«Προτείνουμε το cluster της ναυτιλίας να στεγαστεί σε νέο Πολυδύναμο Διοικητικό Κέντρο, το οποίο θα ανεγερθεί αφού κατεδαφιστεί ο Πύργος του Πειραιά, ένα κτίριο- σύμβολο των ευκαιριών ανάπτυξης που ο Πειραιάς έχει χάσει μέχρι σήμερα. Στο νέο Πολυδύναμο Κέντρο θα μπορούν επίσης να στεγαστούν σωματεία και κοινωνικοί φορείς της πόλης», είχε δηλώσει προγραμματικά ο νυν δήμαρχος Πειραιά, Γιάννης Μώραλης. Το δίχως άλλο, πρόκειται για μια εντυπωσιακή δέσμευση. Βέβαια, το να κατεδαφίσει κανείς έναν από τους ψηλότερους ουρανοξύστες της Μεσογείου προκειμένου να τον αντικαταστήσει με κάτι «πολυδύναμο» μοιάζει σε πρώτη φάση λίγο οξύμωρο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι και η κατεδάφιση μια άποψη. Ένα είναι σίγουρο: αυτός ο Πύργος παραμένει 42 χρόνια στην ίδια θέση, σιωπηλά υπομένοντας τους ψιθύρους δυσαρέσκειας των Πειραιωτών, που τον βλέπουν είτε σαν σύμβολο υποβάθμισης είτε απλώς σαν μια αχρείαστα ψηλή κονσέρβα, τους Πειραιώτες δημάρχους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον και να ευαγγελίζονται αλλαγές προς την όποια κατεύθυνση, τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς για την αξιοποίησή του να πέφτουν στο κενό ο ένας μετά τον άλλον και, τέλος, τις προσωποποιήσεις και τα προσωνύμια –εφευρέσεις του δημοσιογραφικού κόσμου – να τον σταμπάρουν εν αγνοία του με τη ρετσινιά της χούντας ή με την ιδιότητα του φαντάσματος. Με λίγα λόγια, ο Πύργος του Πειραιά ορίζει αλά ελληνικά τον όρο «ανάπτυξη» και ίσως συνοψίζει τη σύγχρονη ιστορία της χώρας: μια ιστορία με πολλά λόγια και μηδενική δράση, με πολλές προσπάθειες και μηδενικά αποτελέσματα, με πολλές ευκαιρίες και προκλητική αδράνεια.
Παραδόξως, αυτή είναι μια ιστορία που θα ξεκινήσει από το τέλος για να καταλήξει στην αρχή. Το τέλος, λοιπόν, αρχίζει στο χρονικό σημείο όπου κατάφερα να διακρίνω το λόφο της Ακρόπολης από τον 22ο όροφο του δεύτερου ψηλότερου κτηρίου του λεκανοπεδίου. Με μια στροφή 180 μοιρών, έβλεπα τη θάλασσα. Και κάτω από τα πόδια μου εκτεινόταν η θορυβώδης και γεμάτη ζωή αγορά του Πειραιά. Μετά από αρκετή ώρα ποδαρόδρομο, μετά από επικίνδυνες σκάλες και προσεκτικά βήματα, μετά από τόνους τσιμέντου αλλά μόνο έναν τόνο του γκρι – κανένα άλλο χρώμα για τρεις ώρες- μετά από δεκάδες άψυχα κουφάρια πουλιών που δεν βρήκαν ποτέ το δρόμο να βγουν από κει μέσα, αν μη τι άλλο η θέα σε αποζημιώνει και σου αφήνει και τα ρέστα δικά σου. Πριν από αυτή τη μικρή κατάκτηση της κορυφής όμως, η κατάσταση ήταν χειρότερη απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Το κτήριο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εσωτερικά από τον τρίτο όροφο και μετά. Προσωπικά, περίμενα να δω κάποιο απομεινάρι ανθρώπινης δραστηριότητας, φανταζόμουν ότι όλο και κάποιος άστεγος θα είχε βρει καταφύγιο μέσα στο μεγαθήριο – παιδί της ανάπτυξης. Πέρα από κάποιες φρασούλες της δεκαετίας του ’00 και από κάποια συνθήματα ΠΑΟ– γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ένας εγκαταλελειμμένος πύργος είναι το μοναδικό σημείο του παραδοσιακά κόκκινου Πειραιά όπου μπορεί κανείς να γράψει ανενόχλητος «ζήτω η Θύρα 13» και να τη βγάλει καθαρή – δεν υπήρχε κανένα άλλο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Μόνο κάτι παλιακά κονσερβοκούτια και πακέτα από τσιγάρα, που μπορεί να ήταν εκεί από τις τελευταίες εργασίες που έγιναν στον Πύργο. Μετά τον 7ο όροφο, είχα πια καταλάβει πως το μέρος δεν ενδείκνυται για να στεγάσει κανέναν και τίποτα. Το ζήτημα, όμως, είναι γιατί.
Το ιστορικό, οι δήμαρχοι, δυο κάμερες και η τραγική ειρωνεία
Η ανέγερση του Πύργου, ή αλλιώς του «Εμποροναυτιλιακού Κέντρου Πειραιά», ήταν μια σύλληψη της χουντικής επταετίας (1967-1972). Ο Πύργος δημιουργήθηκε κατά μια έννοια σαν αντίπαλο δέος του Πύργου των Αθηνών, του ψηλότερου ουρανοξύστη της Αθήνας που ξεπερνά τον γίγαντα του Πειραιά κατά 19 μέτρα και 6 ορόφους. Το 1968 η νομοθεσία επέτρεψε για πρώτη φορά την έκδοση αδειών για κατασκευή ψηλών κτηρίων στην Αθήνα (Αναπτυξιακός Νόμος Α.Ν. 395/68 Περί του Ύψους των Οικοδομών και της Ελευθέρας Δομήσεως). Για το πολιτικό καθεστώς ο Πύργος εξυπηρετούσε ένα διπλό σκοπό. Αφενός, προοριζόταν να καταστεί σύμβολο της αναπτυξιακής δυναμικής του Πειραιά, που άλλωστε ήταν και παραμένει το μεγαλύτερο εμποροναυτιλιακό κέντρο της χώρας. Αφετέρου, ένα έργο τέτοιου βεληνεκούς σίγουρα θα επισφράγιζε την μεσσιανική ταυτότητα των καθεστωτικών, που χτίζοντας τον Πύργο στην πραγματικότητα έχτιζαν την εικόνα τους ως μεταρρυθμιστών και φορέων μιας νέας οικονομικής πολιτικής. Και ιδού, τί τραγική ειρωνεία: το κτήριο από σύμβολο ευρωστίας κατέληξε θλιβερό υπόμνημα παρακμής και από προσωπίδα πολιτικών οραματιστών – αυτών που αποπειράθηκαν να γράψουν με 22 ορόφους τσιμέντου το όνομά τους στην ιστορία – κατέληξε αποκύημα μιας μισητής επταετίας χουντικών– αυτών που εν τέλει κατάφεραν εκτός από τη δική τους εικόνα να καταβαραθρώσουν και αυτή του κτηρίου.
Πέραν όμως από αυτό το – κατάτι διασκεδαστικό – κλείσιμο του ματιού της Ιστορίας, το κτήριο έχει ύψος 84 μέτρα και το συνολικό εμβαδόν του ανέρχεται στις 30.000 α.τ.μ. (ήτοι, «ανεκμετάλλευτα τετραγωνικά μέτρα», για να χρησιμοποιήσουμε και μια αμιγώς ελληνική μονάδα μέτρησης). Η ομάδα μελέτης του αποτελούνταν από τους αρχιτέκτονες Ι.Βικέλα, Α. Λοϊζο και Γ. Μολφέση και τον πολιτικό μηχανικό Α. Οικονόμου. Οι προκαταρκτικές εργασίες ξεκίνησαν το 1972 επί δημαρχίας Αριστείδη Σκυλίτση, ενώ ο σκελετός του κτηρίου παραδόθηκε το 1974. Το 1983 ολοκληρώθηκε η επένδυσή του με γυάλινα και μεταλλικά ελάσματα επί δημαρχίας Γιάννη Παπασπύρου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι πρώτοι δύο όροφοι είχαν αξιοποιηθεί με κάποιον τρόπο, μέχρι πρότινος στέγαζαν κάποιες κρατικές υπηρεσίες, ένα σχολείο και ένα κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών. Το 1997-1998, με δήμαρχο Πειραιά το Στέλιο Λογοθέτη, προκηρύσσεται δημόσιος διεθνής πλειοδοτικός διαγωνισμός για την αποπεράτωση του έργου, ο οποίος όμως δεν ολοκληρώθηκε. Το 2001 επί δημαρχίας Χρήστου Αγραπίδη, προκηρύχθηκε μειοδοτικός αυτή τη φορά διαγωνισμός, με προϋπολογισμό της τάξης των 6 εκατομμυρίων, δηλαδή κατά 2 εκατομμύρια μικρότερο του προηγούμενου διαγωνισμού. Το διαγωνισμό κέρδισε η εταιρία «ΑΒΑΞ» όμως για άγνωστους λόγους δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση του έργου. Το 2007 το δημοτικό συμβούλιο Πειραιά με δήμαρχο τον Παναγιώτη Φασούλα ανοίγει ξανά το διάλογο για την αποπεράτωση του έργου, έχοντας μάλιστα για όραμα τη λειτουργία εστιατορίου με πανοραμική θέα στον τελευταίο όροφο. Αισιόδοξο σχέδιο. Αλλά ούτε κι αυτό περπάτησε. Στην ταράτσα του Πύργου υπήρχε μόνο ένα παραμελημένο δώμα, μια παρατημένη σκάλα και, όλως παραξένως, δυο κάμερες. Και μάλιστα όχι στραμμένες προς Ακρόπολη.
Στην επόμενη σελίδα: οι αστικοί μύθοι και τι λένε οι αρχιτέκτονες.
Page: 1 2