σημειώσεις ημερολογίου, ήπειρος

στα πρώτα διόδια τα παιδιά της φιλαρμονικής – του δήμου; κάποιου ωδείου; – ντυμένα τις κόκκινες στολές τους έπαιζαν τα κάλαντα των χριστουγέννων. ολόκληρη η λεωφόρος κορίνθου πατρών ένα ημιτελές εργοτάξιο, χωρίς εργάτες· δεν υπήρχε άνθρωπος, μόνο πεσμένοι κώνοι και φράχτες. η μιζέρια και η προχειρότητα αυτής της χώρας σε όλη την έκταση της λεγόμενης ιόνιας οδού· σαν να παίζεις συγκρουόμενα με νταλίκες ανάμεσα σε εμπόδια και συνεχείς αλλαγές λωρίδων. στο ρίο περάσαμε απέναντι με το φέρρυ μποτ· νωχελικότητα, ήλιος και θάλασσα. με το τελευταίο φως στα πορτοκαλί και τα μωβ να μεταμορφώνει την ατμόσφαιρα περάσαμε την αμφιλοχία.

 

θεσπρωτικό

είναι οι μέρες του κρύου αλλά το χωριό προστατευμένο ανάμεσα σε δυο βουνά τις πέρασε εύκολα. περπάτησα από το δρόμο της αγοράς στο χωματόδρομο που γλύφει το βουνό πάνω από το χωριό. κοιτάζω από ψηλά, το μισό χωριό στην πλαγιά και το άλλο στον κάμπο· τα περισσότερα παλιά πέτρινα σπίτια, λιτά παραλληλόγραμμα με μεταγενέστερα μπαλκόνια άλλα ανακαινισμένα και άλλα μεταποιημένα σε σύγχρονα σπίτια βρίσκονται στην πλαγιά του βουνού· στο κάμπο είναι κυρίως νέες μεγάλες μάλλον αδιάφορες αρχιτεκτονικά κατοικίες, παρόμοιες με αυτές που συναντάς παντού σε τούτη τη χώρα. στο βάθος σε σειρά, το νέο δημοτικό, το γήπεδο ποδοσφαίρου και το κοιμητήριο. στο χωριό υπάρχουν δυο πέτρινα πρώην δημοτικά, το παλαιότερο είναι έδρα της φιλαρμονικής με πιτσιρίκια του χωριού, το άλλο εγκαινιάστηκε από τον γεώργιο παπανδρέου τον πρεσβύτερο τη δεκαετία του εξήντα αλλά εγκαταλήφθηκε πρόσφατα για το νέο σχολείο στον κάμπο.

 

συνεταιρισμός γυναικών θεσπρωτικού

προπαραμονή πρωτοχρονιάς και το εργαστήριο είναι γεμάτο βασιλόπιτες, οι έξι γυναίκες που είναι τα μόνιμα μέλη του συνεταιρισμού, έχουν σχεδόν τελειώσει, ρίχνουν άχνη, και μετά με τριμμένο αμύγδαλο σχεδιάζουν το 2015. «φτιάξαμε όσες και πέρσι, για να δούμε θα τις πουλήσουμε;» ο συνεταιρισμός γυναικών «μικρή λάκα σουλίου» ιδρύθηκε το ενενήντα πέντε και φτιάχνει γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, τραχανά, χυλοπίτες σε μικρές ποσότητες καθώς και παραγγελίες για εκκλησιαστικά μυστήρια και ιδιωτικές γιορτές.

λίμνη ζηρού

ανάμεσα στη φιλιππιάδα και το θεσπρωτικό είναι μια μικρή ήσυχη λίμνη κλεισμένη από βουνά, στην ανατολική πλευρά είναι οι παλιές εγκαταστάσεις παιδόπολης της φρειδερίκης. μια από τις πολλές που κατασκευάστηκαν τέλη της δεκαετίας του σαράντα για τα ορφανά παιδιά των πολέμων. κάποια κτίρια έχουν αναπαλαιωθεί και χρησιμοποιούνται από το δήμο για περιβαλλοντική εκπαίδευση. μετά το δύο χιλίαδες έγιναν έργα διαμόρφωσης περιπάτου με το πρόγραμμα natura, που τώρα είναι χορταριασμένα και παρατημένα. υπήρχε μονοπάτι περιμετρικά της λίμνης αλλά σε πολλά σημεία έχει κλείσει. έργα γίνονται πολλά, τελειώνουν τα χρήματα και δεν υπάρχει καμία φροντίδα και αγάπη για την συντήρηση τους έτσι το δάσος σιγά σιγά έχει καλύψει τα μονοπάτια, τα μικρά και μεγάλα δέντρα προσπαθούν να φτάσουν με τα κλαδιά τους στο φως…

 

αμβρακικός

πήραμε το χωματόδρομο μετά το χωριό στρογγυλή· παπιά και σταχτοτσικνιάδες στο βάλτο. στο λόφο πάνω από το νεκροταφείο χτισμένο μονοπάτι οδηγεί σε παρατηρητήριο πουλιών. όλα είναι σπασμένα, παράθυρα, πόρτες, εξοπλισμός· εγκατάλειψη και πεταμένα λεφτά. συνεχίζουμε ανατολικά του χωριού, ξύλινες προβλήτες με βάρκες, γελάδια που βόσκουν παράλληλα με το δρόμο· μάνες και παιδιά, κάποια πρέπει να γεννήθηκαν πριν λίγες μέρες. το μοναστήρι παναγιά η ροδιά, άριστα συντηρημένο με πρόγραμμα leader και με θυροκολλημένο ετήσιο πρόγραμμα, πότε γιορτάζει, πότε μπορούν να γίνουν μυστήρια, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. απέναντι ο κόλπος γυάλιζε στο μεσημεριανό φως.

συνεχίσαμε προς νικόπολη· την αγνοούσα, τεράστια έκταση με ρωμαϊκά τείχη, ανάμεσα σε αυτοκινητόδρομους και καλλιέργειες. φτάσαμε στην πρέβεζα, το τοπίο είναι σαν λίμνη ανάμεσα σε άσπρα βουνά, προς τα που είναι το πέλαγος; περπατήσαμε, στην άκρη της προκυμαίας, μετά το μνημείο των πεσόντων ναυτών, προσανατολιστήκαμε και είδαμε τη δύση και το ιόνιο. στο πολιτιστικό κέντρο της πόλης γίνονται ζωντανές μεταδόσεις από την μετροπόλιταν όπερα της νέας υόρκης. σε ένα περίπτερο κοίταξα τις καρτ ποστάλ, αρχιτεκτονικό ανακάτωμα και τούτη η πόλη, όπως τόσες και τόσες, όπως όλη η χώρα. πως να ήταν άραγε η πόλη το 1928; 

 

σούλι

φύγαμε βόρεια του θεσπρωτικού προς τον οικισμό άσσο, περάσαμε δυτικά στο επόμενο βουνό και φτάσαμε στο σιστρούνι στις πηγές του αχέροντα· στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν αρκετά σημεία με πηγές του ποταμού. περπατούμε ανάμεσα σε πλατάνια και τρεχούμενα νερά, μόνο που η διαμόρφωση με πέτρινα γεφυράκια και ποταμάκια, προσπαθώντας να μετατρέψει το αξιοθέατο σε γραφικότητα, αλλοίωσε την φυσική ορμή του τοπίου. διασώθηκε η παλιά εκκλησία, όπου συνεχίζονται οι εργασίες συντήρησης. ανέβηκα λίγο πιο ψηλά· μια χορταριασμένη αλάνα πλημμυρισμένη από τα νερά της βροχής, τα σκουριασμένα δοκάρια θυμίζουν ότι εδώ ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου· πότε άραγε να έπαιξαν τελευταία φορά ποδόσφαιρο εδώ…

συνεχίσαμε βόρεια και δυτικά, χωρίς χάρτη, ψάχνοντας για το σούλι ή καλύτερα για ένα καθαρό τοπίο. η περιοχή αυτή της ηπείρου διασχίζεται από διαδοχικά παράλληλα βουνά που από βορρά προς νότο σχηματίζοντας κοιλότητες – λάκκες – ανάμεσά τους, η περιοχή εδώ είναι γνωστή ως λάκκα σουλίου. στη ρίζα του βουνού κατεβαίνει ένα ρέμα σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες ανάμεσα στα πλατάνια· απέναντι μια στάνη είναι το μοναδικό κτίριο της περιοχής. ανεβαίνοντας τις στροφές σκαλίζω το ραδιόφωνο, κλαρίνα με echo και παράσιτα, ο δρόμος με συνεχόμενες στροφές μοιάζει καινούργιος. δεν συναντήσαμε κανένα αυτοκίνητο, πηγαίναμε αργά ανάμεσα σε πεσμένες πέτρες, το βουνό γυμνό σχεδόν από δέντρα. μετά τις στροφές, στην κορφή φτάσαμε σε ένα οροπέδιο, μια παλιά πινακίδα με χάρτη προσδιόριζε τη θέση μας. λίγο παγωμένο χιόνι στις άκρες, το οροπέδιο γεμάτο με νερό, ο δρόμος σαν ραφή πουκαμίσου έκοβε το φτενό οροπέδιο στα δύο· μερικά τροχόσπιτα και στην άκρη ένα κλειστό κατάστημα, προφανώς το καλοκαίρι κάποιοι κάνουν κάμπινγκ εδώ πάνω. ο ήλιος ζέσταινε λίγο την απόκοσμη ατμόσφαιρα. διασχίσαμε την ευθεία κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τις στροφές της άλλης πλευρά ανάμεσα σε έλατα και βελανιδιές, σταματήσαμε στο πρώτο χωριό. ταβέρνα «η πλατεία», μεσημέρι η οικογένεια που το δουλεύει έτρωγε μακαρόνια με κιμά, η τηλεόραση έπαιζε τον προεκλογικό αγώνα των κομμάτων. ωρυόμενη η εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης, με τη φωνή της να χτυπά στα τζάμια· κοίταξα το δάσος έξω από το παράθυρο. υπήρχε άλλος ένας πελάτης, από την άλλη μεριά της ξυλόσομπας, μάλλον ντόπιος, χάζευε τηλεόραση και μασούσε το τσιγάρο του. πληρώσαμε δέκα ευρώ για το φαγητό, κοίταξα την απόδειξη, είχε αριθμό 01, είμασταν οι πρώτοι πελάτες σήμερα.

κατεβαίνοντας για την γλυκή στην πεδιάδα, συναντούσαμε μόνο γελάδια, κατσίκια και σκυλιά. από ψηλά ο κάμπος χαλί με πράσινα τετραγωνάκια.

 

γιάννενα

εύκολος ο δρόμος για τα γιάννενα, δίπλα στον ποταμό λούρο ανάμεσα από άσπρα βουνά, πέστροφες και πορτοκάλια σε τσάντες με εικοσιπέντε λεπτά το κιλό. αφήσαμε το αυτοκίνητο στο δημοτικό πάρκινγκ και περπατήσαμε παραλίμνια, το ίδιο έκαναν εκατοντάδες άνθρωποι, ήταν η πρώτη λιακάδα μετά από μέρες κακοκαιρίας, ο δυνατός αέρας και τα κύματα είχαν σπάσει τα στηθαία της λίμνης, το νερό είχε παγώσει, φτιάχνοντας κρυστάλλους στα κλαδιά των δέντρων και στα μοντέρνα γλυπτά του πάρκου. όλοι φωτογράφιζαν την εφήμερη απορρύθμιση του τοπίου. θυμήθηκα τα γυάλινα γιάννενα του γκανά: «… Θα ‘ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα, / στο χιόνι και στον άγριο καιρό / γυάλινα και μαλαματένια.» στην είσοδο του κάστρου θυμήθηκα τις φωτογραφίες του μπαλάφα με τα γκρίζα τείχη, τις μαυροφορεμένες χωριάτισσες και τα άλογα.

η σπυριδούλα

μας μίλησε για την βλάχικη καταγωγή της, για τα χρόνια στο συρράκο, τους γερμανούς, για τον πόλεμο που σου καταστρέφει ότι με κόπο έφτιαξες, το κατσικάκι που της έδωσε ο ξάδελφος της και το μεγάλωσε όλο το καλοκαίρι αλλά το φθινόπωρο πέθανε, τους αντάρτες (του εάμ, του ζέρβα;) που τον αύγουστο του σαράντα τέσσερα σκότωσαν τη φίλη της ουρανία «το θυμάμαι καλά, τέσσερις αυγούστου του σαράντα τέσσερα ήτανε, είδαμε κάτι καβαλάρηδες πάνω στο λόφο, ήταν κι άλλοι από το χωριό, ρίξανε δυο τουφεκιές και έπεσε η ουρανία, τραυματίστηκε

εδώ ψηλά στο γοφό, πέθανε». μας μίλησε για το πως οι βλάχοι κατασκεύαζαν τις καλύβες, τις μετακινήσεις τους στον κάμπο, «κουβαλούσα μωρό την ξαδέλφη μου με τη σαρμανίτσα, κάτω είχα ρούχα και πάνω το παιδί». το σπίτι που δε χάρηκαν στην καλαμιά, το υφαντήριο με τον αργαλειό στην φιλιππιάδα και την μετακίνηση με το ποδήλατο, «ο άντρας μου οδηγούσε εγώ καθόμουνα πίσω, θα ήταν είκοσι λεπτά από την καλαμιά».

στο άλμπουμ φωτογραφίες από γάμους αδελφών, βαφτίσια εγγονιών. ανακατεμένοι ζωντανοί και πεθαμένοι. κοίταξα τα τρία δακτυλίδια της· τα έβγαλε ένα ένα, «τούτο μου το ‘κανε δώρο η φούλα με τον πρώτο της μισθό, τούτο ο γιάννης κι αυτός στον πρώτο του μισθό, ε και αυτό είναι από το γάμο μου».

το πρωί μαζεύαμε τα πράγματα μας για να φύγουμε από τα γιάννενα. μας κοίταζε, «α νά μουνα πουλί να πετάω, να πηγαίνω παντού».

 

επιστροφή

ανεβήκαμε την εγνατεία προς μέτσοβο, πύκνωνε το χιόνι στα βουνά. στα διόδια σταματήσαμε λίγο. μια καντίνα, μια οικογένεια που έβγαζε φωτογραφίες τα παιδιά στο χιόνι, ένα σκυλί που ήρθε από το βουνό, πέρασε τον φράκτη και βγήκε στο δρόμο. κατεβήκαμε τις παγωμένες στροφές από το χωριό παναγιά προς καλαμπάκα, διασχίσαμε τη θεσσαλία, όλος ο κάμπος χιονισμένος, με το τελευταίο φως φτάσαμε στην αθήνα.

Γιάννης Κωσταρής

Share
Published by
Γιάννης Κωσταρής