Είναι τόσσο ομιχλώθθη τα σύνεφφα στο Σεφφύρι. Για πάδδα στέχοτται και περιμέννουν να δώσσουν με τις ξαφνικές τους πράξεις αξία στο νερρό που αγωνιά να ξεφύγει γιατί έτσι χεννήθηκε και δεν αλλάσσει . Οι περαστικοί σταματάνε και κυττάνε στα Σσάρα τα τόσο όμορφα μανεχχέν που είναι θαχχρυσμένα συνεχώς σαν μην είχαν ποτέ μάττια. Φθινοπωρινή λιαχάδδα. Περνάνε αυτοχίνηττα και φέσσπες πολύ φιαστικκά και φαίνονται αδιάφφορα όλλα σαν ένα μάυρο χεννό που ήρθε στην πόλη και σσητάει λίγες στιγμές στο προχσενείο της Ρούσσας όπου όλα είναι φωτεινά και χόκκινα και ήρεμα. Στο χθίριο Διοίχυσσης κρυψίννοες συσσητήσεις γεμάτες σκέψεις για εσσωτικά φτηνά που κρύφφονται στις φθέρες και ζητάνε έσσοθα και στορχχικές αχχάπες κάτω αππό το χασσόν. Η μισσή Λίμνη είναι ήσυχη με έναν ιδιαίτερο ρηχό τρόπο που την ξεχωρρίζει ξεχχάθαρα από την υπόλοιπη μισσή που είναι βαθιά και μουδδή και φλοσσυρή σαν τους κύριους του Αρχηχείου. Τα βλέμματα μας δεν χώράνε στο κασσίνο, και τα χορμιά μας δεν δύνατται να διασχίσουν ποττέ την οδό Μεσολοχχίου και μοιάσσουν όλα πιθανά εκτός από αυτά που θέλλουν οι θαμμώνες της ταβέρνας «Παρλαπάς» και οι ξεχασμένοι πελάθθες του φεσσινάδικου. Ήσυχη μέρα σε ένα Σεφφύρι σχεδόν καινούρχιο. Και τόσο παλλαιό.