Το κτήμα βρίσκεται στην περιοχή Καλαμίτσι της Καρδαμύλης, Μεσσηνίας. Περιλαμβάνει τέσσερα πετρόκτιστα κτίσματα, την την κύρια κατοικία, το γραφείο-studio και άλλα δυο βοηθητικά κτίσματα.
Η κυρίως Οικία, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Νίκο Χατζημιχάλη, σε στενή συνεργασία με τους Λη Φέρμορ και η κατασκευή της ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Τα κτίσματα περιβάλλονται από έναν Μεσογειακό κήπο με ελιές, κυπαρίσσια, σκίνους και αγριολούλουδα. Πρόκειται, κατά γενική ομολογία, για ένα από τα ωραιότερα ακίνητα στην Ελλάδα. Θα το καταλάβετε και από τις φωτογραφίες.
Ακριβώς κάτω από το κτήμα, μια στενή πέτρινη σκάλα οδηγεί σε μικρή βοτσαλωτή παραλία.
O Φέρμορ μέσα στο σπίτι έχει βάλει όλες τις επιρροές από τα ταξίδια που έχει κάνει. Η «ντόπια» αρχιτεκτονική συναντά τον κωνσταντινοπουλίτικο αέρα μαζί με αρκετές βαλκανικές πινελιές.
Είναι ένα σπίτι φτιαγμένο με αγάπη, αγάπη αφηρημένα και αγάπη για τη Μάνη. Εκεί έφτασε πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’30. «Το καθετί στην Ελλάδα σε απορροφά και σε ανταμείβει. Δύσκολα συναντάς βράχο ή ποτάμι που να μην έχει τη δικιά του μάχη, ή έναν μύθο, ένα θαύμα, ένα λαϊκό ανέκδοτο ή μια πρόληψη… » γράφει στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης της «Μάνης» (μαζί με τη «Ρούμελη» είναι τα δύο του κομβικά έργα για την Ελλάδα).
Είχε ενδιαφέρον το ταξίδι του. Αφού έφτασε στη Σπάρτη, καβάλησε τον Ταΰγετο και έφτασε στο χωριό Κάμπος. Από εκεί Καρδαμύλη και σιγά σιγά προσέγγισε την Αρεόπολη και τη Μέσα Μάνη. Από τα κυπαρίσσια και τα σταφύλια, στην πέτρα και το λιοπύρι, σε όλα εκείνα τα μέρη που δεν φυτρώνει τίποτα.
Ο Φέρμορ μαγεύεται απ’ όλα. Από τις ιστορίες, τις δοξασίες, τις δεισιδαιμονίες, το κρασί, τις ψητές πατάτες, τους Πύργους των Μαυρομιχάληδων, την ομορφιά στα μαυρισμένα πρόσωπα των γυναικών. Παρασύρεται στην αγριάδα του τοπίου αντιμετωπίζοντας με καλοσύνη, χωρίς αγγλικό σνομπισμό, όλους αυτούς τους κατοίκους που ζούσαν τόσο μακριά από τον τεχνολογικό πολιτισμό της εποχής.
«Η Καρδαμύλη ήταν διαφορετική απ΄όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισμένα με χρυσαφένιες πέτρες σπίτια, με τους μεσαιωνικούς τους πυργίσκους, έμοιαζαν με μικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλλε μια όμορφη εκκλησία. Τα βουνά έπεφταν απότομα μέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα ασπρισμένα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, μεγάλα όλο ψιθύρους καλάμια, τρία μέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν με την πιο απαλή πνοή του ανέμου.»
Αυτή ήταν και η πρώτη του αίσθηση για την Καρδαμύλη.
Το 1996, οΠάτρικ και η Τζόαν Λι Φέρμορ δώρισαν εν ζωή στο Μουσείο Μπενάκη το σπίτι τους στην Καρδαμύλη, με την πρόθεση ότι η κυριότητα του σπιτιού θα μεταβιβαζόταν στο Μουσείο μετά το θάνατό τους.
Η επιλογή της δωρεάς του ακινήτου στο Μουσείο Μπενάκη, προτάθηκε από τον Τζαννή Τζαννετάκη, πολύ στενό τους φίλο. Η πρόταση έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτή από το Μουσείο Μπενάκη δεδομένης και της σχέσης του Λη Φέρμορ με τον ιδρυτή Αντώνη Μπενάκη και την κόρη του Ειρήνη Καλλιγά.
Στο συμβόλαιο δωρεάς, ο Φέρμορ όρισε τον Τζαννή Τζαννετάκη (μεταφραστής της «Μάνης» στα ελληνικά) και τον δικηγόρο Αντώνη Μασουρίδη, ως επιβλέποντες για την καλή εκτέλεση της δωρεάς και των επιθυμιών του. Το Μουσείο απέκτησε την πλήρη κυριότητα του ακινήτου μετά τον θάνατο του Φέρμορ, το φθινόπωρο του 2011.
Εδώ και λίγους μήνες το σπίτι επισκευάστηκε (το κόστος καλύφθηκε εξ’ολοκλήρου από τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος) και ζει τη νέα του εποχή με τρεις ιδιότητες. Σαν μουσείο για όποιον θέλει να το επισκεφθεί, σαν χώρος που θα χρησιμοποιούν σπουδαστές απ’ όλο τον κόσμο ώστε να ολοκληρώνουν το ερευνητικό τους έργο και σαν θερινή κατοικία για ανθρώπους που θέλουν να μείνουν εκεί, ώστε από κάπου να καλύπτονται τα έξοδα συντήρησής του.