Φανταστείτε, αντί για τη Συρία να είχαμε στη γειτονιά μας τη Βραζιλία και να μαστιζόταν αυτή από έναν πολύχρονο και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Στα νησιά του Αιγαίου, αντί να είχαμε τις ΜΚΟ, θα μαζευόντουσαν όλοι οι προπονητές της Ευρώπης και με το που έβλεπαν μπαλαδόρο θα μονομαχούσαν για το ποιος θα πάρει πρώτος την υπηκοότητα. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν όλα τ’ αγοράκια στη Συρία είχαν τα προσόντα της οικογένειας Αντετοκούνμπο. Όλο το NBA θα είχε στήσει Sports Camps αντί για αυτά που έχουμε τώρα στη Μυτιλήνη.
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους ότι ο αθλητισμός ενώνει. Δεν χωρίζει αλλά δεν ενώνει κιόλας. Στο ντοκιμαντέρ Les Bleues φαίνεται καθαρά η κρίση ταυτότητας που πέρασε η Γαλλία από το 1998 και μετά. Όταν σήκωνε το τρόπαιο ο Αλγερινός Ζινεντίν Ζιντάν ήταν όλα καλά, όταν δεν το σήκωνε είχαμε τα «κωλόπαιδα από τα προάστια που καίνε τ’ αμάξια των γηγενών». Και τον «μπάτσο» Σαρκοζί να φτιάχνει μια ολόκληρη πολιτική καριέρα δέρνοντας μετανάστες από κάθε γενιά.
Ναι, η συζήτηση για το ρατσισμό, τον ευρωπαϊκό εθνικισμό, την αλληλεγγύη, την ανοχή στη διαφορετικότητα, είναι ένα διαχρονικό debate που δυστυχώς πρέπει να υπομένεις σε μια δημοκρατία. Αλλά, έχει ξαφνικά μια διαβολική επικαιρότητα όταν την ίδια στιγμή που συμβαίνει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, στις Βρυξέλλες και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συζητούν για το προσφυγικό. Τι είναι αλήθεια ο Λουκάκου; Ο μεγάλος γκολτζής που θα οδηγήσει το Βέλγιο σε μια μεγάλη διάκριση ή ο μετανάστης που μας τρώει τα επιδόματα, τρομάζει τις κόρες μας και μολύνει το περιβάλλον μας;
«Ήθελα να γίνω ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του Βελγίου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Όχι καλός, όχι σπουδαίος, αλλά ο καλύτερος. Έπαιζα με τόσο θυμό γιατί είχα πολλά μέσα μου. Γιατί έτρεχαν τα ποντίκια μέσα στο σπίτι μου. Γιατί δεν μπορούσα να δω τηλεόραση. Για τον τρόπο με τον οποίο με κοίταζαν. Είχα μια αποστολή. Είμαι Βέλγος. Υπάρχουν πολλοί μετανάστες στην χώρα, αλλά είμαστε Βέλγοι. Αυτό μας ενώνει…» Τα λόγια ανήκουν στον Ρομελού Λουκάκου. Τον Βέλγο επιθετικό με καταγωγή από το Κογκό που αγωνίζεται πια στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Αλλά ας τον ακούσουμε λίγο ακόμα. «Απλά θα ήθελα να είναι εδώ ο παππούς μου. Δεν μιλάω για την Πρέμιερ Λιγκ, δεν μιλάω για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ούτε για το Τσάμπιονς Λιγκ, ούτε για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν εννοώ αυτό. Ήθελα να δει απλά την ζωή που κάνουμε πλέον και τι απολαμβάνει η οικογένεια μας.
Ο πατέρας μου υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά στο τέλος της καριέρας του δεν είχε καθόλου χρήματα. Το πρώτο που κόψαμε θυμάμαι ήταν η καλωδιακή τηλεόραση. Τέλος το ποδόσφαιρο, τα γκολ, το ματς της ημέρας, το σήμα.
Μετά γύρισα ένα βράδυ σπίτι και δεν άναβαν τα φώτα. Δεν είχαμε ηλεκτρικό για 2-3 βδομάδες κατά διαστήματα. Ήθελα να κάνω μπάνιο αλλά δεν είχε ζεστό νερό. Η μητέρα μου ζέσταινε μια κατσαρόλα στο γκάζι και έρχονταν με μια κούπα και μου έριχνε στο κεφάλι.
Υπήρχαν μέρες όπου η μητέρα μου πήγαινε στο φούρνο κι έπαιρνε ψωμί βερεσέ. Οι ιδιοκτήτες την ήξεραν όπως ήξεραν κι εμένα και τον μικρό αδερφό μου. Έτσι της έδιναν πολύ ψωμί τη Δευτέρα κι εκείνη το πλήρωνε την Παρασκευή.
Καταλάβαινα ότι παραπαίαμε. Αλλά όταν είδα για πρώτη φορά να αναμιγνύει το γάλα με το νερό συνειδητοποίησα ότι όλα είχαν τελειώσει. Αυτή ήταν η ζωή μας. Ποτέ δεν είπα τίποτε, δεν ήθελα να την στεναχωρήσω ή να την αγχώσω. Αλλά ορκίστηκα στον Θεό, έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου εκείνη την μέρα. Ήταν σα να αφυπνίστηκα. Ήξερα ξαφνικά τι έπρεπε να κάνω και τι ακριβώς θα έκανα. Δεν μπορούσα να βλέπω την μητέρα μου να ζει έτσι. Όχι, τη μητέρα μου, σε καμιά περίπτωση.»
O Μπαπέ από την άλλη είναι 19 ετών, 6 χρόνια μικρότερος από τον Λουκάκου, με καταγωγή από το Καμερούν, ζει το δικό του θαύμα στη χώρα που έχει μεγάλη δύναμη το εθνικιστικό κόμμα της Μαρί Λεπέν. Σε μια χώρα που έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο πειραματισμού εκκοσμίκευσης από τη μία και ανάδυσης του νέου ευρωπαϊκού εθνικισμό.
Αυτές οι δύο ομάδες έφτασαν στις τέσσερις καλύτερες του κόσμου δίνοντας την καλύτερη απάντηση τι μπορεί να γίνει αν συνεννοούμαστε πέρα από έθνη και θρησκείες κάτω από μια κρατική οντότητα. Προφανώς υπάρχει μια Ευρώπη που δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό.
Υπάρχει μια Δανία, που έχει μετανάστες στην Εθνική της, που αποφασίζει πως αν ζεις σε γειτονιά με μειονότητες (γκέτο) θα έχεις μεγαλύτερη ποινή αν παρανομήσεις. Υπάρχει η Ουγγαρία που έχει αναγάγει σε ποινικό αδίκημα τη βοήθεια σε μετανάστη. Υπάρχει ο αναδυόμενος εθνικισμός στην Αυστρία και στη Γερμανία που ζητά στρατόπεδα «φιλοξενίας» μεταναστών στα Βαλκάνια. Υπάρχει η Ιταλία που ψήφισε δύο κόμματα, και τους έδωσε την κυβέρνηση, που τα κεντρικά τους συνθήματα ήταν εναντίον των μεταναστών.
Ο Τραμπ που χωρίζει τα παιδιά στα σύνορα από τους γονείς τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν έχει δεχτεί ακόμα την επανένωση των οικογενειών προσφύγων. Είναι εκατοντάδες ακόμα τα παραδείγματα, που σε κάνει ακόμα και να απορείς, γιατί δέχονται οι μετανάστες να φοράνε το εθνόσημο μιας χώρας που τους φτύνει. Η ανάγκη για μια καλύτερη ζωή όπως είπε και ο Λουκάκου είναι η πιο πειστική απάντηση.