Σαν περιττό στολίδι πάνω σε χριστουγεννιάτικο δέντρο φαντάζει η κλιματική και ενεργειακή δικαιοσύνη. Όμορφη (αν υπάρχει), όμως όχι απαραίτητη – λες και μπορούμε να την αντικαταστήσουμε εύκολα με κάποιο άλλο στολίδι. Κάπως έτσι τη μεταχειρίζονται οι κυβερνήσεις. Μπορεί να την αναφέρουν, αλλά σαν διακοσμητικό και όχι ζωτικής σημασίας θέμα.
Ακόμη κι όταν ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, δηλώνει πως οδεύουμε προς μια κλιματική κόλαση, ακόμη κι όταν οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές φωνάζουν ότι είμαστε η τελευταία γενιά που μπορεί να κάνει κάτι που θα αντιστρέψει την κατάσταση.
Ο αγώνας για το κλίμα πρέπει να κερδηθεί σε αυτήν την κρίσιμη δεκαετία, αλλιώς θα πούμε game over. Για να υπάρξει όμως αγώνας πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για τις καταστροφικές πρακτικές.
Όπως είχε γράψει πρόσφατα o George Monbiot, συγγραφέας και περιβαλλοντικός ακτιβιστής, «Η προσπάθεια ευαισθητοποίησης σχετικά με τον αντίκτυπο της κτηνοτροφίας στον πλανήτη μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη προσπάθεια για τα ορυκτά καύσιμα πριν από 20 χρόνια. Πρέπει να ξεκινήσεις από το πρώτο επίπεδο, εξηγώντας υπομονετικά, ξανά και ξανά, ζητήματα που φαίνονται εκτυφλωτικά προφανή, αλλά που έχουν συσκοτιστεί επιτυχώς από δεκαετίες προπαγάνδας». Το να αναγνωρίζουμε όμως το πρόβλημα, χωρίς να κάνουμε κάτι ουσιαστικό για την αντιμετώπισή του τείνει να παραχαράσσει το πραγματικό νόημα του τι σημαίνει (κλιματική) κρίση.
Πέρα από την κρίσιμη βλάβη της κτηνοτροφίας στο περιβάλλον και την αιματηρή βία απέναντι στην πανίδα, υπάρχει μια άλλη συζήτηση σχετικά με το περιβάλλον, η οποία δεν ανοίγει εύκολα, κριτικά, (αντι)συστημικά, ούτε με στόχο να επιλυθεί, και σίγουρα δεν διευρύνεται στη δημόσια σφαίρα. Διότι όσο πιο καταστροφική είναι μια πρακτική, τόσο το πιθανότερο να τυχαίνει προστασίας. Πάρτε για παράδειγμα τις δικομανείς πολυεθνικές του πετρελαίου που μηνύουν κατά ριπάς ολόκληρες χώρες εις βάρος φυσικά του πλανήτη. Υπάρχουν βέβαια και λιγότερο προφανείς μολυντές, όπως το ίντερνετ. (Fun fact: μία ταινία δύο ωρών ρυπαίνει όσο 45 λεπτά οδήγησης με το αυτοκίνητο ισχυρίζεται ο Stefano Bonetti, Καθηγητής Πειραματικής Φυσικής Συμπυκνωμένης Ύλης στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari της Βενετίας.)
Στο θέμα μας όμως. Οι πολεμικές συγκρούσεις και ο στρατός είναι από τους μεγαλύτερους ρυπαντές στον κόσμο. Περίπου το 60% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προέρχεται από δέκα μόλις χώρες: Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, Ινδονησία, Ρωσία, Βραζιλία, Ιαπωνία, Ιράν, Καναδάς και Σαουδική Αραβία και όλες τους – εκτός από την Ινδονησία – είναι μεταξύ των 20 χωρών με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες. Το περιβάλλον είναι το αόρατο θύμα στις συγκρούσεις και αυτό έγινε πιο φανερό με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου της χρονιάς που εκπνέει.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία απέδειξε πόσο εξαρτημένοι είμαστε ακόμη από τα ορυκτά καύσιμα. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ορυκτών καυσίμων στον κόσμο και ένας ιδιαίτερα σημαντικός προμηθευτής στην Ευρώπη. Η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα πρόκειται να φτάσει σε νέο υψηλό το 2022 καθώς η ενεργειακή κρίση κλονίζει τις αγορές, ελλείψει ισχυρότερων προσπαθειών για την επιτάχυνση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρακας θα συνεχίσει να είναι η μεγαλύτερη ενιαία πηγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος.
