Αττικοί και αστικοί μύθοι
Πέρα από τα χρονικά και – κυρίως! – τα λογικά κενά που παρουσιάζονται στο παραπάνω χρονολόγιο, όπως άλλωστε είπαμε και νωρίτερα πολλά ψιθυρίζονται γύρω από τον Πύργο του Πειραιά, ανάμεσα σε Πειραιώτες, πολιτικούς και αρχιτέκτονες. Λέγεται ότι για να οικοδομηθεί ο Πύργος του Πειραιά, κατεδαφίστηκε ένα σήμα κατατεθέν της πειραϊκής γειτονιάς, το παλιό Ρολόι του Πειραιά, αν και αυτό δεν είναι αληθές αφού το Ρολόι βρισκόταν μπροστά από τον χώρο που χτίστηκε ο Πύργος και κατεδαφίστηκε επί δημαρχίας Σκυλίτση (μάλλον για αισθητικούς λόγους…). Από την άλλη οι δημότες δεν τρέφουν ιδιαίτερα συναισθήματα για ένα κτήριο που ουδέποτε ολοκληρώθηκε, ουδέποτε κατάφερε να προσαρμοστεί στους ταχύρυθμους παλμούς της περιοχής, ουδέποτε στάθηκε φιλόξενο σε επισκέπτες, και αντ’ αυτών απλά στέκεται εκεί πιάνοντας χώρο και λειτουργεί σαν κρεμάστρα διαφημιστικών. Από την άλλη, η στάμπα της χούντας ναι μεν παρουσιάζει ένα ιστορικό ενδιαφέρον, ωστόσο μια ιστορία με περισσότερη σκόνη κι από τον ίδιο τον Πύργο είναι ικανή να δικαιολογήσει τον αργό θάνατο 30.000 τετραγωνικών; Επιπλέον, κατά καιρούς έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι το κτήριο έχει προβλήματα στατικότητας, κάτι που οι ειδικοί σωρηδόν διαψεύδουν. Αλλά κανείς δεν τους ακούει. «Πρέπει να ξεχωρίσουμε το τί λένε ή πιστεύουν οι Πειραιώτες από το τί συμβαίνει στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα στατικότητας του κτηρίου, που κάποιοι χρησιμοποιούν σαν επιχείρημα για να δικαιολογήσουν την αδυναμία αξιοποίησής του, είναι κατά πάσα πιθανότητα ένας αστικός μύθος, όπως απέδειξε άλλωστε και ο σεισμός του 1999», εξηγεί ο αρχισυντάκτης του αρχιτεκτονικού portal «greekarchitects.gr», Μανώλης Οικονόμου. «Δεν υπάρχει καμία επίσημη αναφορά, κανένα αρχείο ή μελέτη που να αποδεικνύει ότι ο Πύργος έχει πρόβλημα στατικότητας. Μια άποψη που προσωπικά ασπάζομαι είναι ότι το κτήριο ήταν συνδεδεμένο με τη δημαρχία Σκυλίτση, ο οποίος ήταν στην συνείδηση του κόσμου χαρακτηρισμένος ως χουντικός». Μάλιστα, με πρωτοβουλία της ίδιας ιστοσελίδας διοργανώθηκε το 2010 ένας αρχiτεκτονικός διαγωνισμός με θέμα «Πύργος Πειραιά 2010: Αλλάζοντας την (πρόσ)ΟΨΗ», ο οποίος προσέλκυσε συμμετοχές από Ελλάδα και εξωτερικό και κατέληξε στη βράβευση πολλών και θεαματικών προτάσεων, που όμως παραμένουν απραγματοποίητες.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Πύργος έχει υποστεί τα πυρά των ρομαντικών υπερμάχων του «Αττικού Τοπίου», που θεωρούν ότι το ύψος του κλέβει λίγη – βασικά, αρκετή – από την δόξα του λόφου της Ακρόπολης. «Γύρω από τη συζήτηση για την ύπαρξη ψηλών κτιρίων στην Αθήνα έχουν δημιουργηθεί αρκετοί αστικοί μύθοι. Ο βασικότερος είναι ότι χτίστηκαν επί δικτατορίας και γι’αυτό έχουν δαιμονοποιηθεί. Ιδιαίτερα η προηγούμενη γενιά των αρχιτεκτόνων δυσκολεύτηκε να τα διαχειριστεί. Ο δεύτερος μύθος είναι η σεισμικότητα. Αρκεί να αναφέρω τα παραδείγματα του Τόκιο και του Λος Αντζελες για να καταπέσει. Τρίτος μύθος είναι το λεγόμενο αττικό τοπίο. Όμως η Αττική δεν είναι πια Επτάλοφος, είναι μια μάζα από μπετόν, που σκαρφαλώνει πάνω στα βουνά. Επομένως, δεν βρίσκω τίποτε ωραίο στο αττικό τοπίο για να διατηρηθεί. Φυσικά, υπάρχει ο περιορισμός της Ακρόπολης, του Λυκαβηττού ή περιοχών όπως είναι η Πλάκα. Κανείς δεν θέλει να δει έναν ουρανοξύστη στο κέντρο της Αθήνας. Θα μπορούσε, όμως, να υπάρχει στο Ελληνικό, στην Κηφισιά και αλλού. Απαιτείται, λοιπόν, μια πολύ καλή μελέτη, σωστή χωροθέτηση και πάνω απ’όλα πολιτική βούληση» είχε δηλώσει το Φεβρουάριο του 2010 στην Ελευθεροτυπία ο αρχιτέκτονας και αρθρογράφος στο GreekArchitects.gr, Αλέξιος Βανδώρος.
Εύλογα ερωτήματα και (συνδυ)αστικές σκέψεις
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι το εξής, όπως έχει διατυπωθεί από τη συντάκτρια της Ελευθεροτυπίας, Φωτεινή Μπάρκα: «Πώς είναι δυνατόν 30.000 τ.μ. τεράστιας εμπορικής αξίας στο “φιλέτο” του Πειραιά να μένουν αναξιοποίητα;». Γιατί, πέραν των αστικών μύθων, των ιστοριοκεντρικών αναλύσεων και των συναισθηματισμών, μιλάμε για ένα πραγματικό ουρανοξύστη, η μίσθωση του οποίου θα αναζωογονούσε κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ το ταμείο του Δήμου. Το οικονομικό δίλημμα, όμως, είναι σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας. «Σίγουρα τίθεται κι ένα ζήτημα οικονομικού κόστους, γιατί σε περιπτώσεις τόσο μεγάλων κτηρίων δύσκολα θα διατεθεί ένα ποσό για την αποπεράτωση αφενός, ή για τον εξοπλισμό τους αφετέρου. Υπάρχει μια σειρά κτηρίων στον Πειραιά τα οποία παραμένουν, όπως και ο Πύργος, αναξιοποίητα. Για κάποιο λόγο η αποφεύγεται το θέμα της επάνδρωσής τους και από τη ναυτιλιακή κοινότητα και τις ναυτιλιακές εταιρίες. Επίσης, υπάρχει πιθανότητα να προσκόπτει το έργο σε κάποια περιπλοκή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτηρίου. Σας αναφέρω για παράδειγμα το οικόπεδο-κληροδότημα του Αλεξάνδρυ Ζαχαρίου επί της ακτής Διλαβέρη: τα κληροδοτήματα εμπίπτουν σε συγκεκριμένους κανονισμούς και ως τέτοιο, το οικόπεδο Ζαχαρίου δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί σαν Πνευματικό Κέντρο, γιατί κατά το 80% μπορεί να ανήκει στο Δήμο Πειραιά, ωστόσο κατά το υπόλοιπο 20% ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών. Κατανοείτε λοιπόν ότι κάπου εκεί τα πάντα κολλάνε», μας εξηγεί ο κύριος Οικονομόπουλος. Από την προκήρυξη του διαγωνισμού του 2001, προκύπτει πως το κτήριο αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου Πειραιά, εκτός από ένα ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 334.80 τ.μ.που ανήκει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ίσως έχει αλλάξει κάτι από τότε ή ίσως αυτό το συμπέρασμα να είναι επισφαλές, σε κάθε περίπτωση, όμως, οι αιχμές που αφήνονται σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Πύργου ίσως είναι η απάντηση στο ερώτημα «τί πάει στραβά τόσα χρόνια;». Πάντως, από οικονομικής άποψης, η κατάσταση μοιάζει «μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα». Κι αυτό γιατί τόσο η αποπεράτωση όσο και η κατεδάφιση αυτού του ναρκωμένου θηρίου είναι αρκετά ακριβά project. Και τα μισθώματα που ο Δήμος έχει απολέσει τόσα χρόνια, δεν είναι παρά η θαρραλέα κλωτσιά ή το στραβοπάτημα που θα έριχνε τον Πειραιά είτε στον γκρεμό, είτε στο ρέμα.
Εδώ υπεισέρχεται όμως ένα δίλημμα δευτέρου βαθμού: κατεδάφιση ή μη κατεδάφιση; «Cap ou pas cap»; Η αλήθεια είναι ότι, ακόμη κι αν ο «κοιμώμενος γίγας» ως δια μαγείας – της γνωστής μαγείας του δημοσιονομικού budget και της πολιτικής διαύγειας – θα είχαμε πρόβλημα στο… πάρκινγκ. Δεν το λέω γι’ αστείο, μπορεί να φαίνεται μακρινό μεν, αλλά δεν παύει να είναι ένα ακόμη ζοφερό σενάριο του μέλλοντος. Το αστείο είναι πως, ακριβώς λόγω της έλλειψης χώρου στο σημείο όπου βρίσκεται ο Πύργος, υποθέτω πως καθίσταται δύσκολη και η κατεδάφιση. Επίσης, κυκλοφορούν και κάποιες ανησυχητικές φήμες σχετικά με τα υλικά του κτηρίου, οι οποίες αφορούν πιο συγκεκριμένα στον αμίαντο, ένα υλικό που έχει καταδικαστεί χρόνια τώρα ως καρκινογόνο. «Νομίζω πως η κατεδάφιση ενός κτηρίου τέτοιου μεγέθους είναι ένα εξαιρετικά δαπανηρό σχέδιο, κάπως ανώφελο και σίγουρα απαιτητικό ως προς την υλοποίησή του, δεδομένης της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται: ένα κτήριο 22 ορόφων πάνω σε έναν κεντρικό δρόμο του Πειραιά δεν γκρεμίζεται εν μία νυκτί, χρειάζεται ειδικές μελέτες για να γίνει, πολλώ δε μάλλον αν περιέχει και αμίαντο στα υλικά του, η απομάκρυνση του οποίου πρέπει να γίνει από εξειδικευμένο προσωπικό με ειδικό εξοπλισμό. Γενικώς είναι ένα κτήριο που στερείται υποδομών, κυρίως όσον αφορά στον περιμετρικά ελεύθερο χώρο, σε μια ήδη βεβαρημένη από την κίνηση περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κατεδάφιση δεν νομίζω πως είναι λύση», σχολιάζει η αρχιτέκτων και μηχανικός, Αλίκη Ζεπάτου. Υπάρχει βέβαια και η άποψη του κυρίου Οικονομόπουλου, ο οποίος επί του θέματος εξήγησε πως «η πλειοψηφία των κτηρίων της περιόδου εκείνης περιέχουν στα υλικά τους αμίαντο, συνεπώς δεν αποκλείεται καθόλου αυτό το σενάριο. Ωστόσο δεν νομίζω πως αυτό είναι λόγος να μην αξιοποιηθεί το κτήριο. Δεν μιλάμε για ένα σπιτάκι είκοσι τετραγωνικών, μιλάμε για ένα κτήριο-φιλέτο, ένα από τα μεγαλύτερα στη Μεσόγειο».
Αλλά βέβαια, το μεγαλύτερο ερώτημα από όλα παραμένει το γιατί δεν αξιοποιήθηκε τόσα χρόνια το δεύτερο ψηλότερο κτήριο της Ελλάδας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «αξιοποίηση» νομίζω πως λειτουργεί κάπως παραπλανητικά, δεδομένου ότι – για να μην ξεχνιόμαστε – πρώτο τίθεται το ζήτημα της αποπεράτωσης του έργου, του οποίου η παρούσα κατάσταση είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά «για τα μπάζα». Η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει βρεθεί, ίσα ίσα που όσο ψάχνει κανείς, τόσο βρίσκει τον εαυτό του να αποκλείει τα πιθανά σενάρια το ένα μετά το άλλο. Αν δεν φταίει η στάμπα της χούντας, οι φωνασκούσες κοινότητες των «αττικιστών», οι ψίθυροι των Πειραιωτών, ο κίνδυνος του αμιάντου, η στατικότητα του κτηρίου και το πρόβλημα στάθμευσης – αν υπάρχει κάτι που δεν φταίει, σίγουρα είναι το πάρκινγκ! – τότε ποιός φταίει που ένα κτήριο 22 ορόφων παραμένει αναξιοποίητο 42 χρόνια μετά; Και τέλος πάντων, το κτήριο το ίδιο δεν έφταιξε σε κανέναν. Συνεπώς γιατί να λάβει μεταχείριση τύπου «χέρι πονάει, χέρι κόβει», όπως κακά τα ψέματα συμβαίνει τόσο συχνά σ’ αυτή τη χώρα;
Page: 1 2