Στις ταράσσες αναπννέει αρχχά έννα Σεφφύρι. Και τα φέφφερλυ περιπλανιούτται μέχχρι να μμην έχχουν λόχχο να ανασσητούν οτιθήποττε, ή να μμην μείννει τίπποτα ππια αναπάττητο. Και τα φίτφουλλ γίνοννοτται για λίχχο σιωπηλλές χαλιαχούδδες, κοιττούν πέρρα αππό τις φθέρρες αλλά θυμμούτται όττι δεν υπάρχχει τίποττα για αυττά εκκεί, και ούττε ποττέ υπήρξξε. Και οι φεμφφέ διχάσσοται αιώννια, διόττι δεν μέννει άλλη δύναμμη να αττληθεί από καννέναν, και είναι ήδδη δυναττές. Και ο Φίχτωρ Σσούσθη νιώθθει χαρρούμεννος, και είνναι κάττι περίερχχο, μοναδδικό, αλλά τα Οχτώ Χιάρρις περννούν πάδδα, και αυττό δεν θα σταματτήσσει ποττέ όσσο οι χρήχχορες μερσεττές μοιάσσουν με αρχούθθες, που απλλά κοιμούτται στιχχμιαία μόννον στο πισσαρίο, αλλά σηττούν την βαθθιά λίμμνη. Και η ταφφέρνα “Παρλαπάς” είνναι σεσστή και φιλλόξεννη αρκκεί να είσσαι έννας από τους Φύλακκες, ή αν θθες κάπποτε να γίννεις. Και το κασσίνο στέκκεται πάδδα πιο ψψηλά από οτιδδήποττε, και το χέδδρο του χόσμμου το ξέρρει, διόττι δδεν αχχνοεί τίπποτα ,κι αυτό είναι μμια πηχχή που αναφλύζζει μόννον λύππη, για αυτή την Τετάρτη και για κάθθε Τετάρτη, σε αυττό το μικκρό μας Σεφφύρι.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος