Ας κάνουμε μια υπόθεση, όπου οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα: Διάσημος σκηνοθέτης, που «αναστατώνει» την εγχώρια θεατρική σκηνή για χρόνια με το μεταμοντέρνο του βλέμμα και τη νεωτεριστική του αναπνοή, και χαιρετίζεται περίπου ως εκείνος που θα σώσει το ελληνικό θέατρο από την πλήξη που γεννά ο καθρέφτης του, στο βαθύ παρελθόν βεβαίως, επανέρχεται στο σήμερα μετά από χρόνια «εξαφάνισης», περίπου. «Ακυκλοφόρητο» έργο, εγγεγραμμένου στο top of the tops των σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων, ανεβαίνει for the first time μπροστά στα μάτια του αχόρταγου ελληνικού θεατρόφιλου κοινού. Μουσικός συνθέτης, που έχει γράψει το ωραιότερο τραγούδι που έχει παρουσιαστεί τα τελευταία τριάντα χρόνια από θεατρική παράσταση – όλως τυχαίως σε συνεργασία με τον συγκεκριμένο σταρ σκηνοθέτη, πιάνει το σκορ επιχειρώντας το ανάλογο. Ηθοποιοί, που έρχονται από συμμετοχή «στην καλύτερη παράσταση της περσινής χρονιάς» και από τηλεοπτικές εμπορικές εργασίες που «ανανεώνουν» το αστυνομικό είδος δια του νεανίζειν και φιλοσοφείν, ή και κουράζειν, αναλόγως των αντοχών και της παιδείας που κουβαλά ο καθένας, η καθεμία και το καθένα, μαζεύονται στη σκηνή και παρουσιάζουν εαυτούς με απροσδόκητη ανεμελιά. Νέος χώρος, ολόφρεσκος, μοντέρνος, σκοταδάκι μούρλια, το κάστ του Ρόκι να σε περιμένει στην πόρτα με άρωμα Αλεξάντερ Μακουίν, και μια εικόνα στα ενδότερα ακριβώς όπως τη θυμάσαι από την κλαμπ σκηνή του Ψυρρή των 00s (δεν είναι στου Ψυρρή), διεκδικεί με αισθητική ασφάλεια κι αυτός μια θέση στην ιστορία της πόλης.
Τι μπορεί να πάει λάθος μετά από όλα αυτά, συγνώμη κιόλας; Όλα προφανώς, συγνώμη κιόλας. Δηλαδή, για να εξηγούμαστε, στη φανταστική αυτή υπόθεση, όπου οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, οι προθέσεις είναι εκεί, τις βλέπεις, ιδρωμένες, αναστατωμένες, αποφασισμένες. Αλλά τους συμβαίνει κάτι που το βλέπεις, το νιώθεις, και δεν μπορείς να το ονομάσεις. Κάτι τις αγχώνει, τις ζαλίζει, τις κάνει άνω κάτω, πάνω κάτω, μέσα έξω, πέρα δώθε. Δηλαδή, το κείμενο του εξέχοντα λεξιπλάστη, έχω μια αίσθηση, μπορεί και δύο, μπορεί και τρεις, πως δεν ήξερε τι θέλει να πει, δηλαδή ήξερε, απλά ήξερε μόνο αυτό που κατανοούσε ο ίδιος και κάπου σκασίλα του να το μοιραστεί και με άλλους. Οι ιδέες παρεμπιπτόντως είναι όλες εκεί. Επίσης, τις βλέπεις. Με τη μια χαρά ζωντάνια τους. Με τα φώτα, τα εφέ και την άξια χρήση του χώρου. Άντε να πω και με τα αγάλματα, μέσα σου και έξω σου, ή με τα σχόλια πάνω στη θρησκοληψία, στο ιδεώδες του έρωτα, στην επίθεση κατά της διαφορετικότητας. Ε, και; Όμως…
Καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά όταν αρχίζεις και νιώθεις πως η θεατρική σύμβαση υποχωρεί και μεταφέρεσαι νοητώς στην καναπεδάρα του σπιτιού σου. Θες να πάρεις το περίπτερο αγκαλιά και να αρχίσεις τον σχολιασμό με αυτούς, αυτές, αυτά που κάθονται τριγύρω σου. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί εμφανίζεται αυτό; Γιατί λέει αυτό; Γιατί με αυτό το τόσο ωραίο beat δεν παρατάνε τις λέξεις και να πιάσουν τον χορό; Γιατί παίζουν όλοι κατά μονάς, σαν σε δική του παράσταση ο καθένας; Τι θέλει να πει το ποιητή (σταθερό ερώτημα); Γιατί η αντάρα ταιριάζει τόσο στο ημίγυμνο το στήθος; Τι δουλειά έχουν οι The Others με τους παλαιοημερολογίτες της Κορινθίας; Γιατί δεν έχω μια ανοιχτή ακρόαση με ζωντανό ακροατήριο, προς συνεχόμενο σπαρταριστό σχολιασμό; Απανωτά αναπάντητα ερωτήματα. Υποψιάζομαι πως η πρόθεση ήταν άλλη. Όπως υποψιάζομαι πως αυτά είναι και προσωπικές αναλύσεις που αγγίζουν ίσως μόνο εμένα, ίσως μόνο εσένα, ίσως άντε και τους δυο τρεις φίλους που σε (με) συνοδεύουν – το χειροκρότημα στο τέλος, εν προκειμένω, ήταν ζεστό, δεν ξέρω γιατί αλλά ήταν, και θα το αποδεχτώ (έχει περάσει και μια ολόκληρη κόντρα από πάνω μου για το All of Us Strangers, περί υποκειμενικότητας και διαφοράς σε τι βλέπει ή νιώθει ο καθένας τελικά).
Στην φανταστική αυτή υπόθεση, όπου οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, όταν η παράσταση τελειώνει, χειροκροτάμε, βγαίνουμε έξω στην κεντρική λεωφόρο και -σχεδόν περιχαρείς- αλληλοφτυνόμαστε. Και μετά αποφασίζουμε πως περάσαμε ωραία. Διότι, τελικά, το να αδιαφορείς είναι χειρότερο από το να μην κατανοείς – όπως συχνά συμβαίνει φέτος.