Categories: ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Αποστολή στη Σαγιάδα: Το τελευταίο ελληνικό παραλιακό χωριό στα σύνορα με την Αλβανία

Το όνομα Σαγιάδα μπορεί να σημαίνει ψαρότοπος, και η ονομασία να οφείλεται στους Σαρακινούς που όργωναν τη Μεσόγειο, ή από τη λέξη σαλιάντες  που σήμαιναν οι αλυκές. Οι μεγαλύτερες αλυκές στην Ήπειρο ήταν στη Σαγιάδα και το Σαγιαδινό αλάτι ταξίδευε σε όλη την Ήπειρο και τα Βαλκάνια. Τον μεσαίωνα για να μπορεί να υπάρξει ένας στρατός, μια πόλη οργανωμένη, έπρεπε να υπάρχει αλάτι. Δεν είναι τυχαίο που με το αλάτι πλήρωναν. Ήταν το περίφημο σαλάριουμ, αμοιβή άλατος. Για να πληρώσεις λοιπόν ένα στρατό χρειαζόσουν αλάτι, για να τον θρέψεις χρειαζόσουν πάλι αλάτι. Σ’ αυτό το μέρος συγκρούστηκαν Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Αρβανίτες, Σλάβοι και όλες οι φυλές του Ισραήλ. Ταυτόχρονα οι φυλές που κατοικούσαν σ αυτό τον τόπο ήταν πάντα κατατρεγμένες. Παρ’ όλα αυτά κατάφεραν να φτιάξουν το παλιό χωριό, την παλιά Σαγιάδα, πάνω στο βουνό η οποία χτίστηκε στα ερείπια μιας αρχαίας πόλης. Σήμερα όποιον κι αν ρωτήσεις για ιστορικές πληροφορίες του τόπου, για την χλωρίδα, την πανίδα, την αρχιτεκτονική, η απάντηση είναι η ίδια. Πήγαινε στον Μιχάλη.

Ο Μιχάλης Πασιάκος είναι γέννημα θρέμμα Σαγιαδινός και έχει αποφασίσει συνειδητά να μείνει στον τόπο του. Έχει μανταρινιές στον κάμπο και λέει γελώντας “Τα δέντρα μου είναι τα χειρότερα του κάμπου μιας που δεν τα ραντίζω, αλλά ο καρπός τους είναι ο καλύτερος του κάμπου” . Τον περισσότερο χρόνο τον περνάει μέσα στα βιβλία του. Συλλέκτης ιστορικών στοιχείων της περιοχής και συγγραφέας, φωτογραφίζει και περιπλανιέται στα βουνά και τα μονοπάτια της Ηπείρου καταγράφοντας τις άγριες ορχιδέες του τόπου και μαζεύοντας άγρια μανιτάρια. Ακόμα και η αρχαιολογία απευθύνεται στον ίδιο όταν προκύπτει ένα πρόβλημα. Το σπίτι του μοιάζει με μουσείο. Ο Μιχάλης ταξιδεύει, κάνει εκθέσεις και υπερασπίζεται με κάθε τρόπο τις ιδέες και τις θέσεις του. Όταν του πρότειναν οι συγχωριανοί του να πολιτευτεί δηλώνοντας ότι θα τον ψήφιζαν ομόφωνα όπου κι αν πήγαινε, τους είπε: Ευχαριστώ πολύ, πάρτε μου ένα ποδήλατο.

Ο Μιχάλης Πασιάκος στη Σαγιάδα

Η παλιά Σαγιάδα ήταν χτισμένη πάνω στο βουνό και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των πειρατών, μιας που δε μπορούσαν να τη δουν από τη θάλασσα. Τα καλοκαίρια γίνονται πανηγύρια με πολυφωνικά τραγούδια και οι φωνές των γυναικών σε συδυασμό με τα ερειπωμένα σπίτια δε μπορεί να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο. Ο Μιχάλης μου εξηγεί πως  η παλιά Σαγιάδα κάηκε τον Αύγουστο του 1943 από τους Γερμανούς. Όσοι Σαγιαδινοί γλίτωσαν πήγαν στα Βαλκάνια και στην Αλβανία. Μετά τον εμφύλιο γύρισαν και έμειναν όλοι στην παραλία σε καλύβες και μετά άρχισαν σιγά σιγά να βγαίνουν προς τα έξω και έφτιαξαν τη σημερινή Σαγιάδα. Σήμερα οι Σαγιαδινοί είναι αγρότες και ψαράδες. Σε μια Ελλάδα που η ανεργία είναι το νούμερο ένα των προβλημάτων, υπάρχει μια Σαγιάδα και η ευρύτερη περιοχή η οποία δεν αντιμετωπίζει κανένα τέτοιο πρόβλημα. Αυτό γιατί οι περισσότεροι έχουν παράλληλες δραστηριότητες. Ασχολούνται με τις καλλιέργειες  και το ψάρεμα.

“Στα τέλη της δεκαετίας του 70, δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μια ιδιωτική εταιρία η οποία έβγαζε χαλίκι και το πήγαινε στην Κέρκυρα. Οι επιχειρηματίες μετεξέλιξαν την εταιρία και την έκαναν αλιευτική. Αργότερα ήρθαν και άλλες μεγάλες εταιρίες και δημιούργησαν μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας.  Υπάρχουν και κάποιοι μικρότεροι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην ιχθυοκαλλιέργεια αλλά δεν έχουν και πολύ μέλλον μιας που έτσι όπως είναι τα πράγματα στο τέλος επιβιώνουν μόνο οι μεγάλοι και δυνατοί. Το χειρότερο είναι ότι ενώ οι εταιρίες παρουσιάζουν τεράστιους ισολογισμούς, οι εργάτες πολλές φορές μένουν απλήρωτοι, είτε δουλεύουν σε πολύ σκληρές και επικίνδυνες συνθήκες. Ας μην ξεχνάμε το οικολογικό κόστος που είναι τεράστιο. Ενώ λέμε συνέχεια ότι αν φύγουν οι ιχθυοκαλλιέργειες, η ζημιά που προκαλούν είναι αναστρέψιμη, εν τέλει δεν είναι.  Γιατί με τις επεμβάσεις στο χερσαίο τμήμα καταστρέφουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον, ακόμα και τις λιμνοθάλασσες . Επίσης όταν δεν τηρούνται ακόμα και αυτοί οι άθλιοι νόμοι, όπως τα 500 μέτρα απόστασης από μονάδα σε μονάδα και κάνει ο καθένας ότι θέλει, τα αποτελέσματα είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος. Εμείς αυτό που προσπαθούμε είναι να κρατήσουμε κάποια όρια δηλαδή να μην προχωρήσει προς το λιμανάκι της Σαγιάδας καμιά δραστηριότητα” λέει ο Μιχάλης Πασιάκος.

Ο Kamal είναι από την Αίγυπτο και δουλεύει στις ιχθυοκαλλιέργειες από το 1999 ως δύτης. “Τη μέρα βγάζουμε από 8 έως 10 τόνους ψάρι και τα στέλνουμε στην Αθήνα και στην Ιταλία.”

Ο Γιώργος Διαμάντης είναι 35 χρονών, προέρχεται από οικογένεια ψαράδων και συνεχίζει την παράδοση. Παράλληλα ασχολείται με τα εσπεριδοειδή στον κάμπο.

“Στη Σαγιάδα υπάρχουν τα φυσικά ιχθυοτροφία που νοικιάζει ο συνεταιρισμός των 25 νεότερων ψαράδων της περιοχής. Εκεί πιάνουμε σουπιές, χταπόδια και πολλά άλλα. Τα εμπορευόμαστε και τροφοδοτούμε σχεδόν όλο το νομό. Η δουλειά αυτή έχει πολλές δυσκολίες, αλλά η βασικότερη είναι ο καιρός. Μπορεί να χει κύμα μια βδομάδα και να μην πέφτει ο αέρας με τίποτα. Τότε, δεν έχουμε επιλογή. Είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε στη θάλασσα για το μεροκάματο. Το καλό είναι ότι λόγο της αλιείας και του κάμπου το χωριό έχει πολλούς νέους που μένουν εδώ μόνιμα. Συνολικά οι κάτοικοι είμαστε 600 άτομα αλλά φαντάσου από τους νέους δε φεύγει κανένας. Ακόμα κι αυτοί που έφυγαν για σπουδές, ξαναγύρισαν και βοήθησαν με τις γνώσεις τους ώστε να δουλεύουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια.  Ο αλιευτικός στόλος έχει ανανεωθεί και βελτιώνονται οι συνθήκες για όλους μας”, λέει ο Γιώργος Διαμαντής ενώ παράλληλα δουλεύει στον λυόμενο χώρο που διατηρεί τα ψάρια του.

“Η κρίση μας έχει επηρεάσει όσον αφορά τη διάθεση των προϊόντων. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να αποφύγουμε τους μεγαλέμπορους που θα μας σηκώσουν την ψαριά μισοτιμής. Έτσι, αν δεν μπορούμε να πουλήσουμε μόνοι μας, δεν πάμε για ψάρεμα”.

Ο Γιώργος Καμβίσιας είναι ψαράς. Είναι 78 χρονών και γεννήθηκε στην παλιά Σαγιάδα. Το 1948 έφυγε με την οικογένειά του με ένα καΐκι για την Κέρκυρα. Το 1952 επέστρεψε στη Σαγιάδα και άρχισε να ψαρεύει. Εδώ και 32 χρόνια καλλιεργεί μανταρίνια στον κάμπο και επειδή δεν έχει αφεντικά στο κεφάλι του, κάνει το δικό του πρόγραμμα ανάλογα το κέφι και τις ανάγκες του.

“Συνήθως ξυπνάω πρωί, κατά τις εφτά ξεκινάω, είτε για τον κάμπο είτε για ψάρεμα. Αν έρθω για ψάρεμα παίρνω τον πάγο κοντά, και πάω στο μισά της Κέρκυρας και μαζεύω τα δίχτυα που χω ‘ρίξει αποβραδίς.  Τώρα, τι θα σηκώσει το δίχτυ δεν ξέρεις. Μια φορά σήκωσα ένα σκυλόψαρο. Τα ‘χασα εκείνη την ώρα, ήτανε 100κιλά. Μου ‘φυγε πάλι μέσα και το ‘χασα. Συνήθως πιάνω μπακαλιάρο. Τα πουλάω μετά στον έμπορα ή στις ταβέρνες ή και στις λαϊκές αγορές καμιά φορά. Το πρόβλημα είναι οι ανεμότρατες που περνάνε και τα σαρώνουν όλα. Αυτές δεν αφήνουν ούτε το μικρό το καλαμάρι και πες μου εσύ, αν δε σεβαστείς τη φύση πού θα βρεις τροφή μετά. Αδειάζουν μετά το σακί πάνω στη βάρκα και διαλέγουν το 20 % περίπου, και το κρατάνε. Όλο το υπόλοιπο το πετάνε πάλι μέσα στη θάλασσα. Αυτό είναι μεγάλη καταστροφή για το περιβάλλον. Τους έχουμε πάει και στα δικαστήρια αλλά δε βγαίνει τίποτα. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό!”

Ο χάρτης στο τελευταίο ελληνικό τελωνείο, πριν την Αλβανία.

Ένα βήμα πριν περάσεις τα σύνορα.

 

Ασπασία Κουλύρα

Share
Published by
Ασπασία Κουλύρα