Όση ατυχία (;) είχε στη ζωή της η οικογένεια του Τσαρλς και της Βερόνικα, τόση τύχη είχε στη μπασκετική καριέρα του ο Γιαννάκης, που έγινε Γιάννης και γίνεται πλέον Γιάνναρος, Αντετοκούνμπο.
Τα περί ατυχίας και τύχης είναι σχετικά. Αναφέρονται κυρίως για χάρη αντιδιαστολής. Ο σούπερ-σταρ, πια, των Μπακς σαφώς και δεν έχει φθάσει εκεί που βρίσκεται λόγω της τύχης. Προηγείται το ταλέντο του, η εργατικότητά του, η προσήλωση στο στόχο, το κίνητρο και τα μοναδικά αθλητικά προσόντα του που αναδεικνύουν τον εντυπωσιακό και σπάνιο σωματότυπό του.
Η τύχη -που πάντα είναι απαραίτητη- ορίζεται στην ομάδα που βρέθηκε και κατ’ επέκταση στους ανθρώπους που τον δουλεύουν. Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών είχε την ευλογία, την ευτυχή συγκυρία, την επιτυχημένη υποστήριξη των μάνατζερ του, Γιώργου Πάνου και Γιώργου Δημητρόπουλου, (όπως θέλετε πείτε το ή βάλτε στο σέικερ όλα αυτά μαζί) να βρεθεί σε μια ομάδα που δεν είχε αγωνιστικούς στόχους.
Μια ομάδα, τους Μιλγουόκι Μπακς, που δεν είχε πίεση να παραγάγει μπάσκετ και δεν επιζητούσε νίκες. Ήθελε, ήταν αναγκασμένη, να επενδύσει στο μέλλον. Εξ ου και το hashtag που χρησιμοποιεί σε όλα τα social media και αποτελεί το moto της: #OwnTheFuture. Επένδυσε λοιπόν στον Γιάννη -και σε άλλους νεαρούς παίκτες- χωρίς να την ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Κι εδώ είναι το «κλειδί». Ο Αντετοκούνμπο βρέθηκε στο καλύτερο (ΝΒΑ) περιβάλλον για να δουλέψει το ταλέντο του, έχοντας περιθώρια χρόνου και καμία απολύτως πίεση. Το μόνο που όφειλε να κάνει να είναι συνεπής απέναντι στην ομάδα που τον εμπιστεύτηκε, να είναι σοβαρός, να διαχειριστεί τα χρήματα που ούτε στα πιο τρελά όνειρα του -όταν πωλούσε γυαλιά στα Σεπόλια – μπορούσε να φανταστεί και να σεβαστεί το ταλέντο του και την επένδυση των Μπακς σε αυτό.
Μια ματιά σε μερικούς, απλούς κι ευκολονόητους, αριθμούς εξηγεί τα πάντα. Την πρώτη χρονιά ο άγουρος και αδύναμος 19χρονος έπαιζε 24,6 λεπτά μ.ο, σημείωνε 6,8π ανά αγώνα και οι Μπακς ηττήθηκαν 67 φορές! Νίκησαν μόνο 15, έχοντας το χειρότερο ρεκόρ.
Την επόμενη (2014-15) το ρεκόρ της ομάδας βελτιώθηκε κατά μία νίκη (16-66) έχοντας όμως ξανά το χειρότερο της σεζόν. Ο Γιάννης ανέβηκε στα 31,4 λεπτά και τους 12,7π (συν την αύξηση στις άλλες κατηγορίες της στατιστικής. Πέρυσι η καταμέτρηση για τους Μπακς ήταν 33-49 με τον Έλληνα άσο να έχει φθάσει στα 35,3 λεπτά με 16,9π. κλπ… Φέτος είναι στο 11-9 και ο Γιάννης σημειώνει τα triple-double με εντυπωσιακό ρυθμό!
Όλα αυτά εξηγούν γιατί και πως ο Αντετοκούνμπο έφθασε σε τρία χρόνια, στα 22 του να κάνει τόσο υψηλές πτήσεις και να μπαίνει δίπλα στους Μάικλ Τζόρνταν, Κόμπι Μπράιαντ, Λεμπρόν Τζέιμς, Ντιρκ Νοβίτσκι κλπ.
Ταυτόχρονα δημιουργούν στο δικό μου μυαλό, την άποψη ότι ο Αντετοκούνμπο αν πήγαινε -που δεν μπορούσε βεβαίως να πάει- στον Ολυμπιακό ή στον Παναθηναϊκό δεν πρόκειται όχι μόνο να είχε ανάλογη εξέλιξη, αλλά το πιθανότερο είναι πως θα «καιγόταν». Οι δύο ελληνικές ομάδες είναι ακριβώς το αντίθετο από τους Μπακς. Δεν έχουν κανένα απολύτως περιθώριο για να πετάξουν μια ήττα/έναν τίτλο, προκειμένου να επενδύσουν σε έναν παίκτη. Ακόμη κι αν αυτός ο παίκτης μπορεί να τους κάνει κυρίαρχους τους παιχνιδιού για μια 15ετία. Δεν μπορούν, δεν τολμούν, δεν τους επιτρέπει η πίεση από το ελληνικό κοινό, που έχει μάθει να αγαπά τις νίκες της ομάδας του και όχι την ίδια την ομάδα, να πράξουν ούτε καν αυτό που επιχειρεί η Ρεάλ Μαδρίτης με τον Ντόντσιτς ή η Μπαρτσελόνα στο πρόσφατο παρελθόν με τον Χέζονια, τον Αμπρίνες ή τον Σατοράνσκι…
Ο Αντετοκούνμπο αν πήγαινε -που δεν μπορούσε βεβαίως να πάει- σε έναν από τους «αιώνιους» δεν θα είχε ούτε τόση καλή ατομική προπόνηση, ούτε τέτοια ενδυνάμωση, αφού οι ελληνικές ομάδες δεν έχουν τέτοιες πολυτέλειες. Δεν θα είχε στα πόδια του τόσα χιλιόμετρα. Δεν θα είχε ευκαιρίες. Θα κινδύνευε να χαθεί, όπως χάθηκαν ή κινδυνεύουν να χαθούν άλλοι ταλαντούχοι παίκτες.
ΥΓ: Όσο για το «δεν μπορούσε βεβαίως να πάει» σε Ολυμπιακό ή Παναθηναϊκό η εξήγηση βρίσκεται στο οτι ο Γιάννης μέχρι να υπογράψει στη Σαραγόσα, όπου δεν αγωνίστηκε ποτέ αλλά οι Ισπανοί πληρώθηκαν από τους Μπακς για να τον αποδεσμεύσουν, δεν είχε πατρίδα. Δεν είχε υπηκοότητα. Σε ελληνική ομάδα, που θα ξόδευε ένα σεβαστό ποσό εν μέσω κρίσης για να τον αποκτήσει από τον Φιλαθλητικό, ο Αντετοκούνμπο θα αγωνιζόταν μόνο εντός ελληνικών συνόρων. Στο εξωτερικό, καθώς δεν είχε κανένα διαβατήριο, δεν θα μπορούσε να αγωνιστεί! Τυχερός που απέκτησε ελληνικό διαβατήριο αφού έφυγε από την Ελλάδα, γιατί κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία να τον αποκτήσει, για την οικογένεια του μικρού δεν υπήρχε το παραμικρό οικονομικό δέλεαρ και ο δρόμος για το ΝΒΑ ήταν μονόδρομος!
Είναι περίεργο να το παραδεχτούμε, γνωρίζοντας την γεμάτη εμπόδια και δυσκολίες διαδρομή του, αλλά είναι πραγματικότητα: ο Γιάννης Αντετοκούνμπο βρέθηκε στο σωστό σημείο, την σωστή στιγμή. Η επιλογή του στο ντραφτ από τους Μιλγουόκι Μπακς ήταν ευλογία για τον ίδιο, διότι βρήκε στο Μιλγουόκι μια ομάδα να του δώσει ρόλο, αλλά και χώρο να μεγαλώσει και να γίνει ο σταρ που είναι σήμερα. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με σιγουριά σε οποιαδήποτε υπόθεση που ξεκινάει από «αν», αλλά αν έπρεπε να ποντάρουμε δύσκολα θα βρίσκαμε ιδανικότερο έδαφος για να φυτρώσει και να ανθίσει το μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού και πλέον του παγκόσμιου μπάσκετ, που ονομάζεται Giannis. Σύντομο reality check: ο Αντετοκούνμπο είναι τόσο «μεγάλος» πλέον και αυτό δε φαίνεται μόνο από το συμβόλαιο των 100 εκατομμυρίων που υπέγραψε το καλοκαίρι, ή από την σοκαριστική διαπίστωση ότι σκοράρει περισσότερους πόντους από τον Μπλέικ Γκρίφιν, μαζεύει περισσότερα ριμπάουντ από τον Στίβεν Άνταμς, σερβίρει περισσότερες ασίστ από τον Στέφεν Κάρι και μοιράζει περισσότερες τάπες από τον Σέρζ Ιμπάκα, αλλά από το ότι έχει περάσει στην κατηγορία των θνητών που γίνονται διάσημοι με το μικρό τους όνομα. Όπως ο Μάτζικ, ο Κόμπι και ο ΛεΜπρόν, έτσι και αυτός είναι ο Γιάννης.
Την καλύτερη εικόνα για το πόσο ταιριαστό ήταν το πάντρεμα του Αντετοκούνμπο με τους Μπακς, την δίνει ο ατζέντης του, ο Γιώργος Πάνου, όταν έλεγε πέρσι ότι οι Μπακς θεωρούν ότι η 2η σεζόν – αυτή που πήγαν τελικά στα playoffs – τους ζημίωσε, διότι δεν είχαν την πολυτέλεια να δώσουν την ευκαιρία στον Γιάννη να κάνει τα δικά του. Εκείνη τη σεζόν έπρεπε να κερδίζουν και όχι να προσφέρουν στον franchise player τους τη δυνατότητα να λάμψει. Για τα «Ελάφια» ήταν μια χαμένη χρονιά. Κι όμως. Αυτό λέει πολλά όχι μόνο για το τι σημαίνει «Γιάννης» για τους Μπακς (το καταλαβαίνουμε πλέον από τα μηδενικά στο συμβόλαιό του), αλλά και για το πώς βλέπουν στην Αμερική την μεγάλη εικόνα, πώς συγκεντρώνουν το βλέμμα τους στο δάσος της μακροχρόνιας επιτυχίας, χωρίς να σκουντουφλούν στο δέντρο που ξεφύτρωσε ξαφνικά μπροστά τους.
Λογικό ερώτημα: τι θα γινόταν αν ο Γιάννης αποφάσιζε να πάει στον Ολυμπιακό ή στον Παναθηναϊκό; Κάτι που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος είναι το γεγονός ότι οι «ερυθρόλευκοι» ήταν αυτοί που είχαν κινηθεί για την απόκτησή του. Κόλλησαν όμως στο γεγονός ότι δεν είχε διαβατήριο. Ήταν η εποχή του Γιάννη χωρίς πατρίδα. Μια τεχνική λεπτομέρεια που τον εμπόδιζε να παίξει στην Α1. Δεν μπορούσε να αγωνιστεί ούτε ως Έλληνας, αλλά ούτε και ως ξένος. Τότε δεν ήταν ούτε συμπατριώτης μας, ούτε Νιγηριανός. Η διαδικασία επισπεύτηκε μετά την ημέρα του ντραφτ και επικυρώθηκε με τη χειραψία με τον Αντώνη Σαμαρά. Ο Ολυμπιακός άρα, δεν ήθελε να πληρώσει για το «αν« που χαρακτήριζε τότε τον Αν-τετοκούνμπο.
Από εκεί και πέρα θεωρείται απίθανο το σενάριο να είχε δουλέψει τόσο πολύ το παιχνίδι, ή το σώμα του παίζοντας για τους «αιώνιους». Θεωρείται αδύνατο το ενδεχόμενο να είχε παίξει τόσα πολλά παιχνίδια και τόσα πολλά λεπτά απέναντι σε τέτοιους αντιπάλους πριν καλά καλά γίνει 22 ετών. Οπότε δε θα μπορούσε να έχει την ίδια εξέλιξη. Στο ΝΒΑ κι ενώ συνέχιζε να ψηλώνει πρόσθεσε μούσκουλα, δούλεψε πρώτα στα δυνατά του σημεία και μετά στις αδυναμίες του. Όπως είναι το σουτ. Εκεί βρήκε έναν προπονητή κι έναν οργανισμό που όχι μόνο τον άφησε, αλλά τον προέτρεψε να γίνει ο ψηλότερος point guard που είδε ποτέ το μπάσκετ.
Όσο για το ερώτημα αν θα ήταν το ίδιο αποτελεσματικός σε μια λίγκα που έχει μάθει να πατάει στον κάλο (δηλαδή στην αδυναμία) του κάθε παίκτη και να την αναδεικνύει; Θα ήταν. Μπορεί και περισσότερο. Θα ήταν και πάλι κορυφαίος. Μια ομάδα μόνος του. Γιατί κορυφαίος δεν είναι απαραίτητα αυτός που βάζει 20 πόντους. Κορυφαίος είναι αυτός που δίνει τόσες πολλές έξτρα κατοχές στην ομάδα του (κλεψίματα, ριμπάουντ, κοψίματα), αυτός που τη βρίσκει με το να πασάρει και να κάνει τους συμπαίκτες του καλύτερους, αυτός που έχει mismatch σε όποια θέση και σε όποιο σημείο του γηπέδου βρεθεί, αυτός που μπορεί να μαρκάρει πέντε θέσεις κι ενδεχομένως να μπορούσε να μαρκάρει κι άλλες αν υπήρχαν. Θα ήταν ένας παίκτης που θα θύμιζε, για παράδειγμα, τον Κιριλένκο. Αλλά στο καλύτερο. Γι’ αυτό είναι παράδοξο να λέμε ότι βρέθηκε στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη στιγμή, γιατί ο Γιάννης Αντετοκούνμπο που την έβγαζε με ένα κρουασάν σοκολάτας την ημέρα στους δρόμους των Σεπολίων και παρόλ’ αυτά κατάφερε να γίνει το «καλύτερο σώμα του ΝΒΑ», είναι το διαμάντι που θα έλαμπε παντού. Και στη λάσπη και στην Ευρωλίγκα και στο ΝΒΑ.
Για τον Γιάννη ήταν ευλογία το γεγονός ότι έφυγε σε τόσο μικρή ηλικία για την Αμερική. Όσο κι αν λατρεύουμε το δικό μας, ευρωπαϊκό, μπάσκετ, το ΝΒΑ κι όλα όσα περικλείει η φιλοσοφία του για τη λειτουργία μιας ομάδας και το μπασκετικό προϊόν, αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για να αναπτύξει το ατομικό ταλέντο ενός αθλητή, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες. Σκεφτείτε λίγο την πρώτη ύλη που περιείχε το πακέτο του Αντετοκούνμπο… Σας διαβεβαιώνω πώς στην Αμερική η διαδικασία ανάπτυξης ενός τέτοιου πρωτογενούς υλικού είναι κάτι σαν τον.. Θεό που πιάνει χώμα και δημιουργεί τον άνθρωπο.
Αυτό το ευλογημένο άγγιγμα της εξειδίκευσης και της σημασίας στη λεπτομέρεια που χαρακτηρίζει το μπάσκετ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ένιωσε ο Γιάννης στην τρυφερή ηλικία των 19. Ο μεγάλος Βλάντε Ντίβατς, ένας από τους αθλητές που κράτησαν το φανάρι στον σκοτεινό δρόμο του Eυρωπαίου μπασκετμπολίστα προς την Αμερική είναι κάθετος: «Πηγαίνετε στο ΝΒΑ σε όσο μικρότερη ηλικία μπορείτε…». Σίγουρα παίζει μεγάλο ρόλο η κατάσταση στην οποία θα τοποθετηθείς. Οι καλές ομάδες στην Αμερική είναι αυτές που χτίζουν κι αυτές που διεκδικούν. Όχι οι παγιδευμένες στον πρώτο γύρο της post season. Για έναν παίκτη σαν τον Αντετοκούνμπο, το rebuilding process του Μιλγουόκι στην ευρύτερη μάλιστα περιοχή του Ουισκόνσιν η οποία «βρωμάει» μπάσκετ (και φημίζεται για τη παραγωγή soft speaking/hard working αθλητών ειδικά σε σχολικό επίπεδο) ήταν απλά η ιδανική κατάσταση. Δεν έχω αμφιβολία ότι παντού στη λίγκα θα βελτιωνόταν, όμως το πρόγραμμα των Μπακς έμοιαζε με μήνυμα από τον ουρανό.
Το ΝΒΑ είναι σκληρό αλλά δίκαιο. Έχει ανηφόρα. Ο «τοίχος» που θα βρεις σαν πρωτοεμφανιζόμενος, η προσγείωση στην οποία θα σε αναγκάσουν οι βετεράνοι αντίπαλοι, τα κακά βράδια και η μοναξιά του πάγκου η οποία μπορεί να σε βρει κάποια στιγμή είναι σχολείο. Αλλά σου δίνει πίσω αν δουλέψεις και βγεις βήμα-βήμα στον αφρό. Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι το διάστημα παραμονής του Σπανούλη στην Αμερική αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα επιτυχία του. Άλλαξε τον τρόπο που σκέφτεται, γυμνάζεται, βλέπει τον εαυτό του μέσα στο άθλημα. Ο Γιάννης μπορεί να εισπράξει πολλά περισσότερα. Είχαμε πει στο Hoopfellas πέρυσι το καλοκαίρι ότι σε δύο χρόνια θα είναι All Star. Στο πείραμα γενετικής των Μπακς είναι centerpiece και όταν στη συγκεκριμένη λίγκα είσαι «ακρογωνιαίος λίθος» ενός οργανισμού είσαι και καταδικασμένος να πάρεις τη σκάλα για τον ουρανό με ότι συνεπάγεται αυτό σε προσωπικό επίπεδο. Ο Γιάννης, ούτως ή άλλως, δεν είχε καμία δουλειά στην Ευρώπη. Απολύτως καμία. Θα τράκαρε, πιθανόν θα έχανε τον δρόμο του. Δε θα μαθαίναμε ποτέ την αλήθεια που έχει αποκαλυφθεί τώρα.
Η Ευρώπη μπορούσε να του δώσει συγκεκριμένα πράγματα. Το πακέτο του 19χρονου Γιάννη ήταν τέτοιο που θα έκανε έναν σκάουτερ ευρωπαϊκής ομάδας να χαμογελάσει κι έναν ΝΒΑ executive να χοροπηδάει από τη χαρά του. Το μπάσκετ της ταχύτητας, της προσωπικής φάσης και των μεγάλων χώρων. Δε μου αρέσει η σκέψη της τοποθέτησης του στις ομάδες μας. Σαφέστατα τώρα θα μιλούσαμε με διαφορετικά δεδομένα. Θα ήταν μια εναλλακτική ιστορία πιο σκοτεινή, πιο στενόχωρη για τον προσωπικό του δρόμο. Στους δύο «αιώνιους» ο Γιάννης σήμερα θα ήταν ένας εκ των rising stars της Ευρωλίγκας, ερχόμενος από τον πάγκο σε ρόλο mobile ψηλού (παίζοντας κυρίως στις θέσεις “4” και “5”, SF σε ψηλά σχήματα εναλλακτικά) στον οποίο με τα προσόντα του θα εξυπηρετούσε πλήρως τα αμυντικά κυρίως πλάνα Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού (ή του Πρίφτη ως ιδανικός chaser δηλαδή πρώτος σε διάταξη παίχτης, στην 1-2-2 full court press άμυνα του). Στο λιμάνι θα ήταν ο ιδανικός μπαλαντέρ στη γραμμή ψηλών πίσω από τον Πρίντεζη και τον Αμερικανό ψηλό στη θέση “5” με την ικανότητα του να μετατρέπει άμεσα την άμυνα σε επίθεση με το μήκος και τα αθλητικά προσόντα του. Στο ΟΑΚΑ θα άνοιγαν σαμπάνιες χτίζοντας το μέλλον πάνω στην τριάδα Χαραλαμπόπουλου-Αντετοκούνμπο-Παπαγιάννη (πραγματικά ξεχωριστός εγχώριος κορμός σε μικρή ηλικία που δύσκολα συναντάς σε ευρωπαϊκή ομάδα αυτού του επιπέδου), όμως η πραγματικότητα λέει πως οι πράσινοι δεν κατέχουν ακόμα την τεχνογνωσία να αναπτύξουν νέους παίχτες.
Αν η Ελλάδα δειλά δειλά άνοιγε τη πόρτα της Αμερικής τα προηγούμενα χρόνια, με τον Αντετοκούνμπο έδωσε μια κλωτσιά και μπήκε σαν κομάντο της ομάδας Δέλτα δίνοντας το δικαίωμα στο όνειρο της υψηλής επιλογής στο ντραφτ στους Έλληνες που ακολουθούν. Έτσι βρέθηκε τόσο ψηλά και φέτος ο Παπαγιάννης. Στην Ευρώπη ο Γιάννης δε θα έπαιζε ποτέ πραγματικά με την μπάλα στα χέρια ως κύριος δημιουργός στο τοπ-επίπεδο και ως φυσικό επακόλουθο δε θα ανέπτυσσε τις δεξιότητες που βλέπουμε σήμερα. Δε θα είχε το “The Body” που αποτελεί τον πιο δυνατό σύμμαχο σε όλες του τις δράσεις. Νομίζω πως μέχρι τα 24-25 του και μένοντας στην Ευρώπη θα μπορούσε να αποτελέσει έναν από τους καλύτερους facilitators στη γραμμή ψηλών στο υψηλό επίπεδο, έναν game changer, μια μίξη Βίκτορ Κλαβέρ και Γιαν Βέσελι. Μπροστά στο σημερινό σόου που δίνει στην Αμερική και τον τίτλο The Next Big Thing του ΝΒΑ, σίγουρα αυτό μοιάζει λίγο..
Το prospect Giannis στην Ελλάδα θα έμοιαζε με μια Vantage V8 του ’77 την οποία έχεις κληρονομήσει, όμως στην καθημερινότητα σου και στα στενά του Παγκρατίου δε θα εμφανίσει ποτέ αυτό που κρύβεται πίσω από τη κατασκευή. Την αγαπάς, αλλά δεν είναι πάντα λειτουργική. Δε θέλεις να την αποχωριστείς και τη χρησιμοποιείς ως… οικογενειακό (γιατί έχει μεγάλο χώρο αποσκευών). Ο Γιάννης στη περίπτωση παραμονής του στην Ελλάδα περισσότερο θα βοηθούσε τους «αιώνιους» παρά θα βοηθιόταν. Στην Αμερική έξυσαν τη πέτρα κι από κάτω εμφανίστηκε το διαμάντι. Η Ευρώπη δημιουργήθηκε από την ιστορία. Η Αμερική από τη φιλοσοφία. Το ίδιο και το μπάσκετ τους…
Αν το καλοκαίρι του 2013, ο εντελώς άγουρος και χωρίς καμία παράσταση μπάσκετ σε υψηλό επίπεδο, Γιάννης Αντετοκούνμπο, είχε μεταγραφεί σε κάποιον από τους δύο «αιωνίους» θα έβρισκε δύο καλά προγράμματα. Εκείνο του Γιώργου Μπαρτζώκα στους τότε πρωταθλητές Ευρώπης «ερυθρόλευκους» κι εκείνο του Αργύρη Πεδουλάκη που είχε επαναφέρει τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της Ελλάδας. Δε θα κακόπεφτε, δηλαδή. Και, νομίζω ότι, σταδιακά, θα έπαιρνε «χοντρά λεπτά», ειδικά στο δεύτερο μισό της σεζόν όταν θα είχε ολοκληρωθεί κάποιου είδους ταχύρρυθμη εκπαίδευση. Θα ήταν πιθανότατα επιρρεπής στο φάουλ, θα ξεχνιόταν στις περιστροφές στην ομαδική άμυνα, δε θα είχε υποψία προσωπικής φάσης στην επίθεση, θα σκόραρε αποκλειστικά above the rim. Όμως θα έμοιαζε με κρυφό πυρηνικό όπλο για την πικ εν ρολ άμυνα των δύο ομάδων (βοηθώντας να το αντιμετωπίζουν με αλλαγή), θα αποτελούσε σπίθα που θα τους ωθούσε να επιστρέψουν σε κάποια ματς που έμοιαζαν χαμένα και στο πλάι των Σπανούλη-Διαμαντίδη θα έκανε τα στεφάνια να μαρτυρήσουν.
Θα χρησιμοποιούταν, λοιπόν, εντελώς καιροσκοπικά για να μακιγιάρει τις αδυναμίες των ομάδων μας, οι οποίες δε θα ασχολούνταν -κακά τα ψέματα- με τις δικές του. Και θα ήταν πιο πιθανό να μεταγραφεί ο Λεμπρόν στον Φιλαθλητικό παρά να τον εξελίξουν οι δύο «αιώνιοι» σε έναν πόιντ γκαρντ 211 εκατοστών. Γιατί πηγαίνοντας σε ΠΑΟ-ΟΣΦΠ, ο Αντετοκούνμπο θα γινόταν μέρος και της ιδιότυπης ψύχωσής τους (που, αργά ή γρήγορα, έστειλε σπίτι τους Μπαρτζώκα-Πεδουλάκη).
Μπορεί να καθόταν και 1-2-3 χρονιές ακόμα. Θα βελτίωνε νομοτελειακά το παχνίδι του. Οι προπονητές θα άλλαζαν γύρω του, η εξέδρα θα τον αποθέωνε σε κάθε καταπελτικό κάρφωμα και θα γκρίνιαζε σε κάθε τρίποντο που θα έβρισκε σίδερο (γιατί οι Σούληδες Μαρκόπουλοι φυσικά και θα τζόγαραν με τις επιδόσεις του πίσω από τα 6.75). Και δε θα αργούσε η μέρα που κάποιο άρθρο γνώμης θα μας πληροφορούσε ότι ο Αντετοκούνμπο «ειναι εξαιρετικός αθλητής, αλλά δεν είναι μπασκετμπολίστας». Θα έπαιρνε κάποιους τίτλους, θα έχανε κάποιους άλλους, αργά ή γρήγορα θα πήγαινε στο ΝΒΑ. Μόνο που θα είχε χάσει το τρένο, θα είχε μείνει πίσω. Και, ίσως, απογοητευμένος γυρνούσε πίσω στα 25-26 με κρίση μπασκετικής προσωπικότητας σαν κι αυτή που περνάει σήμερα ο Κώστας Παπανικολάου. Προσπαθώντας να ωριμάσει όπως το έπραξε ο Αντώνης Φώτσης και να γίνει ένας σπουδαίος βετεράνος. Όχι βέβαια ότι οι δύο διεθνείς είχαν ποτέ τις εκτυφλωτικές προοπτικές του Γιάννη.
Ευτυχώς που δεν τα περνάμε όλα αυτά. Ευτυχώς που παρακολουθούμε, έστω 7-8 ώρες μπροστά με το ρολόι, το υπέροχο παραμύθι της καριέρας του. Το μόνο παραπάνω που μπορούσαμε να του προσφέρουμε στην Ελλάδα θα ήταν απλά να τον σκληραγωγήσουμε πιο γρήγορα. Να τον μάθουμε να νικάει και να ανταποκρίνεται στο καθεστώς της, συχνά παρανοϊκής δικής μας, πίεσης. Αυτός είναι κι ο μόνος αστερίσκος αυτήν την στιγμή στον μετεωρίτη Αντετοκούνμπο. Να γίνει νικητής. Να εξελιχθεί και πνευματικά σε εκείνον τον ηγέτη που οδηγεί την ομάδα του σε τίτλους κι επιτυχίες μεγαλύτερες από μια πρόκριση στα NBA play-offs. Όπως είδαμε και στο περσινό Προολυμπιακό που του δόθηκαν τα κλειδιά της Εθνικής, χρειάζεται ακόμα αρκετή δουλειά σε αυτό το κομμάτι.
Είναι κι αυτή μια ανησυχία. Όμοια με το να βγαίνεις ραντεβού με τη Ζιζέλ και να αναρωτιέσαι αν θα ταιριάξουν τα γούστα σας στην ποίηση.