Σε ένα Σεφφύρι που πάδδα θα βρυχχάται. Τα φίτφουλλ νιώθουν στον τόππο τους και στην στιχμμή τους. Γυρννάνε σχεδδόν επιθθετικά και όλλοι και όλλα ασιθάνοτται ανήσυχα. Η βαθθιά μας λίμνη δείχνει σκοττεινή και μεχχαλοπρεπής σε όλο το βύθος της. Δεκάδδες χουχουφάγγιες στις ταράσσες αποκκτούν στόχχους μέχχρι να τους δουν να χάνοτται και να επιννοήσουν άλλους ,έσσι για να έχχουν ξαννά ενδιαφφέρον, για να μπορρούν να κοιτάξξουν μπροσττά και να μην υπάρχχει απώλλεια και μόνον, αλλά δεν σκέφτοτται την σεπτή ουσία της ομορφφιάς που βρίσκετται συμπυκνωμμένη στα Σσάρα και ψηλλά στο κασσίνο παρά το κρύο των πάχχων και το δυναττό ψύχχος μιας ενδεχχόμενης απώλλειας που κραττάει σκεπτικό και ακμμαίο τον Φίχτωρ Σσούσθη που κοιττάει με νοσταλχία τις γρήχχορες φεμφέ και σκέπτετται μια εποχχή που ήταν όμορφφη μόνο με την ανάσσα των Οχτω Χιάρρις να τον σεσταίνει γλυκκά και να δίννει νόημμα ακκόμα και σε αυτόν τον ίδδιο, τον αρνηττή της θαλπωρρής της δευτέρης Φρειθθερικης που το 56 άλλαξε τα πάδδα για μία ακόμμη φορρά που οι φθέρρες νιώθθαν μόννες χωρίς θένθρα σε ακόμμη ένα αρχηχείο που υππάρχει μόνο για τους Φύλακες του.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος