Βλέπω ένα όνειρο εδώ και μέρες. Είμαι ντυμένος σαν το κουνέλι του Donnie Darko, όχι όμως στο τόσο φοβιστικό του, κάπως στο πιο χνουδωτό και φραμπαλάδικο του. Έξω έχει ήλιο, όχι πολύ, όσο πρέπει για να νοιώθεις την Άνοιξη να γλιστρά κάτω από τα πόδια σου. Περπατώ μέσα στην άδεια πόλη σαν να έχω τον απόλυτο έλεγχο. Δεν με νοιάζει τίποτα. Δεν σκέφτομαι τίποτα από αυτά που ζω εδώ και ένα χρόνο. Η ψύχωση των «δύο επόμενων εβδομάδων που θα είναι ιδιαιτέρως κρίσιμες» έχει οδηγήσει αυτοβούλως τον κόσμο σε μόνιμο εγκλεισμό. Προφανώς δεν ανήκω σε αυτούς. Περπατώ στην Πατησίων, ντάλα μεσημέρι, εγώ και τα περήφανα χνουδωτά τουρλωτά αυτιά μου. Παραδόξως σε αντίθεση με τον Donnie στην ταινία του 2001, δεν αγκαλιάζω τη σκοτεινή μου φύση (σχεδόν χαμογελώ μέσα στο ψεύτικο κεφάλι), απλά περπατάω και κρατώ με τα γούνινα δάχτυλα μου, ένα μεγάλο κασετόφωνο. Όπως αυτό που έφερνε ο ξάδερφος Μίμης, από την Αθήνα στο χωριό, για να μας παίξει τσίτα το Abracadabra του Steve Miller Band και να μας κάνει να σκάμε από τη ζήλια.
Βλέπω ένα όνειρο εδώ και μέρες. Είμαι κούνελος μεγάλος, σχεδόν μπασκετμπολίστας και στέκομαι στην άδεια Πατησίων, ύψος σινεμά Αελλώ, δεν με κυνηγά κανένας μπάτσος, είναι το κλείσιμο των Αποκριών, μπορώ να κάνω ότι θέλω και να ακούσω ότι θέλω, και εγώ κάθομαι οκλαδόν στην μέση του δρόμου και ακούω το Head over Heals των Tear For Fears σε λάτιν στραβοπάτημα (εκδοχή που πραγματικά ελπίζω πως δεν υπάρχει).
Όταν δεν βλέπω όνειρα καταγράφω απώλειες. Που φέρνει η καραντίνα. Αγκαλιές, φιλιά, ηρεμία στον ύπνο, βόλτες στην άκρη της πόλης. Όταν δεν βλέπω όνειρα καταγράφω νέους εθισμούς. Την μικρή οθόνη του κινητού, την μεγαλύτερη της τηλεόρασης. Όταν δεν βλέπω όνειρα καταγράφω συνήθειες μιας άλλης εποχής, καθόλου κοντινής, καθόλου μακρινής. Σήμερα η μέρα λογικά θα ήταν αλλιώς. Χωρίς οράματα και όνειρα. Δεν θα τα χρειαζόταν. Θα είχε όλα αυτά που ζωγραφίζουν υπό κανονικές συνθήκες, χαμόγελα στο στρογγυλό της πρόσωπο. Κομφετί, σερπαντίνες, κέφι, χορός, μπρίο και ένα διάχυτο que te la pongo, que te la pongo, να σέρνεται στην πόλη. Ντουλάπες θα εκρήγνονταν, κάβες θα εξαφανίζονταν, αρχαίες μεταμφιέσεις θα σχεδιάζονταν από την αρχή, δεκαετίες θα μπέρδευαν τα ωραία τους μπούτια, η Κοκό Σανέλ θα έτρεχε χέρι-χέρι με την ΡουΠολ στους αγρούς, ο Ιβ σεν Λοράν της Πλατείας Αμερικής θα έβαζε χέρι στους Ντόλτσε Καμπάνα της Αγίας Βαρβάρας για εξωπραγματικότητα στο σπάσιμο της μέσης, και το μόνο ερώτημα που θα μπορούσε να πέσει πάνω σε ένα ατόφιο αρσενικό κεφάλι, θα ήταν ένα: «αυτό το λεοπάρ καφτάνι, ποιο αγόρι θα το βάλει;». Η μέρα, η σημερινή έτσι όπως κρυφοκοιτάζει ακόμη ξαφνιασμένη πίσω από την ταμπέλα του «σαν σήμερα», απαιτεί ανθρώπινη διασπορά στους δρόμους, αισθητικό ξεσάλωμα στη ένδυση, ξόδεμα ενέργειας, σφιχταγκαλιάσματα, απανωτά γλωσσόφιλα (μέχρι να λιώσει ο έρωτας στο στόμα), χέρια ψηλά και ένα djobi djoba να σκορπά εγκεφαλικά χωρίς νιάσιμο και έγνοια καμιά.
Σήμερα, η τελευταία Κυριακή των Αποκριών, είναι όπως η περσινή αλλά όχι όπως και η προπέρσινη. Είναι γκρινιάρα, έχει τις κλειστές της, παίρνει ανάποδες με το παραμικρό, δεν καταλαβαίνει τι την έχει βρει και κοιτάει το ταβάνι χαμένη στις σκέψεις της. Και τις αναμνήσεις της. Θυμάται το Πατρινό Καρναβάλι που πια και επίσημα δεν είναι για πάντα, το τηλεοπτικό μεσημεριανό Μοσχάτο με τις μεταμφιέσεις από τα Λίντλ, τα πρόστυχα πειράγματα του Τυρνάβου, την παγανιστική αυτοδιάθεση της Ξάνθης, τα μεθυσμένα ρεπορτάζ των βραδινών δελτίων γεμάτα χαρά και γιορτινή αφέλεια. Αντιθέτως σήμερα έχει Βουλή στο ριπίτ, μάχες στους δρόμους, κυνήγι στα σόσιαλ, «επιστροφή» της θανατικής ποινής, αστυνόμευση, άγχος για το νούμερο του 13033 στο οποίο και θα πεδικλωθεί το μαγικό 300αρι. Έχει μια επιθετική Ερντογανοποίηση. Κανένα Que te la pongo, κανένα Bamboleo, κανένα Marakaibo για σένα σήμερα. Μόνο αν έχεις κέφι με το ζόρι, Koza Mostra και Αρετή Κετιμέ, Αποκριές και Κούλουμα live online από την Περιφέρεια Αττικής («μια πρωτοβουλία του Περιφερειάρχη Γιώργου Πατούλη και του Τομεάρχη Πολιτισμού – Εντεταλμένου Περιφερειακού Συμβούλου κατεξοχήν αρμόδιου για θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις, Χάρη Ρώμα»). Γιατί ο σουρεαλισμός των ημερών δεν θα αφήσει το χρυσαφένιο ζεύγος, να υποθέσω, χωρίς ρόλο και στη σημερινή κωμωδία.
Κλέβω από τη βικιπαίδεια: «Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρά Δευτέρα οπότε και αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Ταυτίζονται με την περίοδο του Τριωδίου, μια κινητή περίοδο στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής».
Θα την πω την αμαρτία μου. Ποτέ μου δεν θυμόμουν πότε αρχίζουν οι Απόκριες και πότε τελειώνουν. Για μένα ίσως είναι και καλύτερα όταν αυτό το σκορπισμένο στα ιδρωμένα κορμιά, γλιτσιασμένο Volare, απουσιάζει. Εντάξει πέτα το «ίσως» έξω από την εξίσωση. Για μένα είναι καλύτερα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή τη μίνι λάτιν Αποκάλυψη που συμβαίνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Αυτή την ξαφνική τάση να μετονομάζεις το Μενίδι σε Ρίο, να ανεβοκατεβάζεις το φθαρμένο ενδυματολογικό παρελθόν σου από το πατάρι, να γίνεις αυτή και αυτός που ποτέ δεν ήσουν, να σκέφτεσαι το εξοχικό στην Κούβα που ποτέ δεν κατάφερες να αγοράσεις – ακόμη και τότε στα late 90s που το να πηγαινοέρχεσαι στην Αβάνα σου ερχόταν πιο φθηνό από δύο μέρες στην Αράχοβα. Το λάτιν ηφαίστειο που σκάει κάθε χρόνο, ειδικά αυτή τη μέρα, στην τελευταία Κυριακή των Αποκριών, φέτος (όπως και πέρσι) παραμένει ήσυχο. Και αυτό για μένα είναι ο πιο ευχάριστος (μη) κραδασμός που προκάλεσε αυτός ο συνεχόμενος εγκλεισμός.
Βλέπω ένα όνειρο εδώ και μέρες. Πως η ζωή παθαίνει ξαφνική «κανονικότητα» και εγώ γίνομαι άνθρωπος πάλι. Περπατώ στην γεμάτη Πατησίων, δύο κλούβες με προσπερνούν, στο απέναντι πεζοδρόμιο γίνεται εξακρίβωση στοιχείων, ο κόσμος περπατά δίπλα μου με τους ώμους πάνω από το κεφάλι, τσεκάρω στα γρήγορα το 6 μου, προλαβαίνω δεν προλαβαίνω, τοίχο-τοίχο θα επιστρέψω πάλι. Ψάχνω το κουνέλι μέσα μου. Τζίφος!