Εν έτει 2015 οι δημοσκοπήσεις κατοχύρωσαν μια μόνιμη θέση στην σκαλέτα των ειδήσεων και στα σαλόνια των εφημερίδων, τα εκλογικά περίπτερα στήνονται και ξεστήνονται σαν πλανόδιο τσίρκο, οι νέοι ψηφοφόροι συνειδητοποίησαν δις τι σημαίνει ο όρος debate. Θα μπορούσε κανείς να πει πως τα βράδια των τελευταίων εννέα μηνών μας οδηγούν κατά κάποιο τρόπο το επόμενο πρωί στο παραβάν του ψηφοφόρου. Όπως το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου, όταν 149 έδρες δόθηκαν για πρώτη φορά στην Αριστερά, της 5ης Ιουλίου, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ελάβε ένα ηχηρό ΟΧΙ στην ερώτηση που έθεσε στους πολίτες σχετικά με το αν συμφωνούν με την πρόταση των θεσμών, της 12ης Ιουλίου, όταν παρέες ολόκληρες ξενυχτούσαν μιλόντας για πραξικόπημα και περιμένοντας να ενημερωθούν για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Το βράδυ της 20ης Αυγούστου ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και απελθών πρωθυπουργός με διάγγελμα του προανήγγειλε πρόωρες εκλογές, αυτές που το αυριανό βράδυ της 20ης Σεπτέμβρη θα οδηγήσουν στη σύνθεση μια νέας βουλής. Ποιο είναι όμως τελικά το νόημα των εκλογών αυτών για την πορεία της χώρας και τη διαμόρφωση της σχέσης ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και το εκλογικό σώμα; Τρεις πολιτικοί επιστήμονες και δυο δημοσιογράφοι απαντούν στα ερωτήματα της Popaganda, λίγες ώρες πριν οι κάλπες ανοίξουν για τρίτη συνεχόμενη φορά φέτος.
Βασιλική Γεωργιάδου: «Ο κίνδυνος των εκλογών με μεγαλύτερη συχνότητα θα ελλοχεύει όσο η κουλτούρα των κυβερνητικών συνεργασιών και της συναίνεσης γενικότερα θα παραμένει ατελής».
1. Με το λεγόμενο «κουαρτέτο» των θεσμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ, ESM) η απελθούσα κυβέρνηση έκανε μια συμφωνία που επικυρώθηκε με ισχυρή πλειοψηφία από την προηγούμενη Βουλή. Τούτο δεν σημαίνει ότι περιορίστηκε η εθνική μας κυριαρχία ή ότι ακυρώθηκαν οι συνταγματικές αρχές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι αν έχει νόημα να διεξάγονται εκλογές στην εποχή της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων (το ότι όμως διεξάγονται σημαίνει ότι αν μη τι άλλο η Δημοκρατία λειτουργεί κανονικά), αλλά αν χρειαζόμασταν άλλη μια εκλογική διαδικασία, εφτά μήνες από την αντίστοιχη προηγούμενη, η οποία είχε διεξαχθεί επίσης πρόωρα, ακριβώς 2,5 χρόνια από τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η χώρα χρειάζεται σταθερότητα και συναίνεση. Αντιθέτως, η συχνή προσφυγή στις κάλπες δημιουργεί κόπωση στο εκλογικό σώμα, ενώ όταν τα κόμματα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν στους εκλογείς την αναγκαιότητα των νέων εκλογών κερδισμένα βγαίνουν τα (προβαλλόμενα ως) αντισυστημικά κόμματα, τα λεγόμενα «αντικόμματα», αλλά και τα κόμματα της πολιτικής «καζούρας». Το πάλαι ποτέ σταθερό κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, εκτός από τη ρευστότητα που πλέον το διακρίνει, βρίσκεται αντιμέτωπο με τέτοιου είδους φαινόμενα.
2. Η κομματική πόλωση δημιουργεί εκλογική κινητοποίηση, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι χωρίς πόλωση οι εκλογείς θα καθίσουν στους καναπέδες τους αντί να πάνε να ψηφίσουν. Το βασικό στην επικείμενη αναμέτρηση δεν είναι αν απουσιάζει ή όχι η πόλωση, όσο ότι δεν υπάρχει ευκρινές εκλογικό διακύβευμα: το γιατί ξαναπάμε σε, μάλιστα υπερπρόωρες, εκλογές. Μια αφήγηση περί «παλιού» και «νέου» , την οποία προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρώντας να την αναδείξει σε μια νέα διαίρεση, δεν δείχνει να συγκινεί το εκλογικό σώμα. Όσον αφορά τη Νέα Δημοκρατία, η προβολή μόνο των διαχειριστικών της ικανοτήτων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ επίσης δεν επαρκεί ώστε να δημιουργηθεί ικανοποιητική εκλογική κινητοποίηση, καθώς η εικόνα από τις -όχι ιδιαιτέρως σπουδαίες- επιδόσεις της ως κυβέρνησης είναι ακόμα νωπή. Παρόλα αυτά, για μεν τη Νέα Δημοκρατία η αλλαγή αρχηγού είναι ένα ζήτημα στο οποίο θα μπορούσε να ποντάρει περισσότερο δημιουργώντας μια αναγκαία τομή μεταξύ του χθες (Σαμαράς) και του σήμερα (Μεϊμαράκης) της κεντροδεξιάς παράταξης. Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, μια μη-ενοχική αποστασιοποίησή του από τους «δραχμιστές» της Λαϊκής Ενότητας θα κινητοποιούσε περισσότερους εκλογείς υπέρ του που τώρα βρίσκονται είτε στη δεξαμενή των «αναποφάσιστων» είτε καθ’οδόν προς διάφορα «αντικόμματα».
3. Οι σταθερές σχέσεις εκλογέων-κομμάτων/πολιτικού προσωπικού έχουν διαρραγεί. Η εκλογική μεταβλητότητα έχει αυξηθεί και κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι διαφορετική από την προηγούμενη όσον αφορά τις εκλογικές προτιμήσεις. Στο κάδρο των επιλογών των ψηφοφόρων, όσον αφορά κομματικά μορφώματα και όσους διεκδικούν την ψήφο του, βρίσκονται πλέον περισσότερα κόμματα. Όσο ισχυρότερος είναι ο κομματικός πλουραλισμός στη Βουλή τόσο δυσκολότερη γίνεται η συγκρότηση μιας σταθερής –με προοπτική τετραετίας– κυβέρνηση. Ο κίνδυνος των εκλογών με μεγαλύτερη συχνότητα θα ελλοχεύει όσο η κουλτούρα των κυβερνητικών συνεργασιών και της συναίνεσης γενικότερα θα παραμένει ατελής. Όμως, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για εκλογικό εκβιασμό, τουλάχιστον όχι άμεσα, εκτός κι αν κάποιο κόμμα επιχειρήσει την πολιτική του «αυτοκτονία». Στο εκλογικό σώμα η θέληση για συμμαχικές κυβερνήσεις είναι πολύ ισχυρή και τα κόμματα πρέπει να λάβουν αυτό το καθαρό μήνυμα από τους εκλογείς.
4. Τα συναισθήματα των εκλογέων, αλλά και τα κριτήρια της ψήφου τους δεν αλλάζουν σε χρόνο ντε-τε. Οι συχνές εκλογικές αναμετρήσεις, επίσης, δεν βοηθούν τους εκλογείς να ξανασκεφτούν επιλογές που έγιναν με γνώμονα την έκφραση εκ μέρους τους διαθέσεων πολιτικής διαμαρτυρίας ή τιμωρίας κομμάτων και πολιτικών. Τα προηγούμενα χρόνια επικράτησαν τα εναντιωματικά συναισθήματα, δηλαδή το να είναι κανείς «κατά» και «εναντίον» κομμάτων, προσώπων και δημόσιων πολιτικών. Το «αντιμνημόνιο» συμπύκνωνε αυτήν την εναντιωματικότητα. Σήμερα, με τη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ μετά την υπογραφή του νέου Μνημονίου, οι ηλικιακά νεότεροι εκλογείς του προπάντων βρίσκονται σε σύγχυση όσον αφορά το γιατί να τον ξαναψηφίσουν. Αρκετοί πιθανότατα να ξαναπάρουν μια τέτοια απόφαση, όμως ο κομματικός δεσμός έχει χαλαρώσει. Εξού και ο μεγάλος αριθμός των «αναποφάσιστων» ψηφοφόρων μια βδομάδα πριν τις εκλογές. Τα προηγούμενα χρόνια κυριάρχησαν τα κριτήρια ψήφου με συναισθηματικό και αρνητικό υπόβαθρο. Πλέον θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν -προϊόντος του χρόνου και με τις αλλαγές στις θέσεις των κομμάτων- η ορθολογική επιλογή και η στρατηγική ψήφος θα υποκαταστήσουν την ψήφο από αντίδραση, φόβο, θυμό ή οργή.
Η Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής επιστήμης και ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.