-κεφαλιά-πάσα προς τον Μαραντόνα, μία (ολοφάνερη) ο Ντιέγκο για να μη του φύγει το κοντρόλ στο πλάι της μικρής περιοχής και μία –μάλλον η πιο αθώα εξ επαφής- του γερμανού μπακ Σέφερ, με τον αείμνηστο πειραιώτη ρέφερι να υποδεικνύει πέναλτι, λυγισμένο προφανώς από το νεύμα (maaaanooo!) του Μαραντόνα και την πίεση της έδρας, πιθανά και την κλασική ελληνική προτίμηση στις ιταλογερμανικές κόντρες. Ευστοχώντας ο Ντιέγκο πέτυχε το μοναδικό του γκολ σε ευρωπαϊκό τελικό, η Νάπολι κατάφερε να πάρει το ματς με τον Καρέκα στο 87′, και ήταν πολύ πιο πειστική στη ρεβάνς της Στουτγάρδης, όπου και προηγήθηκε 3-1 (τελικό 3-3). Σαφώς φάλτσο, πάντως όχι και καθοριστικό σφύριγμα, ένα περιστατικό που συχνά αναφέρεται σαν 2ο Mano di Dio και, όπως και το 1ο, μοιάζει με απαραίτητο συμπλήρωμα των μαραντονικών θριάμβων, προορισμένων από τη μοίρα να καλύπτουν το άθλημα σχεδόν σε όλο του το φάσμα.

 


Ο πιο low-budget τελικός: Νταντί Γιουνάιτεντ-Γκέτεμποργκ 1-1 (20-5-1987, Νταντί)

Αδιανόητο πραγματικά ζευγάρωμα με τα σημερινά δεδομένα, πιθανά το πιο αντιεμπορικό της ιστορίας, το 270 με το 181 της τρέχουσας κατάταξης βρέθηκαν στον διπλό τελικό της σεζόν 1986-87, που ολοκληρώθηκε σ’ ένα γήπεδο που πρωτοάνοιξε τις πόρτες του το 1882, το Τάνανταϊς Παρκ του Νταντί. Βέβαια τότε όλα αυτά δεν φαίνονταν τόσο αλλόκοτα, έτσι κι αλλιώς η Γκέτεμποργκ, παρόλο που οι παίκτες της αποκαλούνταν ακόμα «ερασιτέχνες», είχε ήδη καταπλήξει με τη σαρωτική της επικράτηση στο Ουέφα του 1982 απέναντι στο πανίσχυρο Αμβούργο (που την επόμενη χρονιά πήρε το Πρωταθλητριών) και ήταν σταθερά ανταγωνιστική σ’ ολόκληρη τη δεκαετία (αξέχαστες και οι δραματικές συγκρούσεις της με τον Παναθηναϊκό, που τελικά της πήρε και τον κόουτς, Γκίντερ Μπένγκτσον), ενώ από την άλλη τον ίδιο καιρό υπήρχαν και φανταστικές σκοτσέζικες ομάδες ακόμα και πλην των Σέλτικ-Ρέιντζερς, όπως επιβεβαίωσε το καταπληκτικό επίτευγμα της Αμπερντίν του (όχι ακόμα τότε Σερ) Άλεξ Φέργκιουσον να πάρει το Κυπελλούχων του 1983 απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης. Φουλ σκοτσέζοι ενάντια σε φουλ σουηδούς (δεν αγωνίστηκε ούτε ένας παίκτης από άλλη χώρα και στα δύο ματς), σκηνικό πολύ περισσότερο ανάγκης παρά επιλογής, που ωστόσο δίνει στον σημερινό θεατή την αίσθηση αγώνα γειτονιάς, σε μια περίοδο που οι πολύ ισχυροί είχαν ακόμα τον περιορισμό των δύο ξένων (και αμέτρητων νατουραλιζέ), αλλά και οι πρώην ανίσχυροι είχαν σιγά-σιγά φτάσει σε επαγγελματικά επίπεδα δουλειάς.

Έτσι η Νταντί Γιουνάιτεντ είχε πετάξει εκτός τις Γκλάντμπαχ και Μπαρτσελόνα και η Γκέτεμποργκ την Ίντερ, και τελικά σε δύο κλειστά ματς (1-0 το σκορ του 1ου) το ελαφρύ προβάδισμα των Σουηδών –λόγω γενικότερης πορείας- επιβεβαιώθηκε, με τους σκοτσέζους οπαδούς να μένουν στο Τάνανταϊς τραγουδώντας για αρκετές ώρες μετά τη λήξη του ματς. Απ’ όλες τις συγκρίσεις με το σήμερα, η πιο μελαγχολική εικόνα βγαίνει από γεγονότα σαν την αναβολή του ΓκέτεμποργκΑΪΚ Σόλνα, για το σουηδικό πρωτάθλημα την περασμένη εβδομάδα πριν, λόγω καταγγελιών χειραγώγησής του.


O πιο τοπικός τελικός: Πόρτο-Μπράγκα 1-0 (18/5/2011, Δουβλίνο)

47 χιλιόμετρα, όσο από την Αθήνα στην Ανάβυσσο, χωρίζει το μεγάλο λιμάνι του Πόρτο στον πορτογαλικό βορρά από την ακόμα πιο βόρεια πόλη της Μπράγκα, το πρώτο πορτογαλικό ζευγάρι και οι πιο κοντινές τοποθεσίες που βρέθηκαν αντιμέτωπες στην ιστορία των τελικών του Ουέφα/Γιουρόπα. Σαφώς από τα λιγότερο ελκυστικά ταιριάσματα (πόσο θα συγκινούσε λ.χ. την υπόλοιπη Ευρώπη ένας τελικός ΠΑΟΚ-Ξάνθη;), έτυχε να διεξαχθεί στο Δουβλίνο συνιστώντας το πιο ακριτικό δυτικοευρωπαϊκό ραντεβού για κούπα. Η βολική τοποθεσία (2 ώρες με τ’ αεροπλάνο από το Πόρτο), προφανώς συντέλεσε ώστε το Aviva Stadium να φιλοξενήσει περίπου 20.000 φίλους των δύο ομάδων, από τις 45.000 συνολικά θεατές –παρόλο που η έτσι κι αλλιώς μικρή Μπράγκα των 130.000 κατοίκων δεν μπόρεσε να εξαντλήσει το μερτικό των 12.000 εισιτηρίων που της αναλογούσε.

Το ματς δεν ήταν από τα αξέχαστα, ωστόσο κρίθηκε από μια εκπληκτικής δεξιοτεχνίας κεφαλιά του Ρανταμέλ Φαλκάο, που έτσι σφράγισε μια οργιώδη σεζόν με ακατάρριπτο ρεκόρ σκοραρίσματος στην ιστορία της διοργάνωσης (17 γκολ). Τελικούς ομάδων από την ίδια χώρα βρίσκεις διάσπαρτους στην ιστορία, από την εποχή του Εκθέσεων (πρώτο το Βαλένθια-Μπαρτσελόνα 6-2 & 1-1, το 1962), ωστόσο δεν έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο του ΡεάλΑτλέτικο (Τσάμπιονς Λιγκ 2014 & 2016), με αντίπαλους από την ίδια πόλη. Μάλιστα στο 1ο Uefa Cup (1971-72), ο τελικός ήταν ΤότεναμΓουλβς (180 περίπου χλμ απόσταση), ενώ το σκηνικό των τελικών από την ίδια χώρα έχει επαναληφθεί 7 ακόμα φορές, κυρίως ανάμεσα σε ομάδες από την Ιταλία. Αντίθετα, λόγω διαφορετικής μορφής της διοργάνωσης, το Τσάμπιονς Λιγκ γνώρισε τον πρώτο του –άχαρο για το ευρύ κοινό- «εμφύλιο» τελικό το 2000 (Ρεάλ-Βαλένθια 3-0, στο Παρίσι), όταν πια είχε αρχίσει να φιλοξενεί μέχρι και 4 ομάδες από τις πιο ισχυρές βαθμολογικά χώρες.


O πιο απομακρυσμένος τελικός: Σεβίλλη-Ντνίπρο 3-2 (27/5/2015, Βαρσοβία)

Αντίθετα, ποτέ δεν έχουν συναντηθεί σε κανέναν ευρωπαϊκό τελικό δύο κόσμοι τόσο μακρινοί όσο της Σεβίλλης και του Ντνιπροπετρόφσκ, καθώς η απόσταση που χωρίζει την (νοτιοδυτική) ισπανική από την (κεντροανατολική) ουκρανική πόλη φτάνει μέχρι τα 4.593 χλμ. Το ραντεβού της Σεβίλλης με την Ντνίπρο το 2015 πραγματοποιήθηκε στη Βαρσοβία, σαφώς πιο κοντινό στους Ουκρανούς προορισμό, που ωστόσο είχαν όλη τη χρονιά την ταλαιπώρια να παίζουν τους αγώνες τους στο Κίεβο, και όχι στην εμπόλεμη ανατολική ζώνη, στη φούρια τότε του ρωσικού ντου στην Κριμαία. Επίσης αντιτουριστικό ζευγάρωμα, η Uefa έχει βρει πάντως τον τρόπο να γεμίζει τα γήπεδα των τελικών ανεξάρτητα από τα ονόματα –το ματς πάντως δεν ήταν κακό: η Ντνίπρο που είχε εκπλήξει αποκλείοντας αρχικά τον Ολυμπιακό, πόσο μάλλον στη συνέχεια τον Άγιαξ και τη Νάπολι, προηγήθηκε νωρίς με κοντινή κεφαλιά του Κάλινιτς, η Σεβίλλη απάντησε παίρνοντας κεφάλι μέσα σ’ ένα τρίλεπτο (28-31′) με τους Κριτσόβιακ και Μπάκα, ενώ ένα φάουλ του αρχηγού -παλιοσειράς Ροτάν έκλεισε το ημίχρονο μ’ ένα εντυπωσιακό κι απρόσμενο 2-2.

Τελικά όπως και το 2011 ένας κολομβιανός στράικερ ήταν καθοριστικός, και με το 2ο του σεντερφορίσιο γκολ ο Κάρλος Μπάκα έκρινε το ματς περίπου ένα 15λεπτο πριν τη λήξη, χαρίζοντας το 4ο σε ισάριθμους τελικούς τρόπαιο Uefa/Europa στους Ανδαλουσιάνους. Με την ήττα της η Ντνίπρο έσπασε ένα αξιοπρόσεκτο ουκρανικό 3 στα 3 σε τελικούς (2 φορές η Ντιναμό Κιέβου και μία η Σαχτάρ Ντόνετσκ, σε Κυπελλούχων και Ουέφα αντίστοιχα). Χαρακτηριστικό του τελικού αυτού, η παρουσία τριών παικτών που φέτος αγωνίστηκαν στην ελληνική Σουπερλίγκα (οι Λέο Μάτος και Σακόφ αγωνίστηκαν κιόλας με τους ηττημένους, ενώ ο Ντιόγκο Φιγκέιρας πανηγύρισε από τον πάγκο). 10 χρόνια νωρίτερα, στον τελικό του 2005, η απόσταση που χώριζε τους δύο διεκδικητές ήταν ελάχιστα μικρότερη, 4.561 χλμ. Ωστόσο, παρόλο που η μοσχοβίτικη ΤΣΣΚΑ χρειάστηκε να ταξιδέψει στην έδρα του αντίπαλού της, το στάδιο Ζοζέ Αλβαλάντε της Σπόρτιγκ Λισαβόνας, πέτυχε έναν καθαρό θρίαμβο, με 3-1.  


Ο πιο τρελός τελικός: Λίβερπουλ-Αλαβές 5-4 (16/5/2001, Ντόρτμουντ)

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η Λίβερπουλ έχει εμπλακεί σε κορυφαία γεγονότα του αθλήματος, αρνητικά (Χέιζελ, Χίλσμπορο) και θετικά –τουλάχιστον για την ίδια- όπως οι θρίαμβοι της δοξασμένης περιόδου 1975-84, αλλά και ο αξέχαστος τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Μίλαν το 2005 στην Κωνσταντινούπολη. Κι αν εκείνο το 3-0 που έγινε 3-3 κι ανατράπηκε ολικά με τα πέναλτι έχει μείνει μάλλον σαν ο πιο συναρπαστικός τελικός του μεγάλου τουρνουά, το ραντεβού της με τη Ντεπορτίβο Αλαβές τέσσερα χρόνια νωρίτερα για τον τελικό του Ουέφα στο Ντόρτμουντ, ξέφυγε μάλλον από τα όρια του συναρπαστικού, αγγίζοντας εκείνα του ποδοσφαιρικού σουρεαλισμού. Με πολλά εγχώρια αστέρια στη σύνθεσή της, Τζέραρντ, Όουεν, Κάραχερ, Φάουλερ, Μέρφι, Χέσκι, πολύ αγγλοτραφείς ενισχύσεις από το εξωτερικό (Χίπια, Χάμαν, Σμίτσερ, Μπέργκερ, Ανσό) και γενικό πλέι-μέικερ τον Γκάρι Μακ Άλιστερ, έναν 37άρη σκοτσέζο, η Λίβερπουλ του Ζεράρ Ουγιέ είχε τουλάχιστον ξεκάθαρο στίγμα στερούμενη βέβαια τη μεγάλη κλάση που θα έκανε τη διαφορά, αντιμετωπίζοντας έναν από τους πολλούς ισπανικούς κομήτες της εποχής (τότε που η Λα Κορούνια στεφόταν πρωταθλήτρια της La Liga και οι Ατλέτικο και Σεβίλλη υποβιβάζονταν).

Εντελώς αουτσάιντερ, οι Βάσκοι της Βιτόρια στην πρώτη –και μόνη- τους μεγάλη ευρωπαϊκή καμπάνια είχαν πετύχει ένα εκπληκτικό συνολικό 9-2 απέναντι στην Καϊζερσλάουτερν στα ημιτελικά, γεγονός που εκ των υστέρων φάνηκε ενδεικτικό: παρά το ότι έμεινε πίσω στο σκορ νωρίς με 0-2, η Αλαβές ρίσκαρε με τον κόουτς Μανέ να μετατρέπει το 5-4-1 σε 4-4-2 στο 22′ βγάζοντας τον νορβηγό σέντερ μπακ Έγκεν και περνώντας στη θέση του τον ουρουγουανό στράικερ Ιβάν Αλόνσο, ο οποίος και σκόραρε τέσσερα λεπτά αργότερα. Από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις όπου και τα δύο ημίχρονα είχαν πολλά γκολ, το 3-1 του πρώτου 45λεπτου είχε ήδη γίνει 3-3 στο 49’, με τον Κοσμίν Κόντρα, τον ρουμάνο μπακ της Αλαβές να οργιάζει από τα δεξιά. Στα μισά περίπου του β’ ημιχρόνου ο Ουγέ άλλαξε τον βαρύ Χέσκι με τον Φάουλερ, ο οποίος σκόραρε λίγα λεπτά αργότερα ένα γκολ που φαινόταν καθοριστικό, μέχρι που ο γιος Κρόιφ ισοφάρισε στο 88′ πηδώντας ολομόναχος για κεφαλιά από κόρνερ. Το 4-4 έσπασε 6 λεπτά πριν το τέλος της παράτασης με χρυσό αυτογκόλ του Χέλι, ύστερα από αδιάφορη εκτέλεση φάουλ του Μακ Άλιστερ, ο οποίος μπορεί να θύμιζε λιγάκι Νοσφεράτου, είχε όμως εμπλοκή σε 4 από τα 5 γκολ της Λίβερπουλ , άρα και ήταν άξιος για τον τίτλο του Man of the Match.     

Στην περίοδο πάντως των διπλών τελικών (1971-1997) η Μπάγερ Λεβερκούζεν είχε πετύχει μια ανατροπή αλά Λίβερπουλ, έστω σε 180 λεπτά, γυρνώντας το 0-3 του πρώτου ματς με την Εσπανιόλ με 3-0 και επικρατώντας στη συνέχεια στα πέναλτι. Ήταν τόσο χαμηλή η πίστη που τη βραδιά του μεγάλου θριάμβου (18/5/1988) οι γερμανοί φαν δεν είχαν καν γεμίσει το γήπεδό τους, Ούλριχ Χάμπερλαντ.

Αντρέας Κίκηρας

Share
Published by
Αντρέας Κίκηρας