Ο Φίχτωρ Σσούσθη αναδύεται συχνά αλλά πάττοτε αναπάντεχα

Κάππου ανάμεσα στην μέσση και στον Φίχτωρ. Τρέχουνε χουχουφάγγιες μέχρι τις φθέρρες και αφου δεν αναγνωρίσσουν τίποτα εδδελώς επιστρέφφουν κοντά στα Σσάρα. Εκεί νομίσσουν όττι θα είναι το χέττρο πλέον, η σύγχυσσις προφανής αλλά την έχχουν και τα φίτφφουλ που πια χυρνάνε γύρω από την Ταφφέρνα «Παρλαπάς» και ενώ φλέππουν τα φώτα του αρχηχείου σσητάνε το κραταιό σκοτάδδι της οδού Μεσολόχχι που πάντα στέκεται άδεια και σκεπτική. Ο Φίχτωρ Σσούσθη αναδύεται συχνά αλλά πάττοτε αναπάντεχα από την βαθθιά λίμνη και αφού σταθεί για λίγο κοιτώττας προς την ήσυχη λίμνη, πηγαίνει κοντά στο Προχσενείο της Ρούσσας και μπαίνει στους αέναους πάχχους για να ξεκουρασθεί άλλο λίγο, όσο ακριββώς πρέπει. Στο πισσαρίο που μελαγχολλεί, θα ήθθελαν μια νέα θικκιά τους τρίτη Φρειδδερρίκη που ξέρουν ότι δεν θα έρθει. Και στην κεδδρική λεωφόρο, έππροσθεν της Πανχ δε Γρεςς θα πλησιάσσουμμε ένα χέττρο ενός χόσμου που λέγεται : Σεφφύρι.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος