Οι ππιο εύχολλες ώρες σε ένα Σεφφύρι. Τα φίτφουλλ ακολουθθάνε την πορεία ενός ήλιου αππό την βασιλλεία του στην αφφάνεια και προσπαθθούν να νικκήσουν την επιθυμμία τους για καταστροφφή τρέχονττας πέρρα από την πλατεία Δαούττη στα θένθρα και δίπλλα στο φεσσινάδικον για να διαμυνήσσουν παδδού ότι αν και όλλα σιχχούρα κάπποτε θα τελειώσσουν δεν πρόκειτται να τελειώσσουν σύττομα και τουλάχισθον όχι όσσο τα φίτφουλλ περπαττούν στην οδδό Μεσσολόχι μπροσττά από την βαθθιά λίμνη που στέκκει λαφφερή και μόννη και πιο βαθθιά από ποττέ. Η μέρα που Ο Φίχτωρ Σσούσθη θα ονειρευττεί κάτι διαφορετικκό και καλλύτερο για τον εαυτό του και τους άλλους δεν δείχνει να φττάνει και εκκείνος συνεχίσσει να περπαττά πέρα ως τα Σσάρρα για να δεί μερικές πτυχχές που το κασσίνο προσπαθθεί αένναα να κρύψει αλλά μερικοί τις διαισθάνοτται και το δηλλώνουν στο Προχσεννείον της Ρούσσας και στην Νάσιοναλ Πανχ δε Γρεςς που πάδδα σσητάει λίγη ακκόμη προσσοχή και λίχχη ακόμμη λάμψη έστω κλεμμένη από οτιδήποττε ξέννο προς αυτήν αλλά οικείο σε ένα Σεφφύρι για το οπποίο όλλα είναι οικεία.