Δίκη Χρυσής Αυγής: Αίμα χωρίς καθόλου «τιμή»

Η δίκη της Χρυσής Αυγής, η σημαντικότερη ίσως δίκη της μεταπολίτευσης με αντανάκλαση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, έχει μπει στις ράγες του τελικού προορισμού.

Μετά από τέσσερα χρόνια ενδελεχούς εργασίας και καρτερικής υπομονής από την πλευρά της πολιτικής αγωγής που οι χρυσαυγίτες ήταν είτε άφαντοι, είτε εκφοβιστικά παρόντες, ήρθε η ώρα οι κατηγορούμενοι να σταθούν απέναντι από τους δικαστές.

Τώρα είναι ο καθένας μόνος του, χωρίς τα στιλέτα, τα όπλα, τις ασπίδες, τη θεσμική ασυλία, το δολοφονικό μπούγιο που τροφοδοτούσε τη φασιστική τους αρρενωπότητα όταν εφορμούσαν στα θύματα τους, σκορπίζοντας θάνατο και πόνο. Τώρα, λοιπόν,  που τρύπησε το κέλυφος της «ατρόμητης λεβεντιάς» αποκαλύπτεται η πρώτη ύλη της ναζιστικής συμμορίας.

Ψέμα και θρασυδειλία.

Την Παρασκευή 28 Ιουνίου ολοκληρώθηκε ένας πρώτος κύκλος απολογιών των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα πρόκειται για του κατηγορούμενους Αγγο, Αναδιώτη, Δήμου, Καζαντζόγλου, Κομιανό, Καλαρίτη, Κομιανό, Κορκοβίλη και Μιχάλαρο.

Ούτε μισός από τους κατηγορούμενους δεν τοποθετήθηκε με ειλικρίνεια απέναντι στην έδρα. Ούτε μισός δεν υπερασπίστηκε την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής.

Απ’ όσα εκτυλίχθηκαν στην αίθουσα τελετών του Εφετείου το τελευταίο δεκαήμερο μπορούν να γίνουν ορισμένες υπογραμμίσεις. Ούτε μισός από τους κατηγορούμενους δεν τοποθετήθηκε με ειλικρίνεια απέναντι στην έδρα. Ούτε μισός δεν υπερασπίστηκε την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής. Επεδίωξαν με φαιδρά επιχειρήματα και αντιφάσεις που βγάζουν μάτι να αποποιηθούν κάθε ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την ενορχήστρωση της.

Ενώ είναι σαφές από τη δικογραφία ότι το βράδυ της 17ης του Σεπτέμβρη υπήρχαν πυρετώδεις και διαρκείς επικοινωνίες μεταξύ τους, σκαρφίστηκαν ένα κάρο δικαιολογίες. Μιλούσαν για οικονομικά χρέη μεταξύ τους, για τον Ολυμπιακό, για το «σωματείο».

Όσο δε για το γνωστό sms που έστειλε ο πυρηνάρχης της Νίκαιας, Πατέλης, προς τα υπόλοιπα μέλη του τάγματος εφόδου, ισχυρίστηκαν ότι αφορούσε σε τρικάκια που επρόκειτο να μοιράσουν για μια επικείμενη ομιλία του Μιχαλολιάκου στη Νίκαια. Τρικάκια που κανείς δεν είδε και κανείς δεν πέταξε. Μόνο ο Δήμου τους «έδωσε», ομολογώντας ότι το sms δεν ήταν για μοίρασμα φυλλαδίων αλλά κάλεσμα για δράση.

Ο ίδιος στην απολογία του υποστήριξε ότι εκείνο το βράδυ είχαν μαζευτεί 7-8 μηχανάκια στην τοπική και ότι ο συγκατηγορούμενος του Κομιανός είπε τη φράση: «πάμε για μάχη, έχουν πιάσει κάτι δικούς μας στο Κερατσίνι». Συνέχισε λέγοντας ότι δέχτηκε υποδείξεις από τη Χρυσή Αυγή για το τι θα πει και απειλές τύπου «θα σου κάνουμε τη ζωή αβίωτη» και «θα τα πεις γιατί αλλιώς θα παρακαλάς να μην είχες γεννηθεί».

Γεμάτη αντιφάσεις και προκλήσεις ήταν η απολογία του Καζατζόγλου, υπευθύνου ασφαλείας στα γραφεία της τοπικής με έμμισθη θέση και κεντρικά γραφεία της Μεσογείων και μέλος του πενταμελούς συμβουλίου στη Νίκαια. Πρόκειται για το άτομο που ειδοποιήθηκε από τον Αγγο για την παρουσία Φύσσα στην καφετέρια «Κοράλλι» και ειδοποίησε με τη σειρά του την ιεραρχία της οργάνωσης. Ούτως η αλλως ήταν το δικό του κινητό που βρέθηκε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του Ρουπακιά.

Χαρακτήρισε «οικογενειάρχη» και «φιλήσυχο» τον Ρουπακιά και «άτυχη στιγμή» τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Υποστηρίζει ότι πλέον έχει αποχωρίσει από την οργάνωση αλλά στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, βρίσκονταν δίπλα στο Μιχαλολιάκο. Ο Καζαντζόγλου δε θυμόταν ποιος έφερε τα όπλα στη Νίκαια, ούτε ποιος τα μετέφερε στη Νέδα. Για τις στρατιωτικές ασκήσεις της οργάνωσης είπε ότι ήταν στο πλαίσιο της «σύσφιξης σχέσεων». Βέβαια, το μεγαλύτερο μνημείο γελοιότητας αποτέλεσε η απάντηση του στην ερώτηση γιατί πόζαρε μπροστά στη σημαία των SS: «Η συγκεκριμένη σημαία έφτασε στα γραφεία της Νίκαιας με δέμα το οποίο έγραφε “αυτό να το δείξετε στον πυρηνάρχη σας, να δείτε ποιοι είστε”. Προφανώς κάποιος ήθελε να μας χλευάσει και τον χλευάσαμε και εμείς βγάζοντας φωτογραφίες».

Η έδρα εξετάζει κατηγορούμενο στη δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο Αθηνών. /ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Το κακοσκηνοθετημένο θέατρο της Χρυσής Αυγής δεν έμεινε μόνο στην πρόζα. Περιείχε και τη live λιποθυμία του άλλοτε αγέρωχου πυρηνάρχη της Νίκαιας. Ο Πατέλης που φωτογραφιζόταν με πολύ καμάρι αγκαλιάζοντας όπλα και έδινε εντολές «ό,τι κινείται, σφάζεται», λιποθύμησε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου την Πέμπτη 27 Ιουνίου.

Γνώριζε πολύ καλά ότι την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του να τα πει στους δικαστές και αν κάτι επιθυμούσε διακαώς η Χρυσή Αυγή ήταν να φτάσει στην κάλπη, χωρίς να έχει γίνει αυτή η κρίσιμη απολογία που θα άγγιζε τα ψιλά πατώματα της οργάνωσης και αναπόφευκτα θα έπαιρνε μεγάλη δημοσιότητα. Οπότε, αυτή η λιποθυμία, ανεξάρτητα αν ήταν πραγματική ή υποβαλλόμενη, διευκόλυνε το σχεδιασμό της οργάνωσης. Η ιατρική γνωμάτευση δε, που διαβάστηκε στην επόμενη δικάσιμο εμπεριείχε μια συνειρμική αλήθεια: «[…] Ο ασθενής Πατέλης εξετάσθηκε στο εξωτερικό νευρολογικό ιατρείο μετά από επεισόδιο απώλειας συνείδησης…»

Από τη στρατηγική της Χρυσής Αυγής μέσα στη δικαστική αίθουσα είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία «τιμή».

Υπάρχει μόνο αίμα.

Το αίμα του Παύλου Φύσσα, του Σαχζάτ Λουκμάν, των αιγύπτιων αλιεργατών, των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ και δεκάδων άλλων που τα σώματα τους έγιναν πεδία άσκησης της φασιστικής βίας. Ήταν σκληροί και αποφασισμένοι όταν έκαναν έφοδο σαν αγέλη σε ανθρώπους μόνους, άοπλους και αβοήθητους, όταν τα έβαζαν με τους από κάτω απολαμβάνοντας ενίοτε τις πλάτες τμημάτων του κρατικού μηχανισμού.  Τώρα δεν ήξεραν, δεν άκουσαν, δεν ήταν εκεί. Αλληλοκαρφώνονται, παθαίνουν κενά μνήμης και πουλάνε τρέλα για να γλιτώσουν. Και είχε δίκιο ο Οχράν Παμουκ όταν έλεγε ότι «οι φασίστες είναι έτοιμοι να σκοτώσουν». Να σκοτώσουν χωρίς να λογοδοτήσουν.

Η Μάγδα Φύσσα ξεσπά σε κλάματα, ανάμεσα στο κοινό που παρακολουθεί τη δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο Αθηνών ΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Στην ίδια αίθουσα υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αγάπης και αλληλεγγύης. Είναι η Μάγδα Φύσσα που με τη συγκλονιστική της παρουσία και χωρίς να μπαλώνει τις πληγές της, ξύπνησε το πείσμα μας που κείτονταν υπνωτισμένο σε στρώματα ρουτίνας, αδιαφορίας ή μελαγχολίας. Μπορεί να λυγίζει όταν αντικρίζει τους δολοφόνους, να κλαίει, να θυμάται, να εξοργίζεται, να μην αντέχει, να βγαίνει έξω αλλά είναι εκεί. Να τη βλέπουν, να πνίγονται από τα δάκρυα της και να τσουρουφλίζονται από το θυμό της. Αντλεί δύναμη από το πένθος για το δολοφονημένο της παιδί και από την ακλόνητη πίστη στην αξία της ανθρώπινης ζωής, για να μη θρηνήσουν κι άλλες μητέρες τα παιδιά τους. Παίρνει και δίνει κουράγιο.

Είναι οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής που κάνουν τη δουλειά τους με μεθοδικότητα, αφοσίωση αλλά και σεβασμό που δεν επέδειξαν ποτέ οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων. Οι τελευταίοι συστηματικά λοιδορούν και προσβάλλουν τη διαδικασία, κουρελιάζοντας τη δεοντολογία και ταυτιζόμενοι συχνά με τα χαρακτηριστικά των εντολέων τους. Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που γέμισαν ασφυκτικά το ακροατήριο τις μέρες των απολογιών ή ξεροστάλιασαν στα σκαλιά του Εφετείου για να εκφράσουν τη συμπαράσταση τους. Σίγουρα στα τέσσερα χρόνια που διαρκεί η δίκη, υπήρξαν στιγμές αβάσταχτης μοναξιάς για όσους ήταν στενά εμπλεκόμενοι και παρακολουθούσαν το χρόνο να κυλάει αργόσυρτα σε άδεια καθίσματα. Ωστόσο, μόλις ανακοινώθηκε ότι ξεκινούν οι απολογίες των κατηγορουμένων, τα καθίσματα γέμισαν με φάτσες που νοιάζονται. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό να συνεχιστεί. Το δικαστήριο διέκοψε για λίγες μέρες, καθώς θα μεσολαβήσουν οι εκλογές. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουλίου, όμως, θα έρθει η σειρά του Πατέλη και του Ρουπακιά. Έχει μεγάλη σημασία για την ιστορικότητα των γεγονότων, για τον κοινωνικό έλεγχο μιας τόσο σπουδαίας υπόθεσης να είμαστε εκεί,  να μην δοθεί χώρος σ’ αυτούς τους τύπους που παραμένουν αμετανόητοι δολοφόνοι να προκαλέσουν κι άλλο πόνο.

Στη δίκη της Χρυσής Αυγής, στους δρόμους του αντιφασιστικού κινήματος, στις εκλογές διακυβεύεται κάτι πολύ μεγάλο για τη δικαίωση της μνήμης των νεκρών, για τις ζωές μας, για εκείνο το «Ποτέ Ξανά» που μας κληροδότησε η ιστορία.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα