Το τελευταίο παράδειγμα ήταν ο καινούριος δίσκος του Nick Cave με τους Bad Seeds. Λόγω και της συναισθηματικής του ιδιαιτερότητας (ή κυρίως λόγω αυτής), κανείς δεν έκανε υπομονή. Οι ετυμηγορίες βγήκαν σχεδόν πριν καν τελειώσουν τα 40 λεπτά του δίσκου. Συναισθηματικές κι αυτές. Τόσο πολύ που να αναρωτιέσαι αν αυτοί που έγραψαν τα reviews σε χρόνο ρεκόρ είχαν αποστολή να νιώσουν ή να περιγράψουν. Και στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή της κοινωνικής δικτύωσης, φτάνει να βρεθεί κάτι στο στόχαστρο -εν προκειμένω μια, δυο, πέντε, δέκα κριτικές- για να έρθει η, έτοιμη από καιρό, αποκαθήλωση. «Δεν τους χρειαζόμαστε τους κριτικούς», «πια στριμάρουμε τους δίσκους τόσο άμεσα που δεν έχουμε κανέναν ανάγκη να ακούει πριν από μας για μας», «οι νέοι opinion makers είμαστε εγώ κι εσύ, αρκεί να έχουμε έναν δημοφιλή account σε κάποιο social medium». Σωστά όλα αυτά, αλλά μήπως και λίγο λάθος;
Ζητήσαμε τη γνώμη μερικών μουσικογραφιάδων που ακόμα αναλαμβάνουν τη βάσανο της κριτικής. Αισθάνονται ακόμα απαραίτητοι ή τους ξεπέρασε οριστικά η εποχή;
Προφανώς ερωτάται γενικώς εκεί έξω (διότι είστε ξύπνια παιδιά εκεί μέσα, και ελπίζω ότι δεν εσείς απλώς ρωτάτε) τι στο καλό χρειάζονται οι κριτικές δίσκων τώρα που όλοι ακούνε τα πάντα στο δευτερόλεπτο. Με τέτοιο ευτελές ερώτημα όμως, αξίζει ίσως μόνο η πλέον ευτελής μέθοδος απάντησης, μέσω νέου ερωτήματος δηλαδή. Πιστεύεται (ή μήπως κι εσείς το πιστεύετε;) ότι σαν έγραφαν ο Greil Marcus για τον Dylan, o Lester Bangs για τον Lou Reed, ο Πητ Κωνσταντέας για τον Bowie και ο Δημήτρης Κάζης για τους Last Drive, ο κόσμος, αλλά και ο κοσμάκης, δεν ήξερε τους τελευταίους αναφερθέντες κάθε ζευγαριού; Ας σοβαρευτούμε.
Ο Χατζιδάκις έλεγε (πολλές αυθαιρεσίες, αλλά και αρκετά ακόμη σωστά) πως φοβάται ότι τον εκάστοτε δίσκο του θα τον ακούσουν και αυτοί που δεν τους πρέπει και δεν τους αξίζει και θα τον υποβιβάσουν ούτως. Η συνεπής μουσικοκριτική αποστρέφεται μεν αυτόν τον κανόνα καθώς (χαρό)παλεύει για να ακούσουν επιτέλους λίγο Charlie Haden και οι τυχάρπαστοι δήθεν, αλλά πάντως stream-άκηδες, ακροατές του κάθε ετήσιου Kamashi. Τελικά καταλήγει όμως να αυτοϊκανοποιείται και αυτή με τους λίγους, τους εκλεκτούς και τους τυχερούς. Κάπου εκεί εμφιλοχωρεί ο αιώνιος ισχυρισμός που θέλει πίσω από κάθε μουσικοκριτικό να κρύβεται ένας αποτυχημένος μουσικός, συνεπώς και οι πρόσφυγες ήρθαν για να μας βιάσουν τις μάνες και τις κόρες.
Δεν ξέρω τι θα κάνουμε με αυτούς που ακούνε το δίσκο στις 14:07 μμ της Τετάρτης και έχουν ήδη στείλει την κριτική τους στις 14:27 μμ της (προηγούμενης) Τρίτης στον αρχισυντάκτη τους (ή ακόμη χειρότερα είναι και οι ίδιοι αρχισυντάκτες). Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι αυτό δεν συνέβαινε και κατά το παρελθόν όταν πράγματι οι δίσκοι δίνονταν σε πρώτη ακρόαση σε κάποιους άλλους εκλεκτούς των δισκογραφικών. Κάθε κακό κείμενο εκεί έξω, βοηθάει στο να κατανοήσουμε επιτέλους για ποιο λόγο χρειάζονται πρωτίστως καλά κείμενα, σωστή χρήση της γλώσσας, αποφυγή της βιο- ιστορικής καταγραφής και εν τέλει ένα πρίσμα τόσο προσωπικό, ενίοτε γιατί όχι και πεισματικό, που ο αναγνώστης καταρχήν θα βρει εαυτόν αντιμέτωπο με ό,τι θα διαβάσει και στη συνέχεια – αν όντως ξέρει να διαβάζει και δεν συλλαβίζει απλά από μέσα του- θα σχηματίσει επιτέλους και την δική του άποψη. Άντε να τον σηκώσουμε τον δίσκο λίγο ψηλότερα, και άλλα τέτοια δηλαδή.
Συνεπώς, συνεχίζουμε να μην φοβόμαστε τόσο τους αδαείς και αστοιχείωτους μουσικογραφιάδες, όσο τους a priori κουρασμένους και ανήμπορους αναγνώστες, που όπως στο τραγούδι που ακούνε θέλουνε γερό και επαναλαμβανόμενο ρεφρέν για να αντέξουν, έτσι και στο κείμενο που διαβάζουν, θέλουν λίγα λόγια, όμορφα και καλά, και αν είναι δυνατόν και καθόλου λόγια. Μια instrumental μουσικοκριτική θέλουνε για να επιβεβαιώσουν το ότι δεν έχουν άποψη, παρά μόνο αόριστα ελεγχόμενο πάθος. Μακριά τους εμείς και μακριά μας αυτοί.
Ο Άρης Καραμπεάζης γράφει στο MiC.gr, την Popaganda και το Sonik
Αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να απαντηθεί ποτέ επαρκώς το προαιώνιο ερώτημα του αν έχουν νόημα οι κριτικές. Όλα εξαρτώνται από το τι ακριβώς ζητάει απ’ αυτές ο ακροατής. Υποτίθεται ότι εκείνο που προσφέρουν είναι μια έγκυρη γνώμη επάνω σ’ ένα μουσικό (ή άλλο, ας μην το περιορίζουμε) έργο. Μερικές φορές μάλιστα πράγματι τη δίνουν, όταν πρόκειται για ισορροπημένες, ψύχραιμες και στοιχειοθετημένες αποτιμήσεις. Τα τελευταία χρόνια, τέτοιου είδους κείμενα τείνουν να γίνουν πιο σπάνια, μιας που η νέα τάξη πραγμάτων, με τα social media και την άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών / ακροατών, απαιτεί μια τρανταχτή διατύπωση ώστε να γίνει ακουστή ανάμεσα στις μυριάδες που εξαπολύονται από όλες τις πιθανές κι απίθανες πλευρές. Έχει καταντήσει ρουτίνα να διατυπώνονται γνώμες για ένα δίσκο ακόμη κι ελάχιστα λεπτά μετά από τη «διαρροή» του, μόνο και μόνο για να διεκδικούνται πρωτιές και να δημιουργούνται εντυπώσεις που ίσως και να μην σταθούν τελικά στο πέρασμα του χρόνου.
Παλιότερα οι κριτικές είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα, μιας που οι δίσκοι δεν έφταναν έγκαιρα στ’ αυτιά των αναγνωστών, οπότε κάποια κείμενα εκπροσωπούσαν την πρώτη εντύπωση που αποκτούσε κάποιος γι’ αυτόν. Μέσω αυτών των κειμένων, συγκεκριμένοι γραφιάδες απέκτησαν ένα κάποιο κύρος και γνώμη που μετρούσε, εφόσον αυτή δεν διεκδικούσε την ανάγκη για αυτοπροβολή και μετατόπιση του φορτίου στον ίδιο τους τον εαυτό. Σήμερα, το ακουστικό υλικό είναι άμεσα διαθέσιμο σε όλους, οπότε μια κριτική είναι καταδικασμένη να περάσει σε δεύτερη μοίρα, έναντι της προσωπικής άποψης του αναγνώστη. Πόσο χρειάζεται να σου πει κάποιος αν ένας δίσκος είναι καλός ή όχι; Μπορείς και τον κρίνεις καλύτερα μόνος σου! Αυτό βέβαια δεν κάνει μια καλή κριτική άχρηστη. Το αντίθετο μάλιστα: αρκετοί είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται να διαβάσουν μια δεύτερη, εμπεριστατωμένη γνώμη – όχι όμως πάρα πολλοί, εξ ου και η έλλειψη παραδοσιακών, έντυπων μέσων διανομής τέτοιων κειμένων. Μένουμε λοιπόν στις διαδικτυακές πλατφόρμες και τον (δυστυχώς) εφήμερο χαρακτήρα τους.
Κανένα πρόβλημα μ’ αυτές ασφαλώς! Kι όχι μόνο αυτό, μα πιστεύω ότι εφόσον οι ίδιες αξίες διατηρούνται, σε επίπεδο ψυχραιμίας στην κρίση και στην απόδοση του κειμένου, υπάρχει χώρος να ξεπηδήσουν νέοι opinion makers που να δίνουν μια κατεύθυνση σχετικά με το τι είναι καλό και τι όχι και τόσο (ή εντελώς χάλια, ας μην παραβλέψουμε αυτή την παράμετρο). Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο έχουν πια τη δυναμική να διαμορφώνουν το γούστο των ανθρώπων, ξέρω πάντως – ή καλύτερα, δεν ξεχνώ – ότι σε κάποιες περιπτώσεις, μπορούν να είναι απολαυστικές σαν γράψιμο, κι έχουν το πρόσθετο αβαντάζ του να σου γνωρίζουν παράλληλα ορισμένες μουσικές που πιθανώς να μην είχες την ευκαιρία να ανακαλύψεις μόνος σου.
Ο Μάνος Μπούρας γράφει στο μουσικό ένθετο της Αυγής «Κόκκινη Καρφίτσα», κι εκπέμπει στο metadeftero.gr κάθε Δευτέρα 20.00-21.00
Να αντιστρέψουμε προβοκατόρικα το ερώτημα; Είχε άραγε ποτέ ο μουσικοκριτικός έναν κάποιον καθοριστικό ρόλο; Ακόμη και τις εποχές που οι αγελάδες πάχαιναν ανέμελες στα λιβάδια της μουσικής βιομηχανίας. Πόσο μάλλον στο σήμερα, όπου καινά δαιμόνια με ονόματα δυσοίωνα (streaming, social media, downloading) ήρθαν και σάρωσαν τον κόσμο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον ρόλο της «ακούω πριν από σας για σας» αυθεντίας. Μήπως η ιστορία κυλάει ερήμην του(ς); Δεν είναι και λίγα τα παραδείγματα μουσικών, σημερινών «ιερών τεράτων» που στην εποχή τους καταρρακώθηκαν από τους κριτικούς. Ή και άλλων που αποθεώθηκαν και μετά μπήκαν στο χρονοντούλαπο. Αν εστιάσουμε στην δική μας γεωγραφική γωνίτσα, ο κανόνας της ελληνικής μουσικής σε όλο του το εύρος, από το «καλό» έως το «κακό» ελληνικό τραγούδι, από τον Χατζιδάκι έως τον Παντελίδη, καθιερώθηκε ουσιαστικά ανεπηρέαστος από την όποια κριτική αποτίμηση. Δεν είναι ότι μας έλειψαν οι κριτικοί με ισχυρό αισθητικό κριτήριο. Το αντίθετο. Αλλά κι ένας π.χ. Αργύρης Ζήλος, μέσα από τις προτάσεις του οποίου πολλοί μάθαμε πολλά, απευθυνόταν κατά βάση σε «ψαγμένες» μειοψηφίες, με αναφορά σε μουσικά είδη με ελάχιστη κοινωνική απήχηση και παρέμβαση στα μέρη μας. Πέραν τούτου, στην Ελλάδα η μουσική ποτέ δεν αποτέλεσε διακύβευμα ή πρόταγμα ή τρόπο σκέψης, παρά ήταν περισσότερο ένα κοινοτικό γεγονός και ένας τρόπος διασκέδασης. Είναι απαραίτητα κακό αυτό; Όχι. Αλλά καλό είναι να το λαμβάνουμε υπόψη στις κατά καιρούς …λιμνομαχίες μας. Οι οποίες (κοινωνικών μυδίων βοηθούντων) σκάνε και σβήνουν βραχύβιες σαν μετεωρίτες του Αυγούστου. Μακάρι να είχαν κάποια στέρεη αισθητική βάση και να μην ήταν απλά προσχήματα «διχασμού» εδραζόμενα στην ιδιοπαθή απέχθεια της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην κριτική (ορθόδοξης «μην κρίνεις ίνα μη κριθείς» επιρροής;). Της κριτικής του Άλλου ασφαλώς, του «ποιος είσαι εσύ που κρίνεις», γιατί από την άλλη, εγώ “je suis” και δικαιούμαι «δια να ομιλώ για τα πάντα», για το κριθαρότο που δεν χύλωσε, το λάθος μείγμα οικονομικής πολιτικής, τον Μπακασέτα που τον βάζουν σε λάθος θέση.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο τι μας απομένει λοιπόν; Ένας ισοπεδωτικός μηδενισμός; Ή μήπως η συνειδητοποίηση ότι (και) η κριτική ήταν και είναι τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας, μία αυτόφωτη τέχνη ακόμη, ειδικά όταν προσπαθεί και υπερβαίνει τον κορσέ του «μ’ αρέσει/δεν μ’αρέσει»; Με το εκάστοτε νόημα να το βάζει ο καθένας, με την συνέπεια του, την αισθητική και τον λόγο του. Ένα νόημα που θα είναι πάντοτε ζητούμενο, και στην εποχή του streaming, των social media και της χαοτικής υπερπαραγωγής αλλά και στις άγνωστες που μέλλει να έρθουν.
Ο Αντώνης Ξαγάς γράφει στο MiC.gr και το Sonik. Συμπαρουσιάζει το MiC Label κάθε Τρίτη 17.00-18.00 στο metadeftero.gr
Ένα παλιό φλερτ, δεν καταλάβαινε γιατί δεν είχα χρόνο, όταν έπρεπε να γράψω κάποια κριτική· στο μυαλό της, ήταν κάτι που έπαιρνε 10-15 λεπτά. Ένας παλιός φίλος, πάλι, έλεγε ότι τις πιο ωραίες κριτικές δίσκων τις γράφεις κοιτώντας το εξώφυλλο· δεν θέλησα ποτέ να μάθω αν έκανε πλάκα ή το εννοούσε.
Τα παραπάνω συνοψίζουν μερικά από όσα φταίνε και η κριτική διανύει τη χειρότερη φάση της στην ιστορία.
Δεν περιλαμβάνουν πάντως το ίντερνετ, αν και δεν ευθύνεται ποτέ το μέσο για την κακή του χρήση. Αν θόλωσε δηλαδή η «γραμμή» μεταξύ ασυδοσίας και δημοκρατίας στα sites, φταίνε πρωτίστως τα αναιμικά κοινωνικά αντανακλαστικά. Όσα ανέχονται τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία οικοδομήθηκαν πάνω στη χαρά του κάθε ανίδεου που θέλει να μπαίνει τζάμπα σε συναυλίες ή στην αποψάρα του κάθε ψωνισμένου που ανοίγει ένα microsoft word ή ένα blog. Σήμερα, μετά την κριτική, βλέπουμε πάντως να σαρώνεται και η ειδησεογραφία: βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη χαβούζα ενός ανερμάτιστου copy/paste, όπου το ρεπορτάζ καταλήγει ισοβαρές με τη μαρτυρία κάποιου, κάπου, που είδε ένα UFO ή έναν δεινόσαυρο στις Πρέσπες.
Μια ολόκληρη γενιά, η πιο καλωδιωμένη, έχει λοιπόν «εκπαιδευτεί» έτσι. Γι’ αυτό ό,τι και να γράψεις στην Ελλάδα για τον νέο δίσκο του Nick Cave δεν θα επηρεάσει σχεδόν κανέναν, πέρα από έναν πολύ αδρό ορίζοντα συμφωνίας ή διαφωνίας. Μόνο οι εγχώριοι καλλιτέχνες νοιάζονται πια για το τι θα γραφτεί για τους δίσκους τους.
Από την άλλη, οι κριτικοί έβγαλαν τα μάτια τους με τα ίδια τους τα χέρια. Οι παλιοί με τα ιερατεία τους, τα οποία κρατούσαν τη θύρα κλειστή σε όποιον δεν άνηκε στην παρέα ή δεν πέρναγε από το κρεβάτι του τάδε Γκουρού. Και οι νεότεροι επειδή δεν θέλησαν να αφήσουν τις περιχαρακωμένες τους εμμονές τη στιγμή που έπεφταν τα σύνορα μεταξύ των ειδών ή επειδή μπλέξανε σε βλακώδη παιχνίδια τύπου «να το βγάλω πρώτος, πριν τους άλλους» ή «να το στηρίξω για να είμαι αρεστός στη χι φάση κι ας ξέρω ότι είναι ξαναζεσταμένο φαγητό». Λες και η απάντηση στις (υπαρκτές) προκλήσεις του όγκου της παραγωγής και της ταχύτητας των ιντερνετικών μας καιρών, ήταν να τα κάνουμε όλα πιο βιαστικά και πιο πρόχειρα, ωθώντας συγχρόνως την αυστηρότητα στην εμετική σφαίρα του μη πολιτικά ορθού.
Έχει ακόμα νόημα, όμως. Τουλάχιστον για όσους θεωρούμε ότι είναι πρωτίστως στην εποχή των συνδέσεων υψηλής ταχύτητας και των inbox εξομολογήσεων που έχουμε ανάγκη την εμπεριστατωμένη, υπεύθυνη άποψη κόντρα στην εντροπία της πληροφορίας. Όσους δεν θέλουμε η υπέροχη τεχνολογική επανάσταση που βιώνουμε, να γίνει κερκόπορτα για κοινωνίες τύπου Brazil ή Blade Runner.
O Χάρης Συμβουλίδης είναι αρχισυντάκτης του avopolis.gr. Συμπαρουσιάζει την εκπομπή Κόκκινος Πετεινός κάθε Σάββατο και Κυρική 06.10-07.50 Στο Κόκκινο 105.5
Οι κριτικές είχαν από πάντα νόημα και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, όσο τουλάχιστον υπάρχει καλλιτεχνική παραγωγή κι ένα κοινό ως αποδέκτης της. Ο μουσικοκριτικός, ως διάμεσος ανάμεσα στο μουσικό έργο και στο ακροατήριο, οφείλει να διεισδύει στα κίνητρα του δημιουργού, να επεξεργάζεται το αποτέλεσμα μέσα στο πλαίσιο του όγκου του έργου του καλλιτέχνη, στο χρονικό πλαίσιο της εποχής του και στο πολιτιστικό πλαίσιό του. Έργο, όχι ιδιαίτερα εύκολο και μάλλον επίπονο, πόσο μάλλον στη σημερινή εποχή του διαδικτύου που κάθε άποψη βαφτίζεται κριτική και κάθε ανάγκη αυτοέκφρασης, κριτικό κείμενο.
Η κριτική -θεωρητικά- πάντα έχει νόημα, απλά είναι πλέον πολύ δύσκολο για το κοινό να εντοπίσει και να διακρίνει μέσα στον πακτωλό «θορύβου» που κατεβάζει κάθε μέρα το web, εκείνες τις «κριτικές» γνώμες που αποτελούν «έργο» και όχι πυροτέχνημα ή παραφορά της στιγμής. Ενα κριτικό κείμενο ποτέ δεν είναι εφήμερο, ή έστω, είναι εφήμερο, όσο εφήμερο είναι και το έργο που αναλύει. Και βέβαια, ένα κριτικό κείμενο, αποτελεί κατά τη γνώμη μου το δυσκολότερο είδος κειμένου που μπορεί να βρει κάποιος σε μια εφημερίδα ή σε ένα portal. Και αυτό επειδή απαιτείται πολιτισμικός πλούτος, επάρκεια πληροφόρησης, συνεχής έκθεση σε καλλιτεχνικά ερεθίσματα, γνώση αντικειμένου. Ποιότητες δηλαδή που έχουν εκλείψει από το τριγύρω μας, όχι επειδή «παλιά ήταν όλα καλά» αλλά επειδή πλέον δεν υπάρχει φίλτρο στο ποιος γράφει και τι. Η πιτσιρικαρία που πλεονάζει σε coolness και πάθος, έχει σχεδόν καταγέλαστη ιστορική επάρκεια – μια ματιά σε μια μέση κριτική στο Pitchfork, μπορεί να αναδείξει θλιβερά την ένδεια ιστορικότητας που βαράει το χιπστεριό…
Ναι, οι ψύχραιμοι ακροατές είναι ψύχραιμοι net diggers και ναι, οι επαρκείς κριτικοί συνεχίζουