Η Εποχή αποτελεί μια κυριακάτικη πολιτική εφημερίδα της ανανεωτικής αριστεράς. Από το πρώτο της φύλλο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1988, ο υπότιτλός της πρώτης σελίδας ήταν «Για την κομμουνιστική ανανέωση, για τον σοσιαλισμό». Βασικός άξονας της θεματολογίας της είναι το τι συμβαίνει τόσο στην εγχώρια αριστερά όσο και στη διεθνή, ενώ η πολιτιστική της στήλη χαίρει άκρας εκτίμησης μεταξύ των αναγνωστών της και γι’ αυτό το λόγο πολλοί συγγραφείς, ακαδημαϊκοί και εικαστικοί επιλέγουν τις σελίδες της για να παρουσιάσουν τις δουλειές τους ή για να εκφραστούν σχετικά με το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι μέσω ενός άρθρου. Ο Μάκης Μπαλαούρας και ο Παύλος Κλαυδιανός βρίσκονταν εξ’ αρχής στα ιστορικά της γραφεία στην οδό Ακαδημίας και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να στήνουν τις σελίδες της έπειτα από την πρόσφατη μετακόμισή τους στο δρόμο της Βλαχάβα . Όπου και αν έχουν στεγάσει όμως την ανάγκη τους για μια δημοσιογραφία με διαφορετικούς όρους από αυτούς που ορίζει η αριστερή δημοσιογραφική μανιέρα, αυτό που φρόντιζαν και φροντίζουν είναι να εκδίδουν υλικό που θα ήθελε να δει ένας απαιτητικός αριστερός αναγνώστης, που θα ήθελαν να διαβάζουν κάπου αλλού οι ίδιοι.
Η κυκλοφορία της συνέπεσε με την πολιτική κρίση που γνώρισε ο χώρος της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς και κατά συνέπεια το ΚΚΕ εσωτερικού, στελέχη του οποίου υπήρξαν και οι δύο προαναφερθέντες. Κατά τη διάρκεια εσωτερικών διαφωνιών, που είχαν να κάνουν με το αν πρέπει να μείνουν κολλημένοι στα παλαιά κομμουνιστικά ιδεώδη ή να οδηγήσουν την παράταξη προς την ανανέωση, συνειδητοποίησαν πως υπάρχει η ανάγκη για τη δημιουργία μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας που θα προάγει και θα καλλιεργεί αυτές τις νέες ιδέες. Το ήδη υπάρχoν περιοδικό εκείνης της περιόδου, το Κ, έδινε βάση σε θέματα γύρω από την τότε κοινωνία, τα κοινά και τα κινήματα, θέματα δηλαδή που είναι σήμερα στη μόδα όσον αφορά τον λεγόμενο αριστερό τύπο. «Τέτοιου είδους ρεπορτάζ δεν ήταν ακόμη τόσο κατανοητά από το αναγνωστικό κοινό, αφού μεγάλα κομμάτια της αριστεράς μετά την ήττα του υπαρκτού προσπάθησαν να σωθούν ιδεολογικά και κινήθηκαν προς δεξιότερες κατευθύνσεις, ενώ έχαναν το στοιχείο της ανατροπής που όφειλε να έχει εκείνη τη στιγμή το αριστερό πολιτικό φάσμα». Εκείνο το κενό προσπάθησε να καλύψει η Εποχή από την έναρξη της κυκλοφορίας της.
Ο Μάκης και ο Παύλος αναφέρουν ανθρώπους που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στο ξεκίνημα της εφημερίδας, στον πλουραλισμό της και στην επιμονή που πιστεύουν πως τους χαρακτηρίζει για την ανάδειξη των ανατρεπτικών αριστερών πτυχών στην πολιτική και την κοινωνία. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Άγγελος Ελεφάντης, διευθυντής του Πολίτη, ένας άνθρωπος που κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε κατά διαστήματα οργανωμένος, αλλά κρατούσε πάντα μια ουδέτερη και κριτική στάση απέναντι στις καταστάσεις. Ακολούθησε τον Λεωνίδα Κύρκο και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη συγκρότηση του ΚΚΕ εσωτερικού – Ανανεωτική αριστερά. Με τη δική του υπομονή και επιμονή ξεκίνησε η Εποχή και σίγουρα ήταν εκείνος που θεμελίωσε την κριτική της αντίληψη, τον πλουραλισμό της θεματολογίας, την ανατρεπτική της φυσιογνωμία. Άλλο τέτοιο πρόσωπο ήταν ο Τάκης Μπενάς, ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς στην Ελλάδα και γραμματέας της νεολαίας Λαμπράκη, έμπειρος πολιτικά και καλλιεργημένος. Με τη σειρά του, καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Γιάννης Μπανιάς, ήταν και εκείνος ένας από του εμπνευστές της εφημερίδας και έτρεξε πολύ για να ρυθμιστούν τα οικονομικά της.
Εξ’ αρχής είχε συμφωνηθεί πως θα εργαστούν όλοι τους εθελοντικά και κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργεί η εφημερίδα μέχρι τώρα. Η συντακτική ομάδα συγκροτήθηκε από ανθρώπους που εργάζονταν ήδη σε άλλα έντυπα – για παράδειγμα ο Παύλος εκείνη την εποχή βρισκόταν στον Ταχυδρόμο – από παιδιά που ξεκίνησαν από εκεί τη δημοσιογραφική τους πορεία, από συνδικαλιστές και διανοούμενους της αριστεράς. Πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι έκαναν εδώ τα πρώτα τους βήματα, ονόματα όπως είναι ο Παντελής Μπουκάλας, Νίκος Ξυδάκης, Ηλίας Κανέλλης, Σταύρος Καππάτος, Γιώργος Κοροπούλης, Πάνος Χαρίτος, Στρατής Μπουρνάζος, Παναγιώτα Μπίτσικα, Δήμητρα Μανιφάβα, Κώστας Τερζής, Αργύρης Παναγόπουλος και πολλοί άλλοι. «Έχουν υπάρξει εργαζόμενοι εδώ που έχουν συνεισφέρει οικονομικά πουλώντας ακόμη και περιουσιακά τους στοιχεία. Γνωρίσαμε μια περίοδο εσωτερική κρίση όταν συνειδητοποιήσαμε πως υπήρξαν άτομα που θέλησαν να περάσουν τα δικά τους πολιτικά μηνύματα και μια κομματική γραμμή μέσω της εφημερίδας και να εξυπηρετήσουν συμφέροντα που δεν αρμόζουν με τις δικές μας βασικές αρχές. Αυτή ήταν και η μόνη φορά που γνωρίσαμε κλυδωνισμούς εντός των γραφείων μας, κάποιοι αποχώρησαν, αλλά ξαναβρήκαμε σύντομα τους ρυθμούς μας».
Εκτός από τον Ριζοσπάστη και το Πριν, η πιο κοντινή ιδεολογικά εφημερίδα που κυκλοφορούσε τότε ήταν η Αυγή. Αν μπορούν να πουν πως βρίσκονται με κάποιο ξένο έντυπο στην ίδια ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση, αυτό είναι η Il manifesto, από την οποία έχουν μεταφράσει και πάρα πολλά άρθρα. Μάλιστα, τους είχαν προτείνει να αναλάβουν αποκλειστικά την αναδημοσίευση κειμένων της στην Ελλάδα, αλλά εκείνη τη στιγμή φοβηθήκαν για το αν θα μπορούσαν να είναι απόλυτα συνεπείς απέναντί τους, αφού το Ιταλικό έντυπο ήταν ημερήσιο και φανερά πιο επαγγελματικό. Αυτή όμως η άτυπη συνεργασία που διατήρησαν, τους έδωσε τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με διανοούμενους της Αριστεράς από Ευρώπη και Αμερική, κάτι που οι άλλες εφημερίδες το απέφευγαν μέχρι πρότινος.«Έπαιξε βέβαια ρόλο και η κατακρήμνιση του υπαρκτού σε αυτή τη συμπεριφορά των εντύπων απέναντι στη διανόηση, ωστόσο εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ φιλοσοβιετικοί αλλά ανήκαμε στην κριτική μαρξιστική αριστερά, το έδαφος δηλαδή που πατούσαμε δεν διαταράχθηκε τόσο έντονα. Έχοντας τέτοιου είδους επαφές, ερεθίσματα και ενδιαφέροντα, υπήρξαμε η μόνη εφημερίδα που με πρωτοσέλιδό μας προβλέψαμε πως οι διαδηλώσεις στο Σιάτλ είναι ένα γεγονός στο οποίο πρέπει να δοθεί βάση. Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και με το Μακεδονικό ζήτημα όταν γράφαμε πόσο απαράδεκτη ήταν η διαδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη και την ίδια στιγμή τα άλλα έντυπα δεν έδειχναν να συγκινούνται ιδιαίτερα από τις τραγελαφικές εξελίξεις των ημερών. Επιπλέον, είχαμε εναντιωθεί εξαρχής στη συμφωνία του Μάαστριχτ, άποψη τελικά που υπερίσχυσε εντός της αριστερής πολιτικής σκηνής. Ένας άλλος τομέας στον οποίο δώσαμε έμφαση ήταν τα οικολογικά ζητήματα, δημιουργώντας έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ αριστεράς και οικολογίας μέσω των κειμένων μας και φυσικά μέσω των εκδηλώσεων που έχουμε διοργανώσει κατά καιρούς».
Η μεγαλύτερη συμβολή τους θεωρούν πως ήταν στο ζήτημα της ενότητας της αριστεράς και στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών. Οι εκλογές βέβαια του 2012 εκτίναξαν τα μέχρι τότε χαμηλά εκλογικά ποσοστά της ριζοσπαστικής αριστεράς στο 27% και από το πρώτο ιδρυτικό του συνέδριο το καλοκαίρι του 2013 ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ όρισε καταστατικά τη διάλυση των συνιστωσών και επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του ως ενιαίο κόμμα. «Η εφημερίδα έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στο να ενισχύσει τις τάσεις ενότητας και στο να διατηρήσει το διάλογο, αλλά και στο να φιλοξενήσει και να προβάλει μέσω των συνεντεύξεων της σε ανθρώπους που είχαν την πρόθεση να συνεισφέρουν σε αυτή την ιστορία και επιμείναμε στην ανάγκη ευρωπαϊκού προσανατολισμού της αριστεράς. Παρά το γεγονός ότι είμαστε ενταγμένοι σε ένα κόμμα, αυτό που πάντα επιθυμούσαμε είναι το να είμαστε αντικειμενικοί και ανεξάρτητοι και να μην λειτουργούμε ως όργανο κομματικής προπαγάνδας. Υποστηρίξαμε τη δημιουργία του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑ εντός του τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ όχι ως μέλη της ΑΚΟΑ, αλλά γράφοντας ο καθένας επηρεασμένος από τις δικές του πολιτικές επιρροές και αξίες. Οφείλουμε να πούμε πως η ΑΚΟΑ, παρά το ότι έχει συνεισφέρει οικονομικά στην έκδοσή μας, δεν παρενέβη ποτέ στο τι θα δημοσιεύσουμε και τι όχι δίνοντάς μας γραμμή, παρά μόνο είχε ορισμένες φορές προτεραιότητα προκειμένου να δημοσιευθούν ντοκουμέντα και δράσεις της».
Κάποτε πουλούσε έξι με εφτά χιλιάδες φύλλα, τώρα οι πωλήσεις της έχουν μειωθεί από τη στιγμή που κυκλοφόρησαν άλλα έντυπα που κινήθηκαν στο δρόμο της δικής μας θεματολογίας ή ήδη υπάρχουσες εφημερίδες, όπως η Αυγή και η Ελευθεροτυπία, «ανακάλυψαν» αυτού του είδους την ύλη που μέχρι τότε είχαμε σε αποκλειστικότητα. Σημαντικό ρόλο στη μείωση του τιράζ και της κυκλοφορίας της έπαιξε σαφώς και το ίντερνετ. «Δεν έχουμε ένα ηλεκτρονικό έντυπο που να ανανεώνεται συνεχώς, αλλά τουλάχιστον από το απόγευμα της Κυριακής μπορεί κάποιος να διαβάσει το τελευταίο φύλλο μέσω ίντερνετ. Παρότι ο στενός μας κύκλος επιμένει πως κάτι τέτοιο δεν μας συμφέρει οικονομικά, δεν πρόκειται να το αλλάξουμε αφού μας ενδιαφέρει καθαρά η αναγνωσιμότητα ακόμη και στο κοινό που δεν θα διαθέσει ένα μικρό ποσό για να μας αγοράσει από το περίπτερο. Αυτό που παρατηρούμε και μας χαροποιεί είναι πως στο διαδίκτυο μας διαβάζουν πολλοί και μάλιστα από πολλά μέρη του κόσμου. Τώρα η κυκλοφορία μας ανέρχεται στα χίλια διακόσια φύλλα, εκτός βέβαια από τους μόνιμους συνδρομητές μας που φτάνουν τους διακόσιους». Για το γεγονός αυτό όμως δεν επιρρίπτουν ευθύνες στη δεοντολογική κρίση του τύπου, αλλά στην ευρύτερη οικονομική κρίση. «Ως εβδομαδιαία εφημερίδα δεν λειτουργούμε με μια ειδησεογραφική κατεύθυνση. Αντιθέτως, στο κυριακάτικο φύλλο μας στοχεύουμε στην ανάλυση και την βαθύτερη ιδεολογικοπολιτική προσέγγιση και επεξήγηση των όσων έχουν συμβεί την εβδομάδα που μας πέρασε. Πλέον λίγοι είναι εκείνοι οι αναγνώστες που θα πάνε στο περίπτερο την Κυριακή και θα αγοράζουν και την Αυγή και την Εποχή, θα προτιμήσουν να αγοράσουν μια από τις δύο και την άλλη να τη δουν μέσω διαδικτύου».
«Η διαφορά η δική μας από άλλα έντυπα της αριστεράς είναι πως πολλά ζητήματα τα θίξαμε νωρίτερα από άλλους και τα θέσαμε υπό συζήτηση, τόσο εντός του χώρου της αριστεράς όσο και ευρύτερα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά τα άρθρα για παράδειγμα που ψάχνουμε εμείς για να δούμε τα πραγματικά αίτια των όσων συμβαίνουν στην Ουκρανία, αυτά θα προσφέρουμε προς ανάγνωση και στο δικό μας κοινό. Είχαμε προλάβει και παρακολουθούσαμε στενά τις εξελίξεις στο Σιάτλ, τη στιγμή που πολλοί το χαρακτήριζαν ως ένα ετερόκλητο κίνημα που δεν συνάδει με την κλασσική μαρξιστική αριστερά και έχοντας αυτή την άποψη δεν ασχολούνταν με το γεγονός. Εμείς όμως δεν την πατήσαμε γιατί το θεωρητικό μας υπόβαθρο βλέπει με καλό μάτι την πολυμορφία των κινημάτων και έτσι μπορέσαμε να διακρίνουμε πως στο Σιάτλ υπήρξε η εκκίνηση ενός τέτοιου είδους κινήματος. Διαχρονικά όμως δείχνουμε ενδιαφέρον για τα κινήματα, έχουμε αναδείξει τις ευρωπορείες που ξεκίνησαν από τη Β. Ευρώπη, τη Γένοβα, το κοινωνικό φόρουμ και στελέχη που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του, αρθρογραφούσαν εδώ. Επίσης παρακολουθήσαμε στενά τα κινήματα των πλατειών. Το ότι είχαμε πάντα μια άλλη αντίληψη για τη φύση των κινημάτων έχει διαμορφώσει και την ταυτότητα του εντύπου. Σε αυτό βέβαια μας βοήθησε το ότι δεν είχαμε ένα επιφυλακτικό κόμμα πάνω από το κεφάλι μας που να περιμένει να δει πρώτα πως θα διαμορφωθούν τα πράγματα και μετά να μας επιτρέψει να γράψουμε για το εκάστοτε ζήτημα. Οποιοδήποτε άλλο κόμμα θα έλεγε πως δεν μπορείς να γράψεις για ένα κίνημα που συνδυάζει καθολικούς και αναρχικούς. Εκείνες τις εποχές η Αυγή ήταν πολύ μακριά από τέτοιου είδους θέματα, τώρα πια έχει εξελιχθεί και τα έχει συμπεριλάβει στην ύλη της».
Η πρώτη περίοδος μετά την πτώση του υπαρκτού ήταν δύσκολη για να τη διατήρηση των δεσμών της με το αναγνωστικό κοινό. Οι δύο συντάκτες της περιγράφουν την πενταετία που ακολούθησε και κάνοντας αναδρομή στο παρελθόν θυμούνται τους εαυτούς τους να προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν είναι τρελοί και ότι δε ζουν εκτός πραγματικότητας. Τονίζουν πως υπήρξαν ενάντια του καπιταλισμού όπως και αν τα έκαναν οι σοβιετικοί, αλλά παρόλα αυτά δεν σκόπευαν να μάθουν τα πράγματα από την αρχή. Είναι υπέρ του σοσιαλισμού, είναι κομμουνιστές και όπως λένε δεν περιφρονούν τις αρχές που διδάχθηκαν από την συμμετοχή τους στα κινήματα εξαιτίας των εγκλημάτων των σταλινικών. «Πάντα οι επαναστάσεις θα έχουν κακές και δύσκολες στιγμές και το να δηλώνεις το ’89 κομμουνιστής σε έκανε να μοιάζεις γραφικός. Όλη η Ευρώπη και τα κόμματα της άλλαζαν ριζικά. Το καλό με εμάς ήταν πως δεν είχαμε χρεωθεί τις βαναυσότητες του καθεστώτος καθότι υπήρξαμε πάντα πολλοί κριτικοί απέναντι σε τέτοιου είδους καταστάσεις, είχαμε σηκώσει παντιέρες, διαδηλώναμε και προτρέπαμε μέσω του φύλλου και τον υπόλοιπο κόσμο να διαδηλώσει μαζί μας. Τότε είχαμε πάρει μέρος σε διαδηλώσεις ως ΚΚΕ εσωτερικού, που το διακύβευμα τους στρέφονταν κατά και τον σοβιετικών πυραύλων. Δεν ήμασταν ηγέτες, ήμασταν απλά μέλη και δεν είχαμε πάνω μας το βάρος του ΚΚΕ ή του Ριζοσπάστη. Ακόμη και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια ανοδική εκλογική πορεία και υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να τον δούμε σε κυβερνητικό πόστο, κάτι που θα μας χαροποιούσε πολύ και νιώθουμε πως ο ελληνικός λαός το έχει ανάγκη, ακόμη και τώρα λοιπόν δεν αποφεύγουμε να ασκήσουμε εσωκομματική εποικοδομητική κριτική και η αλήθεια είναι πως τέτοιου είδους κείμενα διαβάζονται και προκαλούν αίσθηση, αφού αναδημοσιεύονται συνεχώς και σχολιάζονται ποικιλοτρόπως. Και φυσικά δεν έχουμε πρόβλημα να κατονομάσουμε πρόσωπα, όπως κάναμε με ορισμένους συμβούλους του Προέδρου των οποίων δεν εγκρίναμε τις κινήσεις τους και να τονίσουμε λάθη της πολιτικής του και τους κλυδωνισμούς εντός του κόμματος».
Ποια είναι η γνώμη τους όμως για την θεματολογία του υπολοίπου αριστερού τύπου και των φίλα προσκείμενα στο κόμμα διαδικτυακών τόπων; «Το Red notebook είναι δομημένο και έχει προσανατολισμό προς τη θεωρία, όχι όμως με την στυγνή έννοια αφού αναδεικνύει και αυτό ζητήματα όπως είναι ο ρόλος των κινημάτων ή η γεωπολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε δηλαδή θεματικά μια συνάφεια και πολλές φορές αναδημοσιεύει και άρθρα δικά μας. Ο Ριζοσπάστης υπέστη μια πολύ σημαντική οικονομική βλάβη και κατά τη γνώμη μας δημοσιογραφική, κάποτε η ύλη της ήταν πιο λαϊκή, τώρα έχει χάσει αυτό της το ύφος. Ο αριστερός τύπος ναι μεν χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αλλά σίγουρα δεν έχει βρει το ρυθμό, το στυλ και την ταυτότητα του και θέλουν ακόμα δουλειά τα έντυπα για να διευθετήσουν το ποια θα είναι η σχέση τους με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αν και κατά τη γνώμη μας χρειάζονται περισσότερη αυτονομία για να είναι πιο ποιοτικό και έγκυρο το περιεχόμενό τους».
Το ότι οι πολίτες στράφηκαν στην Αριστερά φτάνοντας μπροστά από την κάλπη των εθνικών εκλογών πριν δύο χρόνια, καθώς και στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δεν σημαίνει για εκείνους πως επιλέγει πλέον και τα έντυπά της για να ενημερωθεί. «Ο τύπος της αριστεράς δεν επωφελήθηκε από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Όταν στο σύνολό τους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κινήθηκαν σε μνημονιακή γραμμή, άφησαν ένα μεγάλο κενό που όφειλε να καλύψει ο αριστερός τύπος και μέχρι στιγμής δεν το έχει κάνει. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι οι Έλληνες, ιδίως στην αρχή , ένιωθαν ενοχές για τις επιλογές και τις παλαιές επιλογές του μπροστά στην κάλπη και για το ότι εμείς οι ίδιοι μπορεί να γινόμασταν ολοένα και πιο έμπειροι πολιτικά αφού ήμασταν υποχρεωμένοι να επιβιώσουμε στις νέες συνθήκες, ωστόσο δεν δείξαμε κάτι τέτοιο στους αναγνώστες όταν καλά – καλά δεν ξέραμε να διαχειριστούμε σωστά τα social media. Δεν καταφέραμε να εμφανίσουμε άμεσα κάτι νέο, αντίστοιχο με αυτό που ο κόσμος αναζητούσε. Επίσης έχουμε παραμελήσει τον περιφερειακό τύπο κάτι που η ριζοσπαστική αριστερά και οι άνθρωποι που γράφουν για αυτήν δεν θα έπρεπε να το κάνουν, γιατί ο κόσμος που δεν μένει σε μεγάλες πόλεις έχει περισσότερο χρόνο για να διαβάσει και να ασχοληθεί με ζητήματα του τόπου του. Εξάλλου, αυτό έχει άμεση σχέση με τα κινήματα και αποτελεί μια από τις κατακτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχει ορίσει καταστατικά πως κάθε τοπική του οργάνωση είναι κόμμα στο χώρο της και οφείλει να έχει δική της αντίληψη, οργανωτική διάρθρωση, πρόγραμμα και συνεχή παρέμβαση στα κοινά επιβεβαιώνοντας το σύνθημα Δράσε τοπικά, σκέψου συνολικά».
Η Εποχή κυκλοφορεί κάθε Κυριακή στα περίπτερα.