«Ο κόσμος είναι κοντά σε μια κορύφωση στη χρήση ορυκτών καυσίμων, με τον άνθρακα να είναι ο πρώτος που θα υποχωρήσει, αλλά δεν είμαστε ακόμη εκεί», δήλωσε ο Keisuke Sadamori, Διευθυντής Ενεργειακών Αγορών και Ασφάλειας του Διεθνή Οργανισμού Ενέργειας. «Η ζήτηση άνθρακα είναι πεισματική και πιθανότατα θα φτάσει σε υψηλό όλων των εποχών φέτος, αυξάνοντας τις παγκόσμιες εκπομπές. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η σημερινή κρίση επιταχύνει την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση και τις αντλίες θερμότητας – και αυτό θα μετριάσει τη ζήτηση άνθρακα τα επόμενα χρόνια. Οι κυβερνητικές πολιτικές θα είναι το κλειδί για τη διασφάλιση μιας ασφαλούς και βιώσιμης πορείας προς τα εμπρός».
Τα μέλη της ΕΕ έχουν εισαγάγει υποχρεώσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου και συμφώνησαν σε εθελοντικούς στόχους για μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας κατά 15% αυτόν τον χειμώνα μέσω μέτρων απόδοσης, μεγαλύτερης χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και υποστήριξης για βελτιώσεις απόδοσης. Η ρωσική εισβολή πυροδότησε μια επανεκτίμηση των ενεργειακών πολιτικών και προτεραιοτήτων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα δεκαετιών αποφάσεων υποδομών και επενδύσεων.
Οι αγορές ενέργειας άρχισαν να στριμώχνονται το 2021 λόγω διαφόρων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία. Η κατάσταση όμως κλιμακώθηκε σε πλήρη παγκόσμια ενεργειακή κρίση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η τιμή του φυσικού αερίου έφτασε σε υψηλά ρεκόρ και ως αποτέλεσμα και η ηλεκτρική ενέργεια σε ορισμένες αγορές. Οι τιμές του πετρελαίου έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας συνέβαλαν σε έναν επικίνδυνα υψηλό πληθωρισμό, ώθησαν οικογένειες στη φτώχεια και επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη σε σημείο που ορισμένες χώρες οδεύουν προς σοβαρή ύφεση. Στις αναδυόμενες οικονομίες, όπου το μερίδιο των οικιακών προϋπολογισμών που δαπανάται για ενέργεια και τρόφιμα είναι ήδη μεγάλο, οι υψηλότεροι λογαριασμοί ενέργειας αύξησαν την ακραία φτώχεια και καθυστερούν την πρόοδο προς την επίτευξη καθολικής και οικονομικά προσιτής ενεργειακής μετάβασης. Ακόμη και στις προηγμένες οικονομίες, η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα ευάλωτα νοικοκυριά και έχει προκαλέσει σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις.
Το 17% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δεν γνωρίζει τι σημαίνει ο όρος ενεργειακή φτώχεια, σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ. «Ενεργειακή φτώχεια έχουμε όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρατήσουν ζεστά τα σπίτια τους. Και αυτό προκαλεί τεράστια προβλήματα», σημειώνει η πρωτοβουλία End Fuel Poverty Coalition.
Ενεργειακή φτώχεια είναι ο όρος που αποδίδεται στον τύπο της φτώχειας στην οποία τα νοικοκυριά δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες ενέργειας για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και υγείας. Με άλλα λόγια, όταν δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να θερμάνουν κατάλληλα τα σπίτια τους τον χειμώνα ή να έχουν δροσιά το καλοκαίρι. Και η φτώχεια είναι βία, συστημική. Ειδικότερα, στον δήμο της Αθήνας, παρατηρείται σημαντική γεωγραφική διάχυση της εγκατάλειψης και των χαμηλών ενεργειακών προδιαγραφών των κτιρίων, της φτώχειας και της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι δύο βασικές αιτίες της ενεργειακής φτώχειας είναι τα χαμηλά εισοδήματα και η διαβίωση σε κτίρια με χαμηλή ενεργειακή απόδοση.
Παρότι το δικαίωμα πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες όπως η ενέργεια κατοχυρώνεται στην Αρχή 20 του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η οποία ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες καλής ποιότητας, όπως νερό, αποχέτευση, ενέργεια και μεταφορές».
Το Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της φτώχειας παρουσίασε μια έρευνα με στοιχεία από την πρόσφατη έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ καθώς και μέσω έρευνας που διεξήγαγε το ΕΔΚΦ σε συνεργασία με οργανώσεις, δείχνοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της περιόδου που διανύουμε δεν είναι άλλο από αυτό της ενεργειακής φτώχειας.
Συγκεκριμένα, το 84,6% των ερωτηθέντων (ωφελούμενοι των οργανώσεων) δήλωσε πως αντιμετωπίζουν ενεργειακή φτώχεια.
Το 20% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι οι σημαντικότερες ανάγκες που αντιμετωπίζει είναι οικονομικές/ έλλειψη επαρκών πόρων, το 18,3% εξεύρεση εργασίας/ πρόσβαση σε εργασία, το 15% θέματα στέγης, το 12,5 % μορφές ενεργειακής φτώχειας και άλλο ένα 12,5% επισιτιστική ανασφάλεια.
Παράλληλα, το 38,5% των ερωτηθέντων δυσκολεύονται πάρα πολύ να επιβιώσουν, το 23,1% δήλωσε ότι η κατάστασή τους χειροτερεύει ενώ το 19,2% αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με την όποια δυσκολία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε σχέση με τρεις βασικούς δείκτες αποτύπωσης της ενεργειακής φτώχειας, για το 2020 στην Ελλάδα το 17,1% των νοικοκυριών (39,1% των φτωχών νοικοκυριών) αντιμετωπίζουν οικονομική αδυναμία κάλυψης ικανοποιητικής θέρμανσης, το 28,2% (50,1% των φτωχών νοικοκυριών) δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
Περισσότερα από 54 εκατομμύρια νοικοκυριά στην ΕΕ, δηλαδή το 11% του πληθυσμού, υπολογίζεται ότι έρχονται αντιμέτωπα με το φαινόμενο και τις επιπτώσεις της ενεργειακής φτώχειας, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Ενεργειακή Φτώχεια. Κι αυτή είναι η αισιόδοξη εκτίμηση, καθώς ο πραγματικός αριθμός πιστεύεται ότι είναι ακόμη μεγαλύτερος από αυτόν.
Η Ελλάδα έχει θέσει ως στόχο τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας κατά 50% έως το 2025 και κατά 75% έως το 2030. Στην ΕΕ συμφώνησαν να συσταθεί ένα Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, το οποίο θα βοηθήσει τους πολίτες που είναι πιο ευάλωτοι λόγω ενεργειακής φτώχειας και οικονομικής αδυναμίας μετακινήσεων. Για πρώτη φορά η ΕΕ θα στηρίξει απευθείας την πράσινη μετάβαση των πιο ευάλωτων.
Ο δρόμος για ενεργειακή ανεξαρτησία είναι μακρύς κι αν δεν υπάρξουν περισσότερες, πιο συγκεκριμένες, άμεσες και φιλόδοξες προτάσεις,