Στις 12 Απριλίου, ο Φρέντι Γκρέι συλλαμβάνεται από την αστυνομία της Βαλτιμόρης με την αιτιολογία ότι φέρει πάνω του ένα σουγιά. Ο 25χρονος Αφροαμερικανός πέφτει σε κώμα την ώρα που μεταφέρεται με όχημα της αστυνομίας στο τμήμα. Διακομίζεται στο νοσοκομείο. Μία εβδομάδα αργότερα, στις 19 Απριλίου, ο Γκρέι θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Ο θάνατός του προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών και επεισοδίων, τα οποία εντάθηκαν μετά την κηδεία του νεαρού Αφροαμερικάνου, στις 27 Απριλίου.
Ο Γκρέι ζούσε στη Δυτική Βαλτιμόρη, πόλη της πολιτείας του Μέριλαντ, που έγινε γνωστή σε πολλούς μέσα από τη σειρά The Wire. Η καθημερινή ζωή και το κοινωνικοπολιτικό μωσαϊκό της πόλης συνθέτουν το ιστορικό του θανάτου του, το οποίο φαίνεται να ξεκινά πολύ πριν από τη γέννησή του.
Η Βαλτιμόρη είναι για τις ΗΠΑ και πολλούς Αφροαμερικάνους κάτι σαν σύμβολο απελπισίας. Ναρκωτικά, φτώχεια και ανεργία είναι τα χαρακτηριστικά μίας πολιτείας που απέχει μόλις 300 χιλιόμετρα από τη Νέα Υόρκη, την μητρόπολη-σύμβολο της ευημερίας. Βέβαια, αντίστοιχα τραγικά συμβάντα με αυτό της Βαλτιμόρης έχουν καταγραφεί και στο Φέργκιουσον, τη Νέα Υόρκη, το Κλίβελαντ, το Βόρειο Τσάρλεστον.
Όλες αυτές οι περιπτώσεις, ωστόσο, έχουν μία βασική διαφορά από εκείνη του Γκρέι. Αυτή η υπόθεση δεν αφορά απλώς στην πάγια τακτική ενός αστυνομικού σώματος, που εδώ και δεκαετίες δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από τις φυλετικές διακρίσεις. Ο θάνατος του Γκρέι έχει πάνω από όλα να κάνει με μία πολιτική – την ομοσπονδιακή πολιτική των ΗΠΑ-, η οποία εδώ και χρόνια παραμένει άπραγη στην κοινωνική παρακμή μίας ολόκληρης πόλης. Πρόκειται για ανθρώπους που «ξεχάστηκαν» από την υπόλοιπη κοινωνία που φαίνεται να μην της καίγεται καρφί για τη ζωή των φτωχών Αφροαμερικάνων της περιοχής.
Το προσδόκιμο ζωής στη Βαλτιμόρη είναι τα 65 χρόνια, όσο και στην αφρικανική Γκάνα. Το ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 16-24 ξεπερνά το 50%. Το μέσο ετήσιο εισόδημα για κάθε νοικοκυριό είναι 22.000$, ενώ το αντίστοιχο σε ομοσπονδιακό επίπεδο φτάνει τις 51.000$
Η Βαλτιμόρη δεν είναι Φέργκιουσον. Και αυτό γιατί, εκτός από το ζήτημα του ρατσισμού, η υπόθεση Γκρέι εγείρει ως βασικό ζήτημα τις συνθήκες ζωής εντός ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, που για μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι έως και αναξιοπρεπείς, ειδικά για τα δεδομένα μίας χώρας όπως οι ΗΠΑ. Πολλές συνοικίες της Βαλτιμόρης λειτουργούν ως μουσείο της ήττας του αμερικανικού ονείρου. Τα παράθυρα είναι αμπαρωμένα με κιγκλιδώματα, στις πόρτες βρίσκει κανείς κολλημένα χαρτιά που λένε «δεχόμαστε δελτία τροφίμων», ενώ τα ATM έχουν ρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να προμηθεύουν τους φτωχούς πελάτες τους με χαρτονομίσματα των 5$. Όλα αυτά σε έναν τόπο που ήταν κάποτε η περήφανη «πρωτεύουσα του χάλυβα». Μόνο η Bethlehem Steel, η δεύτερη μεγαλύτερη κοινοπραξία παραγωγής ατσαλιού στις ΗΠΑ, απασχολούσε 36.000 ανθρώπους. Ήταν η εποχή που το κόσμημα του Μέριλαντ φιλοξενούσε ένα εκατομμύριο ψυχές. Σήμερα η πόλη δεν έχει παρά 620.000 κατοίκους. Το ποσοστό θνησιμότητας είναι επτά φορές υψηλότερο από εκείνο της Νέας Υόρκης.
Στη Βαλτιμόρη έχει την έδρα της το Arch Social Club, το δεύτερο πιο παλιό σωματείο Αφροαμερικάνων, που ιδρύθηκε το 1905. Ο 90χρονος Λάρι Ουάσιγκτον, το μακροβιότερο μέλος του, αναφέρει στο περιοδικό Spiegel: «Όταν ήμουν νέος, ζούσαν πολλοί λευκοί στην περιοχή. Ωστόσο εδώ και πολύ καιρό έχουν αρχίσει να την εγκαταλείπουν». Η φυγή των λευκών πριν την αποβιομηχάνιση της περιοχής και ο έντονος διαχωρισμός που επέφερε μεταξύ λευκών και μαύρων άλλαξε ριζικά το προφίλ της πόλης. Φαίνεται μάλιστα πως τον τελευταίο καιρό εγκαταλείπουν το κέντρο της πόλης και όσοι Αφροαμερικάνοι ανήκουν στη μεσαία τάξη, επιλέγοντας να μείνουν στα προάστια.
Το προσδόκιμο ζωής στη Βαλτιμόρη είναι τα 65 χρόνια, όσο και στην αφρικανική Γκάνα. Το ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 16-24 ξεπερνά το 50%. Το μέσο ετήσιο εισόδημα για κάθε νοικοκυριό είναι 22.000$, ενώ το αντίστοιχο σε ομοσπονδιακό επίπεδο φτάνει τις 51.000$. To παραπάνω δυσμενές κοινωνικό πλαίσιο οδηγεί σε μία ζωή χωρίς αξίες – υποβάθμιση της οικογένειας, μακροχρόνια αποχή από την εργασία, ασταθές κοινωνικό περιβάλλον – που με τη σειρά της ωθεί τους νεαρούς Αφροαμερικάνους της Βαλτιμόρης στη χρήση ναρκωτικών και την εγκληματικότητα. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι πρόσφατο. Ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970, όταν και οι Αφροαμερικάνοι άρχισαν να αποξενώνονται κοινωνικά. Οι συνέπειες έγιναν αισθητές ήδη τη δεκαετία του ’80, όταν η «επιδημία του κρακ» κατέστρεψε τη ζωή εκατομμυρίων μαύρων. Κάποιοι πέθαναν, άλλοι κατέληξαν στη φυλακή και άλλοι κατέστρεψαν τη ζωή τους στην εξάρτηση.
Σκηνές από τη σύλληψη και τη μεταφορά του Φρέντι Γκρέι στο νοσοκομείο
Ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, κήρυξε το 1986 τον «Πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά», χωρίς βέβαια να αναζητήσει τα κοινωνικά αίτια που οδηγούσαν τους Αφροαμερικάνους – και όχι μόνο – στην εξάρτηση. Το αποτέλεσμα της πολιτικής του Λευκού Οίκου ήταν η θεσμοθέτηση μακροχρόνιων ποινών για τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Σήμερα, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Αμερικάνοι βρίσκονται στις φυλακές, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μαύροι. Πίσω μένουν γυναίκες, παιδιά και διαλυμένες οικογένειες. Οι συνέπειες της παραπάνω πολιτικής υπογραμμίζονται από την Μισέλ Αλεξάντερ, συγγραφέα του βιβλίου «The New Jim Crow». Η Αλεξάντερ συγκρίνει τις μαζικές φυλακίσεις Αφροαμερικανών τη δεκαετία του ’80 με τους νόμους «Jim Crow», που θεσμοθετημένοι από το 1890, καθιστούσαν τους μαύρους της Αμερικής πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Ο ρατσισμός που γιγαντώνεται σήμερα στη Βαλτιμόρη είναι πιο «εκλεπτυσμένος» σε σχέση με τον ρατσισμό του 20ού αιώνα. Είναι αυτό που πολλοί στις ΗΠΑ αποκαλούν Redlining. Πολλές ασφαλιστικές, τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών θέτουν κόκκινες γραμμές στις περιοχές όπου διαμένουν πολλοί Αφροαμερικάνοι. Όσοι ζουν σε αυτές τις συνοικίες, λαμβάνουν δάνειο ή ασφαλιστικές υπηρεσίες υπό δυσμενέστερους όρους ή, ακόμα χειρότερα, αδυνατούν να απολαύσουν τέτοιου είδους υπηρεσίες. Όποιος μένει εκεί, γίνεται δυσκολότερα δεκτός σε μία θέση εργασίας. Όπως αναφέρει στο Spiegel ο διευθυντής του Think Tank Leader of a Beautiful Struggle, Άνταμ Τζάκσον, οι παραπάνω κοινωνικές συνθήκες είναι «τα πραγματικά αίτια των συγκρούσεων στη Βαλτιμόρη».
Η λέξη που περιγράφει με ακρίβεια τη σχέση των Αφροαμερικανών με τη χώρα στην οποία ζουν είναι αυτή της «λείας», καθώς η κοινωνία παίρνει ό,τι εκείνοι προσφέρουν για να το δώσει σε κάποιους άλλους. Τα 250 χρόνια σκλαβιάς των Αφροαμερικάνων στην αμερικανική ήπειρο υπήρξε η απόλυτη μορφή πλιάτσικου που έχει γίνει σε βάρος τους. Μία απόλυτη κλοπή του σώματος, της οικογένειας, της δουλειάς, της ίδιας της ύπαρξης τους
Δεν είναι μόνο ο κοινωνικός αποκλεισμός, αλλά και η κρατική βία σε βάρος των Αφροαμερικάνων της Βαλτιμόρης που πρέπει να αναζητηθεί πέρα από την υπόθεση του Φρέντι Γκρέι. Ο Τα-Νέχισι Κόουτς, σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Atlantic, ανέφερε πως η λέξη που περιγράφει με ακρίβεια τη σχέση των Αφροαμερικανών με τη χώρα στην οποία ζουν είναι αυτή της «λείας», καθώς η κοινωνία παίρνει ό,τι εκείνοι προσφέρουν για να το δώσει σε κάποιους άλλους. Τα 250 χρόνια σκλαβιάς των Αφροαμερικάνων στην αμερικανική ήπειρο υπήρξε η απόλυτη μορφή πλιάτσικου που έχει γίνει σε βάρος τους. Μία απόλυτη κλοπή του σώματος, της οικογένειας, της δουλειάς, της ίδιας της ύπαρξης τους.
Η παραπάνω βία άλλαξε μορφή, αλλά δεν εξαλείφθηκε. Και αυτό το λένε οι αριθμοί. Στις ΗΠΑ το ποσοστό φυλάκισης είναι 750 άτομα ανά 100.000 κατοίκους. Πρόκειται για ποσοστό πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο της αυταρχικής Ρωσίας του Πούτιν, το οποίο κυμαίνεται σε 400 με 500 φυλακισμένους ανά 100.000 κατοίκους. Ακόμη, ενώ η Κίνα έχει ένα δις περισσότερους κατοίκους από τις ΗΠΑ, οι τελευταίες έχουν στις φυλακές τους 800.000 περισσότερα άτομα από την ασιατική χώρα. Τα τερατωδώς υψηλά ποσοστά φυλάκισης στις ΗΠΑ αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν τα εξετάσει κανείς από την πλευρά των Αφροαμερικάνων. Ανά 100.000 κατοίκους, οι Αφροαμερικανοί πίσω από τα κάγκελα αγγίζουν τους 4.000.
Απόλυτα αναγκαίο να αποκαλυφθεί η αλήθεια, ανέφερε ο Μπαράκ Ομπάμα για τη δολοφονία του Φρέντι Γκρέι.
Η δολοφονία του Φρέντι Γκρέι – όρος που χρησιμοποίησε η εισαγγελέας Μέριλιν Μόσμπι – είναι η στιγμιαία αποτύπωση μίας διπλής βίας που ξετυλίγεται στη Βαλτιμόρη: αφενός της αυστηρά αστυνομικής, αφετέρου της ομοσπονδιακής. Οι Αφροαμερικάνοι διαμαρτύρονται, καίνε αυτοκίνητα και αναποδογυρίζουν περιπολικά, γιατί απαντούν στη βία που δέχονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας των ΗΠΑ. Ο Κυβερνήτης του Μέριλαντ, Λόρενς Χόγκαν, δήλωσε στους New York Times ότι «η βία δε θα γίνει ανεκτή». Δεν είπε κάτι, όμως, για τη συστημική βία που ασκείται διαρκώς εναντίον όσων τώρα βρίσκονται στο δρόμο…