ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Από την ηρωίνη στην “τάι”: Ένα μεσημέρι στην Παναγή Τσαλδάρη με την Έρρικα

Παρασκευή μεσημέρι, κατηφορίζοντας την Παναγή Τσαλδάρη. Έχω μόλις τελειώσει από μια υποχρέωση και ακούω μουσική στα headphones ενώ πίνω καφέ. Απολαμβάνω την ηλιόλουστη μέρα που έρχεται σε αντιδιαστολή με τις εικόνες γύρω μου: Άστεγοι άνθρωποι, χρήστες και χρήστριες ουσιών, ηρωίνη, σκουπίδια, παραμελημένα κτίρια. Όλα τόσο γνώριμα στην Αθήνα και συνάμα τόσο κατ’ εξακολούθηση στενάχωρα.

Κάθομαι σε ένα πεζούλι. Λίγο παραπέρα, στέκεται μια νεαρή γυναίκα με καταπράσινα μάτια η οποία ετοιμάζεται να πάρει τη δόση της. Την παρατηρώ λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου.

Μερικά λεπτά μετά, έρχεται να μου ζητήσει αναπτήρα. Ίσως να είχε καταλάβει πως την παρατηρώ. Αναπτήρα δεν έχω, έχω όμως μια ξαφνική επιθυμία και περιέργεια να τη γνωρίσω. «Πώς σε λένε;», τη ρωτάω διστακτικά. «Έρρικα», μου λέει και χαμογελάει. Το χαμόγελο και το βλέμμα της γίνονται η αντανάκλαση της ψυχής της. Μιας ψυχής που φάνηκε εξαρχής πως φέρει αρκετή ζεστασιά και καλοσύνη, παρά το γεγονός ότι είχε επιλέξει να ακολουθήσει το σκοτάδι της χρήσης. Αποφασίζω να της μιλήσω και έτσι αρχίζουμε να συζητάμε για την καθημερινότητά της.

Στη μιάμιση περίπου ώρα που πέρασα μαζί της, έμαθα για τη ζωή της ως μητέρα, ως χρήστρια ηρωίνης και «τάι» (ταϊλανδέζικη ηρωίνη), ως σεξεργάτρια και ως γυναίκα με πολλαπλές ιδιότητες και εμπειρίες. Παραθέτουμε την ιστορία της Έρρικας – η οποία μου ζήτησε να διαβαστεί δυνατά – γνωρίζοντας πως για κάθε χρήστη και χρήστρια «αυτή» μπορεί να είναι η τελευταία τους μέρα στη ζωή, και επιθυμώντας ταυτόχρονα να αποδαιμονοποιήσουμε τους/τις ηρωινομανείς, που καθημερινά στιγματίζονται στους δρόμους της πόλης και συνδέονται αυτόματα με την επικινδυνότητα και την παραβατικότητα.

«Απ’ έξω λέω ότι είμαι 32 στα 33, αλλά είμαι 37 στα 38», μου λέει με παιχνιδιάρικη διάθεση. «Ζω στον Άγιο Νικόλαο σε ένα σπίτι που είχα καταφέρει να αγοράσω πριν λίγα χρόνια. Είχα κληρονομήσει από την οικογένειά μου αρχικά ένα σπίτι 142 τ.μ. και το χάρισα σε εισαγωγικά. Το πούλησα για πολύ λίγα χρήματα γιατί ήμουν απελπισμένη. Ο λόγος που το έκανα αυτό ήταν επειδή ήμουν 121 κιλά και ήθελα να κάνω επεμβάσεις για να τα χάσω. Έκανα λιποαναρρόφηση και κοιλιοπλαστική, μεταξύ άλλων. Έτσι, αφού πούλησα το σπίτι, έπρεπε να αγοράσω ένα μικρό για να έχει να μείνει κάπου ο Γιώργος, το παιδί μου», μου διηγείται. Ο 19χρονος γιος της Έρρικας αυτή τη στιγμή είναι φαντάρος. Μαθαίνω πως τον έκανε στα 15 της, και πως είναι εξαιρετικός barista.

«Πώς και έκανες τόσο μικρή παιδί;», τη ρωτάω. «Έμεινε τότε η κολλητή μου έγκυος και μου έλεγε, α, τι ωραία που θα ήταν να μεγαλώναμε μαζί τα παιδιά μας», μου εξηγεί. «Εκείνο το διάστημα είχα χωρίσει από τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα και είχα απογοητευτεί πολύ, και για να τον εκδικηθώ έβαλα στόχο σε τρεις μήνες να έχω βρει κάποιον άλλον σύντροφο και να κάνω οικογένεια. Έτσι και έκανα. Αν και πλέον με τον πατέρα του παιδιού μου έχουμε χωρίσει, είμαστε πολύ αγαπημένοι και ζούμε ακόμα μαζί στο σπίτι από ανάγκη. Ο καθένας έχει την προσωπική του ζωή – εγώ σκέψου έχω ζήσει εκεί και με νέο σύντροφο».

«Η τάι, είναι η ταϊλανδέζικη πρέζα, η ηρωίνη των φτωχών όπως συνηθίζουν να λένε».

Καθώς η Έρρικα μου μιλάει για τον γιο της, το βλέμμα της γλυκαίνει. «Τον λατρεύω και με λατρεύει και εκείνος, αλλά μου έχει πολύ μεγάλο θυμό λόγω της χρήσης». Από την ώρα που την έχω συναντήσει, αυτή είναι η πρώτη αναφορά που κάνει στη χρήση. «Όταν ο Γιώργος ήταν 2 χρόνων φύγαμε από την Αθήνα και πήγαμε στη Σαντορίνη για να απεξαρτηθώ. Είχα ξεκινήσει τη χρήση στα 14, οπότε μέχρι τότε έκανα περίπου 2μιση χρόνια ηρωίνη. Είχε έρθει μαζί και ο πρώην άντρας μου που ήταν κι εκείνος χρήστης. Ο γιος μου ευτυχώς τα σιχαίνεται τα ναρκωτικά. Στη Σαντορίνη κατάφερα να μείνω σχεδόν για 9 χρόνια καθαρή. Ύστερα επέστρεψα στην Αθήνα, πούλησα το σπίτι που σου είπα και κατρακύλησα ξανά. Όσο αστείο κι αν σου φανεί, η αφορμή ήταν ότι πούλησα το σπίτι με το οποίο ήμουν συναισθηματικά δεμένη. Δεν νιώθω ότι πούλησα απλώς ένα σπίτι, αλλά την ίδια την ψυχή μου», μοιράζεται μαζί μου συγκινημένη.

«Ο γιος μου δεν με έχει εγκαταλείψει ποτέ, αλλά μου έχει σηκώσει χέρι από το σοκ και τη λύπη που υπάρχει πίσω από τον θυμό του. Του λέω να πάμε μαζί σε οικογενειακό σύμβουλο και ψυχολόγο και είναι πολύ αντιδραστικός. Μου λέει “μια χαρά είμαι, εσύ φταις για όλα”. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον καταλαβαίνω…».

«Αν ξυπνήσω στις 10:00 και μέχρι τις 11:00 δεν έχω πιει, αρχίζει και πονάει το στομάχι μου, νομίζω πως μου φεύγουν κόπρανα, κάνω εμετό και βγάζω χολή με κηλίδες αίματος»

Ενώ ετοιμάζει τη δόση της, τη ρωτάω πότε είναι τα γενέθλιά της. «Έχω γεννηθεί στις 12 Αυγούστου του ’86 και είμαι Λέων. Αν νιώθεις άβολα δεν χρειάζεται να κοιτάς», μου λέει, και συνεχίζει: «Έπεσα κατευθείαν “στα σκληρά”. Ζήτημα αν έκανα 10 φορές στη ζωή μου μπάφο να ξέρεις. Δεν μου άρεσε γιατί βρωμοκοπάει. Αυτό που κάνω τώρα, η τάι, είναι η ταϊλανδέζικη πρέζα, η ηρωίνη των φτωχών όπως συνηθίζουν να λένε. Την προμηθεύομαι από μαύρους και έχω πάντα τις δικές μου σύριγγες τις οποίες παίρνω από το βανάκι του ΟΚΑΝΑ που μας τις μοιράζει ή πηγαίνω εγώ η ίδια στον ΟΚΑΝΑ. Δεν παίρνω ποτέ σύριγγα από ξένο άτομο. Εκεί μπορούμε επίσης και κάνουμε δωρεάν εξετάσεις για AIDS, HIV κ.ά. (εγώ κάνω συχνά), μας δίνουν και σάντουιτς – αν και λόγω της χρήσης μου κόβεται η όρεξη. Τώρα κανονικά πρέπει να πάρω 16 κιλά».

«Αναγκάστηκα να ξεκινήσω τάι γιατί είναι πιο φθηνό. Τώρα, αν για παράδειγμα ξυπνήσω στις 10:00 και μέχρι τις 11:00 δεν έχω πιει, αρχίζει και πονάει το στομάχι μου, μετά νομίζω πως μου φεύγουν κόπρανα, απελευθερώνονται τοξίνες, κάνω εμετό και επειδή δεν έχω τι να βγάλω συνήθως αφού τρώω λίγο, βγάζω χολή με κηλίδες αίματος. Σέρνομαι σαν το σκουλήκι άμα δεν πάρω τη δόση μου». Για να προλάβει αυτά τα επώδυνα συμπτώματα, η Έρρικα πρέπει να κάνει τουλάχιστον πέντε με έξι φορές τη μέρα χρήση.

«Σήμερα πέρα από τάι έχω πιει 21 υπνοστεντόν – το ρεκόρ μου είναι 32 και είμαι έτσι όπως με βλέπεις γιατί έχω πάθει ανοσία», μου λέει. Μία δόση τάι κοστίζει περίπου 3-5 ευρώ και είναι εύκολο να τη βρει κανείς στις πιάτσες της Αθήνας. «Με την ηρωίνη μπορούσα και έκοβα στεγνά και δεν είχα πολλές παρενέργειες. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ για κάποιες μέρες και μούδιαζαν τα πόδια μου, αλλά όχι κάτι παραπάνω. Ηρωίνη επίσης μπορείς να πιεις και μία μόνο φορά μέσα στη μέρα χωρίς να έχεις παρενέργειες».

Παρά τη συστηματική χρήση και τις μεγάλες ποσότητες ουσιών που καταναλώνει, η ευφράδειά της είναι εντυπωσιακή. «Μπορεί να μη διάβαζα τα σχολικά βιβλία αλλά έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία φιλοσοφίας, ιστορίας και ψυχολογίας. Ο Φρόυντ και ο Γκαίτε είναι οι αγαπημένοι μου», αναφέρει γελώντας, και, κάπου εκεί, αρχίζει να μου μιλάει για την εμπειρία της ψυχοθεραπείας, αφού η ίδια έχει επιχειρήσει να κάνει τρεις φορές. Η Έρρικα απευθύνθηκε στον ΟΚΑΝΑ.

«Ήμουν για τρία χρόνια σ’ ένα κρεβάτι γιατί είχα βαριά κατάθλιψη. Ίσα που έτρωγα αν μου έφερναν φαγητό και έβαζα νερό από το μπάνιο επειδή ήταν πιο κοντά στο δωμάτιο απ’ ότι η κουζίνα»

«Έχω πάει σε τρεις ψυχοθεραπευτές γιατί εγώ είμαι αγορασμένη, όπως το ακούς, αγορασμένη, όχι υιοθετημένη. Η βιολογική μου μητέρα – που δεν έχω ιδέα ποια είναι – με πούλησε σε μία άλλη γυναίκα, την πραγματική μητέρα μου, για πέντε εκατομμύρια δραχμές. Έμαθα ότι είμαι αγορασμένη στα 24 μου. Παρ’ όλα αυτά, με τη μάνα μου έχουμε εξαιρετικές σχέσεις και δεν ξέρω αν θα αντέξω χωρίς αυτή. Μιλάμε κάθε μέρα και πολλές φορές στο τηλέφωνο. Επίσης λέει πολύ καλό φλιτζάνι και ό,τι μου έχει πει έχει βγει!», μου λέει η Έρρικα για τη μητέρα της με αγάπη και θαυμασμό. Ο μπαμπάς της έχει φύγει από τη ζωή, είχαν ανέκαθεν όμως πολύ καλές σχέσεις. «Δεν θα ξεχάσω – επειδή έχω πολύ καλή φωνή και μικρή τραγουδούσα συνεχώς μέχρι να ξεκινήσω τη χρήση – ότι μου είχε αγοράσει ένα επαγγελματικό μικρόφωνο για να τραγουδάω. Για ένα διάστημα έκανα και ραδιοφωνικές εκπομπές».

«Μερικά χρόνια λοιπόν μετά την αποκάλυψη, αποφάσισα να ξεκινήσω μόνη μου ψυχοθεραπεία. Ήμουν για τρία χρόνια σ’ ένα κρεβάτι γιατί είχα βαριά κατάθλιψη. Ίσα που έτρωγα αν μου έφερναν φαγητό και έβαζα νερό από το μπάνιο επειδή ήταν πιο κοντά στο δωμάτιο απ’ ότι η κουζίνα. Η μόνη παρηγοριά μου ήταν η τηλεόραση – έχω τρελό κόλλημα, ξέρω τους διαλόγους των Δύο Ξένων απ’ έξω!».

Παρατηρώ τις πληγές στα χέρια της και αναρωτιέμαι αν παράλληλα με την ψυχοθεραπεία έχει σκεφτεί να ακολουθήσει ξανά τον δρόμο της απεξάρτησης. «Τα χέρια μου ήταν πολύ πιο πρησμένα απ’ ότι βλέπεις τώρα. Ευτυχώς έχω μια εξαιρετική γιατρό που με παρακολουθεί στο Συγγρού και μου έχει πει ότι πρέπει να κάνω αγωγή με κρέμες για να επουλωθούν οι πληγές, αλλά τα λεφτά δεν φτάνουν και για τα υπνοστεντόν και για την τάι και για την αγωγή που κοστίζει 36 ευρώ – οπότε το έχω παραμελήσει. Βέβαια, σκέφτομαι να σταματήσω ξανά τη χρήση και να μπω σε πρόγραμμα απεξάρτησης του ΟΚΑΝΑ. Το είχα επιχειρήσει πριν ενάμιση χρόνο, αλλά επειδή περνούσα και την κατάθλιψη δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι και να πηγαίνω εκεί. Ξεκίνησα τότε να φτιάξω σκέψου και τα δόντια μου, αλλά τα παράτησα όλα».

Η προσοχή της διασπάται για λίγο καθώς βρίσκεται υπό την επήρεια, και μου δείχνει περήφανη τα γυαλιά της: «Με κάθε outfit που φοράω βάζω και τα αντίστοιχα γυαλιά. Σπάνια θα φορέσω τα ίδια ρούχα, όσο εξαντλημένη κι αν είμαι!». Και συνεχίζει: «Να ξέρεις πως επειδή μου έχουν πει ότι έχω πολύ ωραία πόδια, δεν βαράω ποτέ στα πόδια. Τώρα παρακάλα να βρω… (σ.σ. ψάχνει φλέβα στα χέρια της, κάτω από τις πληγές της για αρκετά λεπτά)».

«Μια φορά μου λέει ένας τύπος, “άμα με αφήσεις να ουρήσω στο πρόσωπό σου θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ”. Πρώτον είμαι μάνα και πώς θα πάω εγώ μετά από κάτι τέτοιο να φιλήσω το παιδί μου;»

«Πώς περνάς τη μέρα σου;», τη ρωτάω. «Α, όλη μέρα έξω είμαι, ίσα που γυρίζω σπίτι για να κάνω ένα μπάνιο και να κοιμηθώ λίγες ώρες. Σαν χρήστρια ζω από τη σεξεργασία, οπότε δουλεύω πολλές ώρες στον δρόμο. Ή Θα κλέψεις ή θα γίνεις πουτάνα», μου λέει. «Πριν κάνω αυτή τη δουλειά, δεν κατηγορούσα τις κοπέλες που την έκαναν και ίσα-ίσα που τις συναισθανόμουν και έλεγα μπράβο τους που αντέχουν. Σαν να το αισθανόμουν ότι κάποια στιγμή θα έφτανα κι εγώ εκεί. Η δουλειά αυτή ξεκίνησε σε μία στιγμή οικονομικής απελπισίας, και είχα πει αρχικά ότι θα το κάνω για μία φορά και μέσα σε τέσσερις μέρες είχα συνειδητοποιήσει ότι πλέον αυτή είναι η δουλειά μου. Με λίγες κοπέλες στην πιάτσα έχω επαφές και για την ακρίβεια έχω μια καλή φίλη που πλέον έχει σταματήσει».

«Βέβαια κυκλοφορεί ανωμαλία εκεί έξω. Μια φορά μου λέει ένας τύπος, “άμα με αφήσεις να ουρήσω στο πρόσωπό σου θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ”. Πρώτον είμαι μάνα και πώς θα πάω εγώ μετά από κάτι τέτοιο να φιλήσω το παιδί μου; Δεν καταλάβαινε. Επειδή λοιπόν του το αρνήθηκα, ερχόταν επίμονα στην πιάτσα και με κοιτούσε από 2-3 μέτρα μακριά απειλητικά. Το έκανε τρεις τέσσερις φορές και του είπα ότι θα καλέσω την αστυνομία αν ξανάρθει. Οι μπάτσοι ξέρουν έτσι κι αλλιώς τι δουλειά κάνω – στη χειρότερη να περάσω από αυτόφωρο. Έχω φοβηθεί μια φορά γιατί ένας πήγε να με πνίξει. Δεν δουλεύω ποτέ νύχτα γι’ αυτόν τον λόγο. Κατάφερα και άνοιξα την πόρτα του αμαξιού».

Ρωτάω την Έρρικα αν μπορώ να τη βγάλω μερικά προτρέτα. Το πρόσωπό της λάμπει και αμέσως αρχίζει να ποζάρει. Ήταν άλλωστε κάτι, που, μαζί με το τραγούδι και τον χορό, της άρεσε να κάνει από μικρή. «Πολύ ωραίο το κολιέ σου», μου λέει. Το βγάζω από τον λαιμό μου και της το χαρίζω. Το πρόσωπό της λάμπει ξανά. Υπάρχει ακόμη πολλή λάμψη μέσα κι έξω της. Σε αντίθεση με τους περαστικούς που της προσπερνούν φοβισμένοι ή την δείχνουν με το δάχτυλό τους αηδιασμένοι, εκείνο το μεσημέρι, η Έρρικα βρήκε για λίγο μια συντροφιά, που, όπως μου είπε φεύγοντας για δουλειά, τη βοήθησε να θυμηθεί όλα τα όμορφα τα οποία την περιμένουν στη ζωή της, αν βρει τη δύναμη να ακολουθήσει ξανά τον δρόμο της απεξάρτησης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ


Εάν εσείς ή κάποιο άτομο που γνωρίζετε αντιμετωπίζει προβλήματα εξάρτησης, μπορείτε να απευθυνθείτε στον ΟΚΑΝΑ, στο ΚΕΘΕΑ, καθώς και στο 18 Άνω τα οποία παρέχουν προγράμματα απεξάρτησης.

Λουίζα Σολομών-Πάντα