Στο πάνω χωριό είχαν κλείσει δύο μέρες τώρα το πάρκινγκ. Το έπλυναν, το σκούπισαν, το συγύρισαν, το έβαψαν -δουλειά παστρικιά – και ήταν έτοιμο. Θα φιλοξενούσε και φέτος το πανηγύρι του χωριού.
Ακουμπισμένο στην πλαγιά του βουνού, το δρόσιζε ένα μικρό πευκόφυτο δασάκι. Το ύψος του έδινε αέρα και τη δυνατότητα να βλέπει αμφιθεατρικά το χωριό, κι από εκεί μέχρι τη Νάξο, απλωνόταν όλο το ανάγλυφο και το στενό της θάλασσας μαζί, σαν πίνακας του Παπαλουκά. Ο ηλιάτορας έγερνε πίσω από τους Άγιους Πάντες με τη βολή του. Το νησί μαζί με τα υπόλοιπα – σε κύκλο – βυθιζόταν νωχελικά σε μια νύχτα σιγαλή και φεγγαρόφωτη.
«Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά».
Στην ορχήστρα, οι τελευταίες προετοιμασίες των μουσικών. Κούρδιζαν το βιολί (που χρόνια τώρα είχε αντικαταστήσει τη λύρα), το λαούτο, το μπουζούκι, την κιθάρα. Τσέκαραν τον ήχο, μετακινούσαν τα ηχεία, τις παρτιτούρες, τις καρέκλες καθόπως τους βόλευε. Μπροστά από την υπερυψωμένη σκηνή, έχασκε για λίγη ακόμη ώρα άδεια, η πίστα για το χορό. Ένα τετράγωνο αφημένο κενό, δεκαπέντε επί δεκαπέντε περίπου μέτρα. Γύρο της, διακόσια ίσως και τριακόσια μεγάλα τραπέζια – τάβλες. Τα αγκάλιαζαν σφιχτά, ατελείωτες σειρές οι καρέκλες. Αμίλητη λευκή φρουρά επί του οίνου που τοποθετούσαν σβέλτα οι γυναίκες του συλλόγου, καθώς έστρωναν τα τραπέζια. Από πάνω τους πέντε έξι μακριές σειρές με λάμπες, διέσχιζαν από άκρη σε άκρη το χώρο, σαν γιρλάντες σε συσκευασία γιορτινή, γαλαξίες σε σχήμα χορδής.
Στην άκρη του χώρου, στον μπουφέ που σκαρφάλωνε σαν φίδι το δρόμο για την έξοδο τα σαλιγκάρια – οι καράβολοι – είχαν την τιμητική τους, τα συνόδευαν: σκορδαλιά, χοιρινό, ψωμί, γραβιέρα, τοματίνια. Λιτά, απλά, όπως και η αγροτική κουζίνα αυτού του τόπου. Απλά μα σκέτος παράδεισος.
«Ώσπου τέλος ένιωσα, κι ας πα’ να μ’έλεγαν τρελό πως από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος»
Πλησίαζε εννιά κι ο κόσμος άρχισε να συρρέει. Πρώτοι, οι μεγαλύτεροι. Ανηφόριζαν στωικά προς το χώρο, ανέβαιναν με προσοχή τα πέτρινα σκαλοπάτια, φορούσαν τα καλά τους, κάποιοι αγκαζέ κάποιοι με μαγκούρες. Στη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, πριν την είσοδο, έμοιαζαν με νότες σε κάποιο νοερό πεντάγραμμο. Κοντοστέκονταν κι έπιαναν κουβέντα με φίλους, γνωστούς, συγγενείς, αγνώστους. Έπειτα ακροβολίζονταν στο πέλαγος από τραπέζια για να κρατήσουν θέσεις για εκείνους που θα ακολουθήσουν.
Είχα έρθει από νωρίς. Είχα οροθετήσει το τεράστιο τραπέζι, σχεδόν στη μέση. Είχε προνομιακή θέση, πλάι στην ορχήστρα και δίπλα στην πίστα, τελευταίο στη σειρά, πριν την ψηλή πεζούλα. Καθόμουν μόνος. Κοιτούσα τη νύχτα, τα αστέρια και τους ανθρώπους. Για παρέα ένα τριζόνι που ταλάντωνε την κεραία του επιδεικτικά, ανταγωνιζόταν με ζήλο τα τζιτζίκια που ακούγονταν πέρα πάνω από την πεζούλα.
«Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων με ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του ανέλπιστου»
Είχε πάει δέκα και το πλήθος ολοένα αυξανόταν. Παρατήρησα τις ομάδες των ανθρώπων. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί;
Μια μικρή κοινωνία υπό κλίμακα. Όλες οι γενιές. Εξηντάρηδες και φεύγα, μεσήλικες, τριάντα κάτι, νέοι, πριν ή μετά τις σπουδές, παιδιά, νήπια, μωρά. Όλες οι καταγωγές. Ντόπιοι, γηγενείς, μέτοικοι, απόδημοι. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη γενιά ή χωρίς γενιά, ξένοι. Όλοι οι τόποι. Από την Αθήνα ή με σπασμένα πια Ελληνικά από την Αυστραλία, την Αμερική, αλλά κι από τη Γαλλία ή την Ιταλία. Κάποιοι ερχόντουσαν κάθε καλοκαίρι, πίσω στον τόπο, στη μόνη πατρίδα, στο νόστο. Άλλοι ξένοι. Χρόνια πια εδώ, χρόνια που μετρούν σε καλοκαίρια. Την επέλεξαν ως δεύτερη πατρίδα. Δεύτερη πατρίδα. Όλες οι μορφές συγγένειας και σχέσης: πατέρες, μητέρες, παππούδες, γιαγιάδες, κόρες, γιοί, εγγόνια, ανίψια, αδέρφια, ξαδέρφια, πρώτα, δεύτερα, τρίτα, ακόμη πιο μακρινά, από την πλευρά του πατέρα ή από εκείνη της μητέρας, άγνωστοι, γνωστοί και άγνωστοι που θα γίνουν γνωστοί, φίλοι, φίλοι φίλων, σύντροφοι, εραστές, σύζυγοι.
Μαζί, όλοι. Χορεύουν, τρώνε, γελούν, συζητούν, αγκαλιάζονται, μιλούν. Αναμασούν μνήμες ή ζυμώνουν νέες. Θυμούνται ή μιλούν για το καλοκαίρι, την ελευθερία του χωριού, τις ατελείωτες ώρες στις παραλίες, τον ύπνο μέχρι αργά το μεσημέρι, το ζεστό ψωμί που έφερναν στη γιαγιά το πρωί καμαρωτοί, το παιχνίδι στα σοκάκια στις γειτονιές και έπειτα την πλατεία με τους μεγάλους, το κυνηγητό, το κρυφτό, τα καπάκια, τις μεγάλες παρέες, τις βόλτες, τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, τα πρώτα ξενύχτια, τα αρώματα της νύχτας, όταν το χωριό όλο κοιμόταν κι επέστρεφαν, λίγο πριν σκάσει η αυγή.
«Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, λουίζα και βασιλικό. Μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω και τι να πρωτοθυμηθώ»
Τι γυρεύουν όλοι αυτοί εδώ; Δεν πρόλαβα να αρχίσω τη σκέψη μου. Η μουσική δυνάμωσε, ξεκινούσε τώρα ο χορός για τα καλά. Η πίστα πλημμύρισε. Μικροί και μεγάλοι κύκλοι (ο αντικρυστός δεν χωρούσε εδώ). Άλλοι ομόκεντροι, άλλοι τέμνονταν. Το πλήθος χόρευε κατά βούληση. Κάποιοι γνώριζαν τα βήματα του συρτού, άλλοι ακολουθούσαν απλώς περπατώντας, άλλοι αγωνιούσαν να βρουν τον ρυθμό, άλλοι αξιοποιούσαν τον απλό καλαματιανό, άλλοι απλά χοροπηδούσαν.
Ήταν ωστόσο όλοι μαζί, εκεί, μοιράζονταν έναν χορό και έναν χώρο. Υπό άλλες συνθήκες θα είχαμε εκνευρισμούς, καυγάδες, φωνές. Τώρα όμως, εδώ, η ανοχή έμοιαζε ανεξάντλητη. Ποδοπατήματα, σπρωξιές, τραβήγματα, όλα αντιμετωπίζονται με σιωπηλή εγκαρτέρηση ή και γέλια, χαρά και αστεία. Ζύγωνε λες μια έκσταση υπόγεια που ένωνε τους πάντες κι έκανε τα πάντα αποδεκτά – ο Διόνυσος.
Κάποια στιγμή άλλαξε ο ρυθμός και μπήκε το Ικαριώτικο. Ένας αναβρασμός διαπέρασε ως σεισμός το πλήθος. Γέμισε κι άλλο η πίστα. Δεν ξεχώριζες πρόσωπα, ούτε σώματα. Μια παλλόμενη μάζα. Τη διαπερνούσαν ηλεκτροφόρα κύματα, βουβά, σαν φουσκοθαλασσιά.
Θυμήθηκα τον Durkheim. Τους χορούς των φυλών του Ειρηνικού. Τη στιγμή που η κοινότητα απαντά το θεϊκό και του δίνει υπόσταση. Το ιερό και το βέβηλο. Τις στοιχειώδεις μορφές της θρησκείας και της κοινότητας. Όσα μας ξεπερνούν. Όσα τώρα ήταν πάνω από όλους και όλα.
Τώρα η διασκέδαση γινόταν μυστήριο, έκσταση και τελετουργία. Ανακτούσε μύχια νοήματα και σκοπούς. Νοήματα και σκοπούς που κρύβονται στο παλίμψηστο ενός πανηγυριού, στη μακραίωνη ιστορία του. Άνοιγε ένας ορίζοντας νοήματος. Μια αίσθηση τάξης στον κόσμο. Πέρα από το καθημερινό και το κοσμικό, πέρα από το βέβηλο και το εγκόσμιο. Εδώ, τώρα μπορούσε κάποιος βιωματικά να αγγίξει το θεϊκό. Το αόρατο τοτέμ μιας κοινότητας που γιορτάζει και χορεύει την ίδια της την ύπαρξη. Τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και την ενότητα. Μία αίσθηση βαθιά και ανθρώπινη της αποθέωσης. Η σπείρα στη ράχη του σαλιγκαριού, οδηγούσε τώρα σε κάτι επέκεινα. Σαν κάλεσμα δόλιο.
«Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα»
Και όμως αυτό το βίωμα μιας ακατέργαστης θρησκείας θα είναι θνησιγενές. Περνούν τα λεπτά, η μουσική σταματά, το πλήθος διασπάτε. Παύση και έξοδος από το ιερό. Επιστροφή στο εγκόσμιο. Η ένωση, ολιγόλεπτη και ευκαιριακή και έκτακτη. Μια τελετουργία δίχως θρησκεία. Μια κίνηση σπασμωδική, σχεδόν απεγνωσμένη. Μια στιγμή μαγείας. Μια κοινότητα σαν story του Instagram. Η κοινότητα θέλει χρόνο και βάθος, ετούτη ανάβει και σβήνει, γεννιέται και χάνεται σαν post στο αδηφάγο timeline του καλοκαιριού.
Κι όμως αυτή η επαφή γεννά ή συντηρεί ένα βουβό αποτύπωμα, μικρό και σφηνωμένο στη γωνιά της ψυχής, μια στιγμή βαθιά ανθρώπινη, μια στιγμή ανεξίτηλη στη φόδρα της μνήμης.
«Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος• Η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία»
Σταμάτησα να παρατηρώ. Με τράβηξαν να χορέψω. Με καλούσε το σώμα του καλοκαιριού. Παραδόθηκα. Για να αντέξω έως το επόμενο, ίσως.
«Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο. Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι. Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς. Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς. Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο. Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες. Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!»