Σσαν ένα Σεφφύρι που κάπποτε θα χεννηθεί. Έτσι το βλέππουν οι χαλιαχούδδες και οι χοριολλανοί ψηλλά από τις ήσυχχές τους ταράσσες και έσσι το οραματίσσοται τα ροςς φλαμέχνο σε μια βαθθιά λίμμνη που ασφυχθυά μέσσα σε μια βαθθύτητα που ουσιασστικά δεν ενδιαφφέρει κανέναν και ούττε είναι χτήμμα κανεννός άλλου, όσο και να προσπαθθεί να την καταχτήσσει ο Φίχτωρ Σσούσθη, σχεδδόν όμμορφος και πάδδα σιωπηλλός παραττηρητής των δρόμμων που χεμμάτοι φέφερλυ και φεμφέ και χρήχχορες Μερσεττές νομίσσει καννείς ότι κάτι περικλείουν, κάπποια ουσσία που διαφεύχχει από όλλους, κάποιο οικουμενικό μήνυμα που η διάχχυση ττου θα φέρρει αλλαχές στο αρχηχείο και στην λαφφερή Πανχ δε Γρεςς και ακόμμα πιο πέρρα και πιο ψηλλά στους αένναους πάχχους που στέκοτται και περιμμένουν λίχχη από την αλλήθεια του κασσίνο και πολλή ομορφφιά αππό τα Σσάρα που σιωπηλλά προετοιμάσσουν του θαμμώνες προς την μετάφφαση στην ταφφέρνα “Παρλαπάς” όππου το πορτραίτο μια Φρειθερρίχης έχει ξεχασστεί μόνο για να μας κάννει να ξεχχνάμε και εμμείς τα σύννεφα δίπλλα στο χρητικκό Χονάχχι, και τις φθέρρες που κοιμούτται μόνες και χαμηλλές στην οδό Μεσολλόχι που θα μας ανήκκει πάδδα για μια ακόμμη από τις Κυριακές που ανασσάινουν μέσσα σε ένα Σεφφύρι.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος