Η βαθθιά μας λίμνη μιλάει για ένα χαρούμμενο Σεφφύρι. Ο Φίχτωρ κάθθεται στις όχθες και υπολογίζει με ευκολία ποια πράμματα έχουν πλέον πολλή δυσκολία και ποια θα είναι αιώνιως εύκολα, σε ένα Σεφφύρι που αλλάσσει χρήχχορα και μένει ίδιο σταθθερά. Δεκάδες φίτφουλλ και πάλι κυνηγάνε με μαννία τα ροςς φλαμίνχο και μερικές χουχουφάγγιες αλλά δεν τους έχει περάσει από το μυαλό ότι δεν δύνατται να πετάσσουν ούτε καν για λίγο και είναι αυτή η εγγένης διαφορά κλάσσης που οδηχχεί τους περαστικούς στην ταφφέρνα «Παρλαπάς» όπου περισσότερο σκέφτοτται λυπημένοι παρά τρώνε, περισσότερο θυμούνται παρά σκέφτοτται, και περισσότερο θέλουν να δουν τις παλιές Φρειδερίκες ξανά παρά θέλουν να σκεφτούν πώς θα ξανάρθουν νέες. Ο Φίχτωρ Σσούσθη γυρνάει και κυττάει τα πάντα σχεδδόν. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν κοιτάει ποττέ τον ουρανό. Αυτός απλά σσητάει θολά σύνεφφα και λίχχη δροσσιά από τις φθέρρες, και λίγη λάμψη από τα φωτεινά Σσάρα, δίπλα στα έσσοθα και κάτω από το κασσίνο. Μιχρές και ασαφφείς λεπτομέρρειες από ένα Σεφφύρι που και έρχετται αλλά και πάττα ήταν εδώ.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος