Categories: FeaturedΒΙΒΛΙΟ

Το διήγημα της Κυριακής: «Κολοκοτρώνη» από το «Ενυδρείο» του Γιώργου Κουτσούκου

Σηκώθηκα Σάββατο μεσημέρι κατὰ τὶς δύο, ἔπειτα ἀπὸ δεκατρεῖς ὁλόκληρες ὧρες στὸ κρεβάτι! Αὐτὸ δὲν ἦταν ὕπνος. Ἦταν πρόβα θανάτου.

Ἔφτιαξα φραπὲ ἀνόρεχτα. Ἡ ἑβδομάδα ποὺ πέρασε στὴ δουλειὰ ἦταν ζόρικη. Ὁ Καραλέλας εἶχε ἀποφασίσει νὰ κάνει τρεῖς ἀπολύσεις καὶ ἀπαίτησε νὰ ἀποφασίσουμε ἐμεῖς ποιοὶ θὰ ἀπολύονταν. Ἂν δὲν ἀποφασίζαμε ἐμεῖς, θὰ ἀπέλυε ὁ ἴδιος ἕξι. Ἀκοῦς, ἀγάπη μου; Ἕξι ὁ καριόλης.

Δεκατρεῖς ὧρες ὕπνου καὶ αἰσθανόμουν κουρασμένος. Τὴν Τρίτη θὰ κάναμε συνέλευση γιὰ τὸ θέμα, κι ἔλεγα νὰ προτείνω τὸ ἑξῆς: νὰ ἀμοληθοῦμε γυμνοὶ στὸ κτῆμα τοῦ Καραλέλα −εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα κάπου στὴν Παιανία− κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς κυνηγάει μὲ σφαῖρες χρώματος. Οἱ πρῶτοι τρεῖς ποὺ θὰ «ἔπεφταν» θὰ ἀπολύονταν. Ἐπιτόπου.

Ἄνοιξα τὸ ραδιόφωνο. Ἔπαιζε ἕνα σκυλοπὸπ κομμάτι ἀλλὰ δὲν ἄλλαξα τὸ σταθμό. Σὰν νὰ μὴν εἶχα τὴ δύναμη νὰ πατήσω τὸ κουμπί. Βέβαια, ὁ Καραλέλας πιθανῶς νὰ εἶχε ἀντίρρηση. Γιατί σφαῖρες χρώματος καὶ ὄχι κανονικές; ἴσως ἀποροῦσε. Ἡ Τελικὴ Ἀπόλυση.

Λίγο πρὶν τελειώσω τὸν καφὲ χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Ἦταν ὁ Νίκος. Ἔλεγε ἂν ἤθελα νὰ πηγαίναμε τὸ βράδυ στὸ «Bar 4», στὴν Κολοκοτρώνη. Ἤθελα. Θὰ ἐρχόταν, λέει, καὶ ὁ Φίλιππας. Ἀκόμα καλύτερα. Τὸν Φίλιππα τὸν ἀγαποῦσα. Καὶ τὸν Νίκο βέβαια, ἦταν ἄλλωστε καὶ οἱ δύο φίλοι μου, ἀλλὰ τοῦ Φίλιππα τοῦ εἶχα ἰδιαίτερη ἀδυναμία. Ψηλὸ παιδί, συμμαθητὴς στὸ λύκειο καὶ φίλος ἀπὸ τότε. Μηχανικὸς καὶ ἄνεργος πάνω ἀπὸ ἕνα χρόνο. Τὰ βράδια −μᾶς εἶχε ἐξομολογηθεῖ− ἔξυνε τ’ ἀρχίδια του μὲ μανία μέχρι νὰ ματώσουν. Μετά, γιὰ νὰ σταματήσει ἡ φαγούρα καὶ νὰ μπορέσει νὰ κοιμηθεῖ, ἔπαιρνε ἕνα χάπι Aerius. «Θαυματουργό», ἔλεγε. Ὁ δερματολόγος δὲν τοῦ εἶχε βρεῖ τίποτα, ψυχολογικὸ εἶναι, τοῦ εἶχε πεῖ καὶ ὅτι εἶναι θέμα ἀπόφασης νὰ τὸ σταματήσει. Μιὰ ἀπόφαση ποὺ ὅλο τὴν ἀνέβαλλε. Ἤ, γιὰ νὰ εἶμαι ἀκριβής, τὴν ἔπαιρνε κάθε βράδυ, ἀφοῦ κατάπινε τὸ χάπι.

«Τελευταία φορά», μουρμούραγε.

Ὁ Νίκος τοῦ ἔλεγε νὰ πάει σὲ ψυχολόγο.

«Ἄσε με ἐμένα καὶ κοίτα νὰ ξεμπλέξεις μὲ τὴ Μάρα», τοῦ ἀπαντοῦσε.

Ἡ Μάρα ἦταν ἡ γκόμενα τοῦ Νίκου. Οἱ δυό τους πλακωνόντουσαν συνέχεια, χωρὶς διαλείμματα. Χώριζαν σχεδὸν κάθε μέρα γιὰ νὰ τὰ ξαναβροῦν τὴν ἑπόμενη. Βασανιστήριο γιὰ δύο.

Στὸ μπαράκι δὲν εἶχε πολὺ κόσμο. Βρήκαμε σκαμπὸ καὶ καθίσαμε στὴν μπάρα, μπροστὰ στὸν ντιτζέι. Ἡ ὄμορφη ξανθιὰ γκαρσόνα πηγαινοερχόταν μὲ χάρη ἀνάμεσα στοὺς πελάτες, παίρνοντας παραγγελίες καὶ σερβίροντας ποτά, νερὰ καὶ πατατάκια. Παρατηροῦσα τὸν κῶλο της, ὅταν ὁ Νίκος πέταξε τὴ βόμβα.

«Ἡ Μάρα κι ἐγὼ θὰ παντρευτοῦμε», δήλωσε.

Γύρισα καὶ τὸν κοίταξα. Ἦταν ἀπολύτως σοβαρός. Ὁ Φίλιππας ἄναψε τσιγάρο καὶ φύσηξε τὸν καπνὸ πρὸς τὰ πάνω.

«Γιὰ πότε λέτε;» ρώτησε ψύχραιμα, σὰν νὰ εἶχε ἀκούσει τὸ φυσικότερο πράγμα στὸν κόσμο.

«Μέχρι τὸ τέλος τοῦ χρόνου», μᾶς διαβεβαίωσε. «Ὁ πατέρας μου παίρνει σύνταξη καὶ ἡ Μάρα θὰ ἔρθει νὰ δουλέψει στὸ μαγαζί».

«Ἄ, μάλιστα», ἀναφώνησα. «Θὰ δουλεύετε καὶ μαζί, θὰ εἶστε ὅλη μέρα αὐτοκόλλητοι».

«Κουμπάρο ἔχετε βρεῖ;» ἔκανε ὁ Φίλιππας, μὲ τὸ ἴδιο μειλίχιο ὕφος, πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅμως εἶχε ἀρχίσει νὰ φαίνεται ἡ καταιγίδα.

«Μάρτυρες. Σὲ δημαρχεῖο θὰ παντρευτοῦμε. Καὶ θὰ ἤθελα πολὺ ἕνας ἀπὸ ἐσᾶς νὰ γίνει μάρτυρας στὸ γάμο μου», μᾶς πρότεινε δειλά.

Καὶ τότε ἔγινε χαμός. Πῆρε φόρα ὁ Φίλιππας καὶ δὲν σταματοῦσε, μ’ ἐμένα νὰ σιγοντάρω καὶ νὰ χυμάω ὅταν κουραζόταν ὁ παλιός μου συμμαθητής. Καταλαβαίνεις, ἀγάπη μου, ὅτι ἐνδιαφερόμασταν γιὰ τὸν φίλο μας καὶ ὅτι δὲν γινόταν νὰ τὸν παραδώσουμε, ἔτσι, χωρὶς μάχη.

Καὶ ἀρχίσαμε τὰ «εἶσαι τρελός», «τὰ ἔχεις χάσει τελείως» καὶ «τί» καὶ «πῶς» καὶ «γιατί», τὸν πρήξαμε τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ εἴχαμε δίκιο.

Ἡ Μάρα καὶ ὁ Νίκος ἦταν παθολογικὰ ζηλιάρηδες. Τὰ εἶχαν περίπου τρία χρόνια καὶ δὲν εἶχαν περάσει μαζὶ οὔτε ἕνα εἰκοσιτετράωρο χωρὶς νὰ «σκοτωθοῦν». Καὶ τώρα ἤθελαν καὶ νὰ παντρευτοῦν καὶ νὰ δουλεύουν μαζὶ στὸ μαγαζὶ τοῦ Νίκου. Πές μου τώρα: Εἶναι σοβαρὰ πράγματα αὐτά; Τί ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καὶ τρέχουμε μὲ φόρα στὴν ἄβυσσο; Ποιές μαῦρες τρύπες κυβερνᾶνε τὶς ζωές μας;

Εἶχα ἱδρώσει. Ἄφησα τὸν Φίλιππα καὶ τὸν Νίκο νὰ τσακώνονται καὶ βγῆκα ἔξω ἀπὸ τὴ στοὰ τοῦ μπάρ, στὸ πεζοδρόμιο. Μπροστά μου κυλοῦσε ἡ Κολοκοτρώνη, μὲ τὰ ταξί της, τὰ μηχανάκια της, τὶς παρέες τῶν τριάντα καὶ κάτι. Δυὸ κοπέλες πέρασαν ἀπὸ μπροστά μου πιασμένες ἀγκαζέ, μὲ γρήγορο βῆμα καὶ χαχανητά. Ἔτρεχαν σχεδὸν καὶ γέλαγαν. Τὶς ἀκολούθησα μὲ τὸ βλέμμα, μέχρι ποὺ ἔστριψαν δεξιὰ στὴ Λέκκα καὶ χάθηκαν.

Ἔνιωσα τὸ φτηνιάρικο πορτοφόλι νὰ βαραίνει στὴν τσέπη μου. Εἶχαν ἤδη περάσει πέντ’ ἕξι λεπτὰ καὶ δὲν εἶχε παρουσιαστεῖ καμιὰ εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσω. Ἡ Κολοκοτρώνη δὲν ἦταν γενναιόδωρη καὶ οἱ φίλοι μου μὲ περίμεναν μέσα. Τὸ χάιδεψα τρυφερὰ πάνω ἀπὸ τὸ παντελόνι, ἔριξα πάνω κάτω ἕνα τελευταῖο, ἀποχαιρετιστήριο βλέμμα στὸ δρόμο καὶ χώθηκα στὸ μπάρ.

 

Το Ενυδρείο του Γιώργου Κουτσούκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

POPAGANDA