Η τριλογία του παραθερισμού, το καλοκαίρι του Τόνι Πινέλι κι ένας γάτος

Στο Μπογιάτι στήναμε το αντίσκηνο σ’ ένα χωράφι με αμυγδαλιές, δίπλα σ’ ένα περιβόλι με πηγάδι. Δεμένο στο δίχτυ κατεβάζαμε μέσα στο πηγάδι το καρπούζι για να κρυώσει, συχνά φοβόμουνα μη χαθεί, σήκωνα το σιδερένιο καπάκι και άφηνα να γλιστρήσει μέσα στο σκοτεινό όρυγμα το φως του φεγγαριού, έβλεπα το μαύρο φρούτο να λικνίζεται στα μαύρα βάθη, κούναγα λίγο το σκοινί του κουβά και μια ισοτονική νερένια μουσική ανέβαινε απ’ τα τοιχώματα με την υπόσχεση της κόκκινης γλυκιάς του σάρκας που αργότερα μες στη βραδιά θα μας φανέρωνε το μαχαίρι.

Στα Βριλήσσια η καρυδιά πάνω απ’ τη στέρνα, πράσινο στο πράσινο με πράσινο, εννοώ τα φύλλα του δέντρου, το νερό όπου καθρεφτιζόταν η φυλλωσιά και τα νησάκια από φύλλα και νερόφυτα. Κολυμπούσαν τ’ αγόρια σ’ αυτά τα περίεργα νερά και γυάλιζαν μετά λίγο σα βατράχια. Πάνω στα κλαριά του δέντρου τα φρέσκα καρύδια και τα διάφορα επίπεδα της ύλης τους: απ’ έξω η πράσινη χοντρή φλούδα με μαύρα μικρά μπιμπίκια, πιο μέσα μια αχνοκίτρινη ξυλώδης μάζα, πιο μέσα στους λοβούς ο καρπός μέσα σε λευκό υμενώδες περίβλημα (που αργότερα γίνεται η λεπτή καφετιά φλούδα της ψίχας) και μέσα σ’ αυτό ένα πεντανόστιμο διάφανο ζελέ (που αργότερα γίνεται η ψίχα του καρυδιού): ο ψυχρός αισθησιασμός αυτού του παράξενου εδέσματος μόνο με αυγά αχινού ή με το περιεχόμενο μιας πεταλίδας μπορεί να συγκριθεί.

Στην Κουνουπίτσα Μεθάνων στήναμε τα ράντζα στη μέση του χέρσου χωραφιού και τα τέσσερα πόδια τους μέσα σε τενεκέδια, κομμένες κονσέρβες γεμάτες νερό, για να βρίσκουν εμπόδιο και να μην ανεβαίνουν τα ζούμπερα. Εκεί κοιμόμασταν μέσα στην ερημιά, μέσα στις απειλές και τους τριγμούς της νύχτας, κάτω απ’ τον έναστρο θόλο που ήταν παρηγοριά και γαλήνη με τα φωτάκια και τους γαλαξίες σε αντίθεση με τη γη και τους αιμοχαρείς κατοίκους της. Στα πενήντα μέτρα ήταν ο ερειπωμένος πέτρινος μύλος με τα φίδια του, οι σαύρες χοροπηδούσαν στα γαλαζωπά βραχάκια, οι ψαλίδες, οι σαρανταποδαρούσες, οι σκορπιοί, οι αράχνες, τα κουνούπια, οι μπάμπουρες, οι δεντρογαλιές… και αντίσταση σε όλα αυτά τέσσερα τενεκέδια με νερό στα πόδια του ράντζου.

Από το τσαρδάκι στο Μύλο ως την παραλία του Αϊ-Γιώργη ήταν αρκετός δρόμος, κατηφόρα το πρωί ανηφόρα το μεσημέρι, με τον ήλιο κατακορύφως και τις απειλές της μάνας μου — μην κάθεσαι στον ήλιο, τα μεσημέρια βγαίνουν τα φουσάτα (στρατιές από νεράιδες και ξωτικά που παίρνουν τα παιδιά). Οι νεράιδες δε μ’ άρπαξαν, μ’ άρπαξε ο ήλιος στους ώμους, μου άνοιξε πλατιές πληγές σαν αυγά μάτια. Όταν «εκείνος» τις είδε, «πω πω τι έπαθες» είπε «μη σε νοιάζει, θα πάω στην Αίγινα με τη βάρκα να σου φέρω Νιβέα». Είχε δική του βάρκα, ο πατέρας του ήταν ψαράς, το απόγεμα έφερε το μπλε μεταλλικό κουτί και δικαιωματικά ζήτησε να απλώσει την πρώτη στρώση της κρέμας στην καμένη πλάτη: εκτός από τις πατητές στη θάλασσα, αυτό ήταν το μοναδικό άγγιγμα εκείνου του παιδικού καλοκαιριού όπου γνώρισα κι εγώ έναν αληθινό ιππότη.

Ακροβολισμένες απέναντι στις ζωές των ανθρώπων μιας τόσο εύκρατης χώρας όπου, άμα θέλεις κι άμα μπορείς, ζεις πολύν καιρό στην ύπαιθρο είναι πάντα οι γάτες. Αυτές μου υπέδειξαν τους άξονες των σχέσεων καθώς παρατηρούσα τις θέσεις που διάλεγαν πάντα σ’ ένα χώρο, ποτέ παράλληλες ή κάθετες ακριβώς σε κάτι αλλά πάντα υπό γωνία, εγκαρσίως, λοξώς, διαγωνίως απέναντι στο αντικείμενο της προσοχής ή της λατρείας ή της ανησυχίας.

όταν μια σχέση τελειώνει παραμένουν οι άξονες,

ότι δηλαδή εγώ ήμουν εδώ κι εσύ εκεί

την ξαναζωντανεύεις με το νου

κι ως ένα βαθμό τη ζεις

αλλά είναι σαν να προσπαθείς

να εξηγήσεις στο γάτο που ζητάει

ότι άλλος μεζές δεν υπάρχει

οπότε κοιτάς να τον κατεβάσεις στο άλλο σκαλί της χαράς

αυτό είναι το παιχνίδι

που μπορεί να τον κάνει να ξεχάσει το φαΐ

μετά αν και γι’ αυτό δεν έχεις δύναμη

τον κατεβάζεις στο παρακάτω

το μηχανικό χάδι ή την απλή αγκαλιά

με αυτή την ιεραρχία

  1. φαΐ

  2. παιχνίδι

  3. χάδι

ήσυχα ο γάτος θα αποκοιμηθεί

 

Ωστόσο παρ’ όλα αυτά τα κατιόντα και κατηφορικά, οι άξονες μιας δυνατής σχέσης που δεν υπάρχει πια είναι παντοτινοί, όπως η τραμπάλα μένει βιδωμένη στο χώμα ακόμα κι όταν οι αναβάτες της δεν είναι πια εκεί.

Το βιβλίο Μικρές Ιστορίες Πατριδογνωσίας  μπορείτε να προμηθευτείτε από τα βιβλιοπωλεία: «Φωταγωγός», Στοά Κουρτάκη, Κολοκοτρώνη 59Β, «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο και «Free Thinking Zone», Σκουφά και Γριβαίων.

Λούλα