Η σχέση μου με τα σπορ στην καλύτερη περίπτωση είναι επιδερμική και γι’αυτό ακριβώς πέρυσι τον Ιούλιο μου φάνηκε ενδιαφέρον να γράψω εγώ ένα cover story για τον Πρίντεζη (τον οποίο σοβαρά, μόνο ακουστά τον είχα) λίγο αφότου ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει το πανευρωπαϊκό και λίγο πριν η Εθνική μπάσκετ φύγει για την Ολυμπιάδα. Τον θυμήθηκα τώρα γιατί κάποιος εδώ στην Popaganda μου είπε ότι ο Ολυμπιακός κέρδισε πριν από λίγες ημέρες το Διηπειρωτικό. Να τι είχε συμβεί πριν από ένα χρόνο και βάλε.
———–
Παρκάρω τη μηχανή και πριν καν βγάλω το κράνος μου του στέλνω ένα sms: «Μόλις πάρκαρα. Που θα συναντηθούμε;»
Βάζω το κινητό ξανά στην τσέπη, κατεβαίνω από τη μηχανή, τη στερεώνω στο stand, βγάζω το κράνος και για μια στιγμή, έτσι όπως στέκομαι όρθιος σε ένα από τα ελάχιστα σημεία σε ολόκληρο το ΟΑΚΑ αυτό το καλοκαιρινό μεσημέρι που η θερμοκρασία δεν απέχει πολύ από τους 40 βαθμούς Κελσίου, ο ζεστός αέρας που φυσάει παραδόξως νομίζω ότι με δροσίζει.
Ανάβω ένα τσιγάρο περισσότερο από συνήθεια και λιγότερο από επιθυμία και έτσι όπως αρχίζω να ρουφάω τον καπνό χωρίς να μου πολυαρέσει, από την τσέπη μου ακούγεται ο ήχος που βγάζει το κινητό όταν λαμβάνει ένα sms. «Μπες μέσα αν θες από την είσοδο των αθλητών, άραξε κάπου και τελειώνω».
«Έχω αράξει στη σκιά, ακριβώς έξω από την είσοδο», του απαντάω, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα αν η είσοδος έξω από την οποία βρίσκομαι, είναι όντως η είσοδος των αθλητών. Δεν υπάρχει καμία ταμπέλα που να γράφει κάτι τέτοιο. Ο μόνος λόγος που πάρκαρα εδώ είναι γιατί μόνο εδώ είχε σκιά και μόνο εδώ είδα δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα, οπότε φαντάζομαι ότι όλο και κάποιος θα βγει από το συγκεκριμένο κτίριο για να τον ρωτήσω που βρίσκομαι. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο ΟΑΚΑ και έτσι όπως οδηγούσα αργά στους δρόμους που ενώνουν το ένα γήπεδο με το άλλο, στην πραγματικότητα δεν ήξερα προς τα πού πήγαινα – οι περισσότερες ταμπέλες ήταν σπασμένες ή σβησμένες με σπρέι. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε μία τσιμεντένια no man’s land, κι ας έβλεπα τη στέγη του πιο μεγάλου από τα γήπεδα που θυμόμουν ότι την είχε σχεδιάσει ο Καλατράβα. Κι ας ήξερα ότι εδώ ακριβώς, πριν από μερικά χρόνια είχαν γίνει οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.
Πριν περάσουν δέκα λεπτά η πόρτα ανοίγει και από μέσα βγαίνει ο αθλητής που πρέπει να συναντήσω. Τον παρατηρώ για λίγα δευτερόλεπτα – τα αργά βήματα που κάνει σέρνοντας τις σαγιονάρες του, τα τατουάζ που καλύπτουν το μεγαλύτερο κομμάτι των χεριών του – και μετά τον φωνάζω με το όνομά του. Εκείνος γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος μου και όταν μετά από λίγα βήματα έχει διανύσει ο καθένας μας τη μισή από την απόσταση που μας χωρίζει, είναι η κατάλληλη στιγμή για να συστηθούμε.
«Τι έγινε παίχτη;», μου λέει.
«Όλα καλά. Εσύ πως πας; Τελείωσες την προπόνηση;», του απαντάω, προσπαθώντας να ακουστώ πιο άνετος απ’ όσο είμαι στην πραγματικότητα, σαν να ξέρω τι περιελάμβανε η σημερινή του προπόνηση, ενώ το μόνο που ξέρω είναι ότι απλώς έκανε προπόνηση για μπάσκετ.
Δίνουμε τα χέρια. Όλα καλά μέχρι εδώ.
«Πάμε να βρούμε κάπου μέσα να αράξουμε».
«Και δεν πάμε».
Ανοίγω την πόρτα και τον αφήνω να προηγηθεί ένα βήμα, προσπαθώντας να μην του δώσω να καταλάβει ότι δεν έχω μπει ποτέ μέσα στο ΟΑΚΑ, πόσω μάλλον σε εκείνα τα τμήματα του ΟΑΚΑ που προπονούνται οι αθλητές.
Στρίβει αριστερά αμέσως μετά από ένα εσωτερικό αίθριο με ψηλά καταπράσινα φυτά – τι δουλειά έχει ένα τέτοιο αίθριο μέσα σε ένα προπονητικό κέντρο; – και τότε ακριβώς πέφτουμε πάνω σε τρεις-τέσσερις αθλητές που φοράνε παρόμοια ρούχα (μακριές βερμούδες, φανέλες, σαγιονάρες) και έχουν παρόμοιο φιζίκ με αυτόν (είναι ψηλοί, αλλά όχι πάρα πολύ ψηλοί, είναι γυμνασμένοι, αλλά όχι σαν body builders, και όλοι έχουν μικρότερα ή μεγαλύτερα τατουάζ στα χέρια τους) και από τον τρόπο που τον χαιρετάνε συμπεραίνω ότι μάλλον μαζί προπονούνταν μέχρι πριν από λίγο.
Συνεχίζουμε ευθεία.
«Κουραστική η προπόνηση ε;», του λέω γιατί εκείνη τη στιγμή δε μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο έξυπνο.
«Ε εντάξει, έχουμε τρέξιμο, ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι για το προολυμπιακό, τουρνουά».
Ήξερα από πριν ότι παίζει στην Εθνική Μπάσκετ. Δεν ήξερα με ποιους άλλους παίζει. Δεν ήξερα πότε θα παίξει η Εθνική. Δεν ήξερα καν πότε ξεκινάει η Ολυμπιάδα και το ότι φέτος γίνεται στο Λονδίνο το ήξερα μόνο και μόνο γιατί πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο για το κόστος της προετοιμασίας της διοργάνωσης.
Βαδίζουμε ακόμη στον ίδιο διάδρομο και κοιτώντας με την άκρη των ματιών μου δεξιά κι αριστερά κάθε φορά που περνάμε από μια πόρτα, βλέπω παρκέ γηπέδων και πάνω σε αυτά διάφορους να τρέχουν και να «στουμπίζουν» μπάλες μπάσκετ.
«Πετάτε νωρίς;», τον ρωτάω περισσότερο γιατί θέλω να μάθω για πού θα πετάξουν.
«Φεύγουμε μεσημέρι για Μόναχο, θα μείνουμε εκεί οχτώ ώρες και μετά 13 ώρες πτήση μέχρι τη Βραζιλία».
«Ναι ναι, ξέρω. Πολλές ώρες ρε γαμώ το», λέω προσπαθώντας να δώσω έμφαση στην κούραση του ταξιδιού, υπονοώντας ότι ήξερα από πριν τον προορισμό του.
«Ας αράξουμε εδώ», λέει, στρίβει δεξιά, μπαίνουμε σε ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ που χωρίζεται από το διπλανό γήπεδο όχι από τοίχο, αλλά από κάτι σαν μία τεράστια μπλε κουρτίνα που κρέμεται από το ταβάνι μέχρι το παρκέ. Σε μια γωνία του παρκέ καθόμαστε κιόλας.
«Που έκανες το τατουάζ;», με ρωτάει μόλις βλέπει το τελευταίο που «χτύπησα» στο δεξί μου χέρι. Εγώ του λέω και αμέσως τον ρωτάω για τα δικά του τατουάζ. Ο πιο εύκολος τρόπος για να σπάσουν τον πάγο δύο άνθρωποι που έχουν τατουάζ και γνωρίζονται για πρώτη φορά είναι να μιλήσουν για αυτά. Που τα «χτύπησαν», γιατί τα «χτύπησαν», τι σχέδια είναι, τι συμβολίζουν, τέτοια πράγματα.
«Έχω μεγάλο θέμα», λέει και μου δείχνει την εικόνα της παναγίας που έχει στον αριστερό πήχυ, έναν άγγελο που έχει στον αριστερό ώμο και ένα μεγάλο maori σχέδιο στον δεξιό.
Στην επόμενη σελίδα: τα συμβόλαια, τα μπινελίκια και το NBA.
Page: 1 2