Η συζήτηση για την αξιολόγηση κάποιου προπονητή περιέχει πάντα τη φράση: «τον προπονητή τον συνθέτουν και τον κρίνουν πολλά πράγματα: η προπόνηση, το κοουτσάρισμα, η διαχείριση παικτών και καταστάσεων, η προσωπικότητα, η επιλογή του ρόστερ, η δουλειά, ο τρόπος που χειρίζεται διοικήσεις, κόσμο και ΜΜΕ». Και η συνέχεια είναι η εξής: «κάθε προπονητής έχει δυνατά και αδύνατα σημεία, άλλος είναι καλός στην προπόνηση και στην τακτική, άλλος στην επιλογή παικτών»… Για να καταλήξει τελικά κάπως έτσι: «μόνο ο Ομπράντοβιτς τα έχει όλα. Γι’ αυτό είναι ο Ομπράντοβιτς».
Είναι η κλασσική περίπτωση του ότι-και-να-πεις-θα-‘ναι-λίγο, ακόμη και για αυτούς που δεν εντυπωσιάζονται εύκολα. Και δεν είναι μόνο οι τίτλοι, ή οι διακρίσεις που μπαίνουν στη GOT ζυγαριά, όσο κάτι άλλο: το διαρκές κίνητρο. Ο Ζοτς δεν κάθισε ποτέ αναπαυτικά στις δάφνες του, ούτε στο γεγονός ότι και 30 χρόνια να περάσουν θα βρίσκει συμβόλαια στις κορυφαίες ομάδες της Euroleague. Και δεν είναι ότι κάθε χρόνο στόχευε ψηλά, στόχευε την κορυφή, αλλά κυρίως το γεγονός ότι κατέθετε ιδέες.
Από το 1992 που ξεκίνησε στην Παρτίζαν, ως το 2012 που ήξερε ότι θα αποχωρήσει από τον Παναθηναϊκό, ο Ομπράντοβιτς διαολόστειλε τις μανιέρες, τις κόπιες και τις καρικατούρες και δοκίμασε πράγματα, που εν συνεχεία έγιναν «βιβλίο οδηγιών» για τους υπόλοιπους.