Ο επιστημονικός αποκλεισμός της Ρωσίας δεν συνέβη ούτε στον Ψυχρό Πόλεμο

«Φθάσαμε στον αιώνα των πυρηνικών όλοι με την ίδια βάρκα, μια κίνηση του ενός, θα επηρεάσει τους πάντες. Οπότε είμαστε καταδικασμένοι να δουλέψουμε μαζί για να συνεργαστούμε»: Τα λόγια αυτά που του είχε απευθύνει Ρώσος επιστήμονας χαράχτηκαν τόσο βαθιά στη μνήμη του πρώην διευθυντή του αμερικανικού Εθνικού Εργαστηρίου Άμυνας του Λος Άλαμος και μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Ζίγκρφριντ Χέκερ, που έγιναν τίτλος στο βιβλίο του για το πώς Αμερικανοί και Ρώσοι επιστήμονες συνεργάστηκαν στενά για να αποτρέψουν ένα πυρηνικό ατύχημα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Στο «Καταδικασμένοι να Συνεργαστούμε», ο Χέκερ περιγράφει λοιπόν πώς αυτή η συνεργασία απέτρεψε μια πυρηνική καταστροφή ενώ είχε ενταθεί η ανησυχία μήπως μέσα στο χάος που ακολούθησε την πτώση της ΕΣΣΔ, τα χιλιάδες πυρηνικά της χώρας έπεφταν σε λάθος χέρια (τρομοκρατών, κοινών εγκληματιών, κρατών-παριών), κι όλος ο πλανήτης γινόταν στάχτη και μπούρμπερη.   

Ο Χέκερ καταλήγει πως ενώ ελήφθησαν τότε σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, ήταν τελικά η συνεργασία μεταξύ των χιλιάδων Αμερικανών και πρώην Σοβιετικών επιστημόνων και μηχανικών, την οποία αποκαλούσαν συνεργασία εργαστήριο-με-εργαστήριο, που έκανε τις δύο υπερδυνάμεις (πρώην πλέον η μία) να υπερβούν τις διαφορές τους και να διασφαλίσουν ότι ο πλανήτης θα επιβίωνε. 

Τι θα σκεφτόταν άραγε αυτός ο έμπειρος επιστήμονας όταν στις 8 Μαρτίου ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών CERN ανακοίνωνε ότι «παγώνει» κάθε νέα συνεργασία με ρωσικούς επιστημονικούς φορείς ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία; Το ινστιτούτο μάλιστα ανέστειλε και τη θέση της Ρωσίας ως παρατηρητή στο διοικητικό του συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από 23 χώρες με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία να έχουν επίσης θέση παρατηρητή (χωρίς δηλαδή δικαίωμα ψήφου). 

To CERN διαθέτει τον μεγαλύτερο επιταχυντή σωματιδίων στον κόσμο και έχει στους κόλπους του επιστήμονες από 100 χώρες. Και δεν είναι το μόνο που απομονώνει επιστημονικά τη Ρωσία. Το κορυφαίο αμερικανικό Πανεπιστήμιο ΜΙΤ διέκοψε τη συνεργασία του με το αγγλόφωνο ρωσικό Ινστιτούτο Επιστήμης και Τεχνολογίας Σκόλκοβο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να αναστείλει τη συμμετοχή της Ρωσίας στο νέο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Horizon Europe, τα εθνικά συμβούλια ερευνών χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία πάγωσαν τη συνεργασία τους με τη Μόσχα. Ταυτόχρονα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) καταδίκασε τη ρωσική εισβολή και η ευρωρωσική αποστολή ExoMars που ήταν να εκτοξευθεί φέτος στον Άρη, ανεστάλη.

Ωστόσο, η απόφαση του CERN έχει ίσως τη μεγαλύτερη βαρύτητα σε επίπεδο συμβολισμού. Κι αυτό γιατί το ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1954 για να φέρει κοντά τις χώρες της ρημαγμένης από τον πόλεμο Ευρώπης – και τα αποτελέσματα ήταν συγκλονιστικά: ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων του κυριαρχεί στη Φυσική των Σωματιδίων. Η ανακάλυψη του μποζονίου του Χιγκς ή «σωματιδίου του θεού» από τον επιταχυντή σηματοδότησε μια επανάσταση. Και ο παγκόσμιος ιστός, που επίσης εφευρέθηκε από το CERN, άλλαξε τη ζωή μας κυριολεκτικά για πάντα. 

Κι η ρωσική πλευρά, όμως, φαίνεται πως προσπαθεί να αντεπιτεθεί. Για παράδειγμα, ο γενικός διευθυντής του Roscosmos  (του ρωσικού διαστημικού προγράμματος για το οποίο ο Πούτιν απαγόρευσε τη δημοσιογραφική κάλυψη πριν λίγα χρόνια) Dmitry Rogozin έχει απειλήσει επανειλημμένως ότι η Ρωσία μπορεί να σταματήσει τη συνεργασία της στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό. «Αν σταματήσετε τη συνεργασία μαζί μας, ποιος θα σώσει τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό από μια ‘αδέσποτη’ τροχιά στο έδαφος των ΗΠΑ ή της Ευρώπης;» είπε μετά την ανακοίνωση νέων κυρώσεων από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν «που θα υποβαθμίσουν την αεροδιαστημική βιομηχανία [της Ρωσίας], περιλαμβανομένου του διαστημικού της προγράμματος».  Επιπλέον, η Ρωσία ανέστειλε την εκτόξευση του πυραύλου της Soyuz από την ευρωπαϊκή βάση της γαλλικής Γουϊάνα και σταμάτησε τη συνεργασία με τη NASA σε μια πλανητική αποστολή. 

Επιστημονικές ανταλλαγές ΗΠΑ-ΕΣΣΔ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο

Οι εξελίξεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μαρτυρούν αναμφισβήτητα ότι διασχίζουμε μέσα από τη βία και το αίμα, προς μια νέα, δυσοίωνη εποχή. Η συσπείρωση, όχι μόνο εναντίον της ρωσικής κυβέρνησης –όπως θα ήταν αναμενόμενο και λογικό- αλλά συλλήβδην εναντίον οτιδήποτε ρωσικού περιλαμβανομένων και πανανθρώπινων αξιών όπως ο Ντοστογέφσκι, έχει κάνει αρκετούς να αναφέρονται σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. 

Γνωρίζουν, όμως, όσοι χαρακτηρίζουν έτσι την παρούσα περίοδο, ότι ακόμα και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου οι δύο υπερδυνάμεις είχαν φροντίσει να κρατήσουν ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας σε επιστήμη, τέχνη και εκπαίδευση; 

Οι ανταλλαγές επιστημονικών ομάδων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ξεκίνησαν από πολύ νωρίς, ήδη από το 1958, με τη συμφωνία Lacy-Zarubin, που προέβλεπε επίσης πολιτιστικές και εκπαιδευτικές ανταλλαγές, όπως κοινές πρεμιέρες, εβδομάδες σινεμά, επισκέψεις από σοβιετικές και αμερικανικές αντιπροσωπείες, ανταλλαγές ταινιών και συμπαραγωγές. Σε επιστημονικό επίπεδο, προβλεπόταν συνεργασία για το Διάστημα και την Ιατρική και καθορίζονταν οι όροι για τις ανταλλαγές μεταξύ των δύο μερών, οι οποίοι έπειτα παγιώθηκαν στη συμφωνία Interacademy Scientific Exchanges, ανανεωνόμενης κάθε δυο-τρία χρόνια. Τις επόμενες δεκαετίες, η συμφωνία θα τηρούνταν ευλαβικά. Για τελευταία φορά ανανεώθηκε το 1984. Εάν μια αμερικανική αντιπροσωπεία επισκεπτόταν τη Σοβιετική Ένωση για ένα κοινό συνέδριο, έπειτα μια σοβιετική αντιπροσωπεία θα επισκεπτόταν τις ΗΠΑ για ένα αντίστοιχο κοινό συνέδριο. 

Και ήταν επίσης στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου -κι ενώ είχε προηγηθεί η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα που έφερε την ανθρωπότητα στο κατώφλι ενός πυρηνικού ολέθρου- όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον και ο Ρώσος πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν συμφώνησαν ότι, παρά τις διαφορές τους, οι χώρες τους θα συνεργάζονταν στο επιστημονικό πεδίο. 

Απότοκο αυτής της συμφωνίας ήταν, για παράδειγμα, η ίδρυση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων (International Institute for Applied Systems Analysis / IIASA) στο Λάξενμπουργκ της Αυστρίας, που παραμένει μέχρι σήμερα κραταιό.  

Ο Τζόνσον φέρεται να είχε την ιδέα για το ινστιτούτο το 1966, ως μία ακόμα πρωτοβουλία που θα έχτιζε γέφυρες με την ΕΣΣΔ. Ο στόχος ήταν να έρθουν κοντά ερευνητές από διάφορες χώρες για να μελετήσουν προβλήματα κοινά στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος, η ιατρική περίθαλψη, η κίνηση στους δρόμους. Το IIASA τελικά ιδρύθηκε το 1972 διευρυμένο, από δώδεκα χώρες, με οικονομική υποστήριξη από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. 

Πρόεκυπταν βέβαια κάποτε προβλήματα σε αυτά τα εγχειρήματα εξαιτίας της ψυχροπολεμικής πόλωσης. Για παράδειγμα, η πρόσληψη επιστημόνων από την Τσεχοσλοβακία στον IIASA ήταν δύσκολη γιατί υπήρχε ο φόβος ότι οι καλοί επιστήμονες μπορεί να αυτομολούσαν στη Δύση. Πράγματι, κάποιοι Σοβιετικοί φέρονται να πλησίασαν τη διεύθυνση του ινστιτούτου με τέτοιους σκοπούς, αλλά εκείνη τους αποθάρρυνε. Γιατί αντιλαμβάνονταν όλοι ότι ένα τέτοιο περιστατικό αρκούσε για να καταπνίξει την προσπάθεια επιστημονικής συνεργασίας εν τη γενέσει της. 

Το 1981 το τελευταίο τεύχος του βρετανικού εβδομαδιαίου περιοδικού Now! δημοσίευσε άρθρο στο οποίο υποστηριζόταν ότι ο τότε γραμματέας Εξωτερικών Σχέσεων του IIASA Σοβιετικός Arkady Belozerov ήταν αναμεμειγμένος σε κατασκοπία σχετιζόμενη για την εκμετάλλευση πετρελαϊκών κοιτασμάτων στη Βόρεια Θάλασσα. Παρόλο που ο Belozerov αρνήθηκε τις κατηγορίες, τελικά παραιτήθηκε και επέστρεψε στην ΕΣΣΔ, αντιλαμβανόμενος ότι τυχόν παραμονή του θα έβλαπτε το ινστιτούτο. Έπειτα, βέβαια, ήρθε στην εξουσία στις ΗΠΑ ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, που έτσι κι αλλιώς είχε πρόθεση απομονωτισμού, και απέσυρε τη στήριξη στον IIASA το 1982. Όμως, το 1990 οι ΗΠΑ στήριξαν ξανά το ινστιτούτο. 

Προφανώς στο ότι διατηρήθηκαν οι δίαυλοι επιστημονικής επικοινωνίας ανοιχτοί οφείλεται και η αγαστή συνεργασία μετά την πτώση της ΕΣΣΔ για την αποφυγή πυρηνικού ατυχήματος. 

Ίσως εντυπωσιάζει πως, παρά τις εντάσεις, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ μπορούσαν και διαπραγματεύονταν μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων, ακόμα κaι τις στιγμές που ο πλανήτης βρισκόταν μια ανάσα από τον πυρηνικό πόλεμο. Οι συνθήκες για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών, για τον Περιορισμό των Αντιβαλλιστικών Πυραύλων και για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας είναι μόνο μερικές από τις κρίσιμες συμφωνίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών που υπογράφηκαν κατά τα διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. 

Πώς όμως συνέβαινε αυτό; Αρκετοί ακαδημαϊκοί και αναλυτές υποστηρίζουν πως ήταν ακριβώς επειδή διατηρήθηκε ανοιχτός ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ επιστημόνων των δύο υπερδυνάμεων, κι έτσι ενισχύθηκαν οι διαπροσωπικές επαφές και οι ανταλλαγές επιστημονικών ομάδων.   

Φαίνεται πως η επικοινωνία και η συνεργασία Αμερικανών και Σοβιετικών επιστημόνων και διπλωματών συνέβαλλε στην αποτροπή ενός πολέμου, στις συμφωνίες για έλεγχο των όπλων, στην αντιμετώπιση παγκόσμιων προβλημάτων – ακόμα και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. 

Το αρχείο του πρώην Αμερικανού πρέσβη (1987-1991) στην ΕΣΣΔ Τζακ Φ. Μάτλοκ, ο οποίος είχε προωθήσει τις ανταλλαγές ομάδων, αποκαλύπτει ότι ο πρέσβης έβλεπε αυτές τις επαφές ως ευκαιρία για να χτιστεί αμοιβαία εμπιστοσύνη. Σύμφωνα με τα αρχεία του, που σήμερα βρίσκονται στο Duke University, η ειλικρινής διαπροσωπική επικοινωνία έκανε την κάθε πλευρά να κατανοεί τα συμφέροντα της άλλης, να αναγνωρίζει προθέσεις, να βοηθά στη βελτίωση των σχέσεων, στην αποτροπή ενός πολέμου και στην επίλυση ήδη υπαρχουσών συγκρούσεων. Το χτίσιμο πραγματικής «doveriye» (εμπιστοσύνης) ήταν η πρόθεση που επίσης εξέφραζε η σοβιετική πλευρά.   

Ο Μάτλοκ υποστήριζε ότι οι προσωπικές επαφές επηρεάζουν το ανθρώπινο μυαλό όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις. Οπότε, οι επαφές επί μακρόν Αμερικανών και Σοβιετικών επιστημόνων και μηχανικών (όπως και ηγετών) έθεταν τα θεμέλια μιας αποτελεσματικής συνεργασίας.

Κι αυτό μοιάζει απολύτως λογικό. Με την προπαγάνδα που υπήρχε εκατέρωθεν επί Ψυχρού Πολέμου, ο ένας φανταζόταν ίσως τον άλλον σαν κάποιο τέρας με εξωανθρώπινα χαρακτηριστικά. Πράγμα που προφανώς κατέρρεε όταν συναντιόνταν, γιατί συνήθως αυτά που συνδέουν τους ανθρώπους είναι περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν. 

Συνεργασία πρώην Ναζί και Εβραίων επιστημόνων

Υπάρχουν όμως και «ακραία» παραδείγματα που η επιστημονική συνεργασία υπερέβη το πιο βαθύ πρόσφατο τραύμα της ανθρωπότητας: τη ναζιστική θηριωδία. 

Σύμφωνα με ισραηλινές επιστημονικές πηγές, ήδη από τα μέσα του 1950 δύο Ισραηλινοί επιστήμονες από το Επιστημονικό Ινστιτούτο Weizmann στο Rehovot και ένας Γερμανός επιστήμονας στο CERN ξεκίνησαν παρά τις αντιδράσεις επιστημονική συνεργασία μεταξύ του ινστιτούτου Weizmann και Γερμανών επιστημόνων. Το εγχείρημα σύντομα κέρδισε πολιτική υποστήριξη. Κι αυτό έγινε σε μια εποχή που η γερμανική επιστημονική κοινότητα υπέφερε εξαιτίας της εκδίωξης Εβραίων επιστημόνων και της απομόνωσης της Γερμανίας. Το αξιοσημείωτο είναι πως η συγκεκριμένη συνεργασία –που ενέταξε εκ νέου τη Γερμανία στη διεθνή επιστημονική κοινότητα- πραγματοποιήθηκε παρόλο που (σύμφωνα με τις ανωτέρω πηγές) «δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί» η απαίτηση των ισραηλινών επιστημόνων πως θα αφορούσε «μόνο Γερμανούς επιστήμονες που είχαν υπάρξει αντι-Ναζί ή ήταν νεότεροι σε ηλικία». 

Επιπλέον, ήταν μόλις τον Μάρτιο του 2020, που οι Los Angeles Times έγραφαν: «Ποιος πήγε την Αμερική στο φεγγάρι; Η απίθανη συνεργασία μεταξύ Εβραίων και πρώην Ναζί επιστημόνων και μηχανικών». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, κατά τη διάρκεια του προγράμματος Apollo που προσσελήνωσε τους Αμερικανούς έξι φορές μεταξύ 1969 και 1972, στη NASA εργάζονταν και Εβραίοι επιστήμονες και μια μεγάλη ομάδα Γερμανών που είχαν δουλέψει για τον Χίτλερ πριν και κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στους τελευταίους, περιλαμβανόταν ο Βέρβερ φον Μπράουν, το μυαλό πίσω από την κατασκευή του πρώτου βαλλιστικού πυραύλου για τον Χίτλερ κατά τον πόλεμο.  

Όταν Αϊνστάιν και Ράσελ έφεραν τους πολιτικούς στα συγκαλά τους

Η επιστήμη υπερβαίνει την εθνικότητα, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις (Παρεμπιπτόντως, πώς λέγεται όταν «τσουβαλιάζονται» άνθρωποι επειδή ανήκουν σε συγκεκριμένη φυλή, θρησκεία ή πολιτική ιδεολογία;) Οι δε επιστήμονες γνωρίζουν ποια είναι τα ζητήματα ζωής και θανάτου για την ανθρωπότητα.  

Τη δεκαετία του ’50, όταν ήταν πλέον έκδηλος ο κίνδυνος η πυρηνική ενέργεια να διαδοθεί ανεξέλεγκτα εξαιτίας της κούρσας εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, οι επιστήμονες όλου του πλανήτη συσπειρώθηκαν για να φέρουν στα συγκαλά τους τους πολιτικούς. 

Όλα ξεκίνησαν όταν δύο τεράστια μυαλά υπέγραψαν ένα μανιφέστο προειδοποιώντας για τον πολύ πραγματικό πλέον κίνδυνο μαζικής καταστροφής: 

«Στην περίπτωση αυτή μιλάμε, όχι ως μέλη αυτού ή του άλλου έθνους, δόγματος ή αυτής ή της άλλης ηπείρου, αλλά ως ανθρώπινα όντα, μέλη του είδους Άνθρωπος, του οποίου κινδυνεύει η ύπαρξη», έγραφαν ο φυσικός Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ.  «Ο κόσμος είναι γεμάτος συγκρούσεις και όλες τις επιμέρους συγκρούσεις επισκιάζει η τιτάνια μάχη Κουμμουνισμού-Αντικομμουνισμού», συνέχιζαν. «Σχεδόν όλοι όσοι είναι πολιτικά συνειδητοποιημένοι έχουν έντονα συναισθήματα για ένα ή περισσότερα από αυτά τα θέματα, αλλά θέλουμε, εάν μπορείτε, να παραμερίσετε αυτά τα συναισθήματα και να σκεφτείτε τους εαυτούς σας μόνο ως μέλη ενός βιολογικού είδους που έχει αξιοσημείωτη ιστορία και που την εξαφάνισή του δεν επιθυμεί κανείς μας. Θα προσπαθήσουμε να μην πούμε ούτε μια λέξη υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας. Όλες διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο και, εάν γίνει αντιληπτός ο κίνδυνος, υπάρχει ελπίδα να τον αποτρέψουμε συλλογικά».

Πόσο πιο ευγενικά να έλεγαν αυτές οι δύο προσωπικότητες-ογκόλιθοι ότι η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών συνιστά το απαύγασμα της ανθρώπινης ηλιθιότητας; 

Το Μανιφέστο Αϊνστάιν-Ράσελ (που δημοσιεύτηκε λίγο μετά τον θάνατο του πρώτου) οδήγησε στο Συνέδριο του Pugwash για την Επιστήμη και τα Διεθνή Ζητήματα, στο οποίο συμμετείχαν επιστήμονες από όλο το πολιτικό φάσμα και από όλες τις χώρες, για να συζητήσουν τους κινδύνους των πυρηνικών. Το συνέδριο έδωσε ώθηση σε ένα παγκόσμιο επιστημονικό κίνημα κι έναν παγκόσμιο οργανισμό (που ιδρύθηκε το 1957 από τον Ράσελ και τον Τζόζεφ Ρόμπλατ), ο οποίος με τη σειρά του ώθησε στις συνθήκες μη διάδοσης των πυρηνικών και κατέληξε το 1995 στην απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στον Ρόμπλατ και στο Συνέδριο Pugwash. 

Η επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων είχε σώσει τον κόσμο.  

Ρώσοι επιστήμονες ενάντια στον πόλεμο

Σε κάθε περίπτωση, είναι χιλιάδες οι επιστήμονες στη Ρωσία που αντιτίθενται στον πόλεμο του Πούτιν. Σε επιστολή που υπογράφουν πάνω από 5.000 Ρώσοι επιστήμονες (είχαν γίνει 8.000 τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές), καταδικάζουν απερίφραστα τις εχθροπραξίες της ρωσικής κυβέρνησής. Την επιστολή συνυπογράφουν μεταξύ άλλων και 85 μέλη της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, κορυφαίου κρατικού οργανισμού που επιβλέπει μεγάλο μέρος της έρευνας στη χώρα.   

Και καθώς το καθεστώς Πούτιν είναι αυταρχικό κι έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε δημόσια κριτική στην κυβέρνηση, όσοι υπογράφουν αυτή την επιστολή έχουν βάλει το κεφάλι τους στον ντορβά, ρισκάροντας από μερικές χιλιάδες ευρώ πρόστιμο μέχρι ποινή φυλάκισης. 

«Η σκέψη μου είναι με τους ανθρώπους που κινδυνεύουν», λέει σχεδόν δακρυσμένος στο Nature ένας από τους υπογράφοντες την επιστολή, ο Ρώσος φυσικός Igor Abrikosov. Φοβάται πως η διακοπή της επιστημονικής συνεργασίας θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό: «Γιατί άνθρωποι εκτός Ρωσίας δεν πρέπει να συνεργάζονται με τους επιστήμονες που υπογράφουν την επιστολή;» αναρωτιέται. «Ανησυχώ ότι οι αρχές στη Ρωσία θα θέλουν να διακόψουν την επιστημονική συνεργασία περισσότερο από ό,τι η Δύση», συμπληρώνει. 

Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Daniel Treisman θέτει το ηθικό δίλημμα: «Οι ακαδημαϊκοί χρειάζεται να αναρωτηθούν εάν πρέπει να συνεργάζονται με ένα κρατικό ρωσικό πανεπιστήμιο που μπορεί να μη συνδέεται ευθέως με τον πόλεμο, χρηματοδοτείται όμως από το ρωσικό κράτος». Ο ίδιος καταλήγει: «Ελπίζω να συνεχιστεί η συνεργασία στην έρευνα, με διαφάνεια που σέβεται τις αξίες της ειλικρινούς έρευνας και της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Πολλοί στην ανώτατη εκπαίδευση της Ρωσίας είναι πιο διεθνιστές και εναντίον του πολέμου της ρωσικής κοινωνίας. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός τους».   

Από την άλλη, ο Ουκρανός φυσικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου Maksym Strikha λέει πως είναι ευγνώμων στους Ρώσους συναδέλφους του που υπέγραψαν την επιστολή, ωστόσο «δεν μπορεί να συνεχιστεί η συνεργασία με τη Ρωσία σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Και καταφεύγει σε συγκρίσεις με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Θα μπορούσε να διανοηθεί κάποιος στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ να μιλήσει για συνεργασία με τους Γερμανούς;»

Μπορεί όμως να συγκριθεί ο σημερινός πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι επιστήμονες της Ρωσίας, ακόμα κι αυτοί που υπέγραψαν την επιστολή, με οργανικούς επιστήμονες του ναζιστικού καθεστώτος που εργάστηκαν επάνω στην ευγονική, στους θαλάμους αερίων και σε οπλικά συστήματα που θα έδιναν προβάδισμα στις ναζιστικές δυνάμεις;  

Μια τέτοια θεώρηση («Ρώσοι=Πούτιν») αφενός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφετέρου εκκινεί από την πεποίθηση πως στις διεθνείς σχέσεις μοναδικοί παίκτες είναι τα κράτη – πράγμα που βολικά αγνοεί άλλους, πολύ σημαντικούς παράγοντες εν δράσει, όπως την κοινωνία των πολιτών. 

Αρκεί να σκεφθεί κάποιος πόσες φορές επιστήμονες έχουν έρθει σε σύγκρουση με τις κυβερνήσεις τους. Θυμίζουμε ότι ο ακροδεξιός Μπολσονάρο στη Βραζιλία είχε απολύσει τον επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου για τη Διαστημική Έρευνα επειδή σε εκθέσεις του το ινστιτούτο τεκμηρίωνε ότι η καταστροφή του Αμαζονίου επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Στις ΗΠΑ, το ομοσπονδιακό παρατηρητήριο Government Accountability Office κατέληξε επί Τραμπ ότι ο Οργανισμός για την Προστασία του Περιβάλλοντος παραβίασε τους κανόνες δεοντολογίας γιατί αντικατέστησε τους επιστήμονες με εκπροσώπους επιχειρήσεων ως μέλη συμβουλευτικών επιστημονικών ομάδων . Και στο πρόσφατο παρελθόν, στην Τουρκία ο Ερντογάν είχε βαφτίσει τρομοκράτες 700 επιστήμονες που είχαν υπογράφει ψήφισμα υπέρ της ειρήνης – απέλυσε πολλούς και άλλους τους φυλάκισε.  

Σε ενδεχόμενο μποϊκοτάζ στην Τουρκία, θα ήταν σοφό η Ελλάδα να περιλάβει κι αυτούς τους 700 επιστήμονες; 

Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη του Nature, η επιστήμη στη Ρωσία σημείωνε μεγάλη πρόοδο, με τη χώρα να ειναι 18η στον κόσμο σε συνεργασίες σε επιστημονικά άρθρα. Περισσότερες από 19.000 μελέτες γράφτηκαν με τη συνεργασία Βρετανών και Ρώσων επιστημόνων, σύμφωνα με το Βρετανικό Συμβούλιο. Βέβαια, στοιχεία του Nature δείχνουν ότι οι Ρώσοι επιστήμονες στηρίζονται πολύ στη Δύση για τις περισσότερες από τις διεθνείς εργασίες τους.  

«Η έρευνα που κάνουμε με τη Ρωσία είναι κρίσιμης σημασίας για την κλιματική αλλαγή», θα πει στο Nature o καθηγητής οικολογίας υγροβιότοπων στο βρετανικό Πανεπιστήμιο Bangor, που συνεργάζεται με επιστήμονες βιογεωχημείας των βάλτων στη Σιβηρία. «Ψάχνουμε τρόπους να κάνουμε τους βάλτους να δεσμεύουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα». Περιγράφει ως ορόσημο τη στιγμή που, το 2020, συνάντησε Ρώσους συναδέλφους του οι οποίοι εργάζονταν επάνω στο ίδιο ζήτημα και δεν τον γνώριζε. Κι αυτός προς το παρόν, όμως, έχει παγώσει τη συνεργασία λόγω Ουκρανίας.

Μόνο το 7,5% της έρευνας στη Ρωσία σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή, αυτό όμως άρχιζε να αλλάζει με συνεργασίες όπως η παραπάνω, ενώ υπήρχαν σχέδια για την ίδρυση ενός διεθνούς ερευνητικού σταθμού κόστους 12 εκατ. δολ. στη Βόρεια Σιβηρία πριν το τέλος του 2022 – κάτι που τώρα θα καθυστερήσει.  

Σε μια εποχή που ο πλανήτης βρίσκεται αντιμέτωπος με την κλιματική αλλαγή, μια συνεχιζόμενη πανδημία και την εξάντληση των φυσικών πόρων, πόσο σώφρων είναι να κλείσουν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ επιστημόνων; 

Η γενική διευθύντρια πάντως του CERN Φαμπιόλα Τζιανότι σε δήλωσή της υπενθύμισε ότι αποστολή του CERN (που θυμίζουμε πάγωσε τη συνεργασία με τη Ρωσία) ήταν ανέκαθεν να χτίζει γέφυρες μεταξύ κρατών. «Σε περιόδους επιθετικότητας, πολέμου και πολιτικού διχασμού, η επιστήμη και οι τέχνες μπορούν να είναι εκείνες που κρατούν ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας. Αυτοί οι δίαυλοι θα είναι απαραίτητοι για να χτιστούν από την αρχή [οι σχέσεις] όταν θα έρθει η ώρα».  

Κι όπως υπενθυμίζουν αστροναύτες όλων των εθνικοτήτων που τρώνε μαζί ψωμί κι αλάτι όταν φθάνουν στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, είναι τραγικά κι υπέροχα κοινή η ανθρώπινή μας μοίρα. 

Δέσποινα Παπαγεωργίου

Share
Published by
Δέσποινα Παπαγεωργίου