Ήταν η ώρα που έπεφτε ο ήλιος. Κοιτούσα δίχως κάποιον ιδιαίτερο λόγο τον δρόμο που οδηγεί προς την πλατεία. Όλα άδεια, κενά. Μόνο αόρατοι ψίθυροι και αέρας. Το ιώδες του ουρανού είχε ποτίσει την ακινησία. Μούδιασα. Αισθάνθηκα ότι η ζωή είχε κάνει ένα τεράστιο ζουμ άουτ, ένα βιαστικό τρακ μπακ. Η πόλη ήταν τώρα μια αχνή λεπτομέρεια στον ορίζοντα.
Θυμήθηκα άξαφνα τον παππού μου και τις ιστορίες του για τη νήσο Έλις. Τα όσα μας περιέγραφε γλαφυρά κι ελαφρώς φορτισμένα. Όπως το πώς, εκείνος και τα μικρότερα αδέρφια του έφτασαν ως εκεί. Αλλά και την καραντίνα, και τον φόβο της απαγόρευσης εισόδου. Υπήρχε μια σκηνή που την επαναλάμβανε κάθε φορά: τα τρία αδέρφια να στέκονται αποσβολωμένα κι αποκαμωμένα, κοιτώντας προς τη Γη της Επαγγελίας, ατενίζοντας γεμάτοι αγωνία τη ζωή που τους περίμενε.
Τέσσερις περίπου εβδομάδες έγκλειστοι, εξόριστοι στο εντός. Με ένα αλλιώτικο Πάσχα μπροστά. Δίχως φίλους, παρέες, συγγενείς, χωριά, βουνά, Άνοιξη, νησιά, λουλούδια,
Φαντάζει τραγικό. Σχεδόν δυστοπικό. Ωστόσο η πλειοψηφία, αν κι έμπλεη φόβου, πιεσμένη και καταρρακωμένη, διατηρεί την ψυχραιμία και τη μετρημένη αισιοδοξία της.
Περίεργο.
Τι έχει άραγε συμβεί σε τούτη τη χώρα των αψίκορων Ελληναράδων; Πώς γίνεται σε αντίθεση με όσα χείριστα καταγράφουν κατά καιρούς οι έρευνες και διατυμπανίζουν με κάθε ευκαιρία οι ετερόκλητες «ελίτ», σηκώνοντας το δάχτυλο, πώς γίνεται λοιπόν η πλειοψηφία – η πλειοψηφία έστω – ξαφνικά να αντιδρά με τόση ωριμότητα; Τι έχει συμβεί σε αυτή τη χώρα; Τι έχει συμβεί στους κατοίκους της, οι οποίοι πάσχουν σε χρόνιο επίπεδο από ένα δυσθεώρητο σύμπλεγμα κατωτερότητας προς τους αρχαίους προγόνους τους, αλλά και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους;
Τα μέτρα φαίνεται να αποδίδουν. Ελήφθησαν νωρίς, υπάκουσε σε αυτά η πλειονότητα, έφεραν το ευκταίο αποτέλεσμα, περιορίζοντας τα κρούσματα και κατ’ επέκταση τους θανάτους.
Η στρατηγική της κυβέρνησης υπήρξε αποτελεσματική: ζύγιασε σωστά τα δεδομένα κι επέλεξε να δράσει καίρια. Γνώριζαν πολύ καλά πως η Δημόσια Υγεία δεν θα άντεχε ένα χτύπημα αντίστοιχο της Ιταλίας. Η πολυετής κρίση έχει αποδυναμώσει, αν όχι καταρρακώσει, το δημόσιο νοσοκομείο.
Ήταν μία επιλογή δύσκολη, αλλά σωστή, αναμφίλεκτα. Στηρίχθηκε στη γνώση της αδυναμίας. Σε ένα είδος συνειδητοποιημένης κι ορθολογικής δυσπιστίας ως προς το πόσα μπορεί να αντέξει το κράτος κι ο τομέας της δημόσιας υγείας. Ένα είδος θετικής και μετρημένης δυσπιστίας, που δεν ακυρώνει, αλλά σταθμίζει σωστά και συμβάλλει στη διατήρηση του ελέγχου.
Οι πολίτες, ο Δήμος, ο Λαός; Αντέδρασαν κι εκείνοι συμμετρικά, κατ’ αναλογία, με τρόπο αντίστοιχα συνετό. Επέδειξαν φρόνηση, ψυχραιμία και κατανόηση. Μέτρησαν σιωπηρά τις πιθανότητες, σκέφτηκαν τους γονείς, τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τα παιδιά , εκείνους τους ίδιους, αντιλήφθηκαν το βάθος και το εύρος της υπαρξιακής απειλής, αναλογίστηκαν το τι συμβαίνει σε κράτη με πολύ πιο ισχυρά συστήματα υγείας κι αποδέχτηκαν την απειλή. Θετική δυσπιστία κι επιφύλαξη.
Τα ανακλαστικά ήταν άλλωστε εκπαιδευμένα. Μέτρησε το μάζεμα των χρόνων της κρίσης. Είχε παράξει ένα σπάνιο ίζημα γνώσης: η βαθιά κατανόηση του ότι υπάρχουν στιγμές εξαίρεσης, στιγμές όπου πρέπει να τραβηχτείς και να αποφύγεις το χειρότερο, να εξοικονομήσεις δυνάμεις, να σφίξεις τα δόντια, να βαστήξεις.
Σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι κυβερνήσεις καθυστέρησαν, ο κόσμος αποδείχθηκε ανυπάκουος, απερίσκεπτος, άφρων. Η δυσνόητη αυτή επιλογή των εν λόγω κυβερνήσεων μοιάζει να στηρίχθηκε σε μία κρυφή – σχεδόν μεταφυσική – πίστη στις δυνάμεις του συστήματος υγείας και στην ισχύ του κράτους. Η υπερβολική πίστη λειτούργησε εδώ ως τύφλωση, ως μετανεωτερική ύβρις. Οι υπήκοοι του Λεβιάθαν νόμισαν ότι εκείνος είναι παντοδύναμος. Ο ουτιδανός ιός, μια πρωτεΐνη με λίπος, κατίσχυσε.
Είναι ίσως μια ευκαιρία αυτή η δυσμενής συγκυρία και στιγμή. Μια δυνατότητα να πιστέψουμε στους ίδιους μας τους εαυτούς, δίχως έπαρση, δίχως υπερβολή, με μέτρο, λελογισμένα. Κι από εκεί να φανταστούμε και να σκεφτούμε διαφορετικά, τη χώρα, τον δημόσιο χώρο, την κοινωνία στην οποία θα ανοιχτούμε και θα ξαναζήσουμε.
Χρειαζόμαστε αυτή την ομοψυχία στη διαφορά και στην πολλαπλότητα. Η δημοκρατία εξάλλου είναι το πολίτευμα του ερωτήματος και της αμφιβολίας, δεν δέχεται εύκολα Αλήθειες με Α κεφαλαίο. Η θετική δυσπιστία ίσως συνιστά το δικό μας αντίδοτο στην πανδημία (και όχι μόνο).
Πίσω τώρα, εδώ, στη «Νήσο Έλις». Το ιώδες έχει δώσει τη θέση του σε μια σιγαλή νύχτα. Τα φώτα του δήμου, κίτρινα και ζεστά, θυμίζουν σκηνικό από το West Side Story, ίσως φταίει και ο Μπερνστάιν που έχω βάλει κι ακούω. Θα ξαναγεμίσουν οι δρόμοι, σκέφτομαι. Θα επιστρέψουν στις ζωές μας οι φίλοι, οι παρέες, τα φαγητά, τα ποτά, τα ταξίδια, οι συναντήσεις. Στην άκρη του δρόμου βλέπω ένα ζευγάρι – μετακίνηση 6. Βαστούν ο ένας το χέρι του άλλου. Προχωρούν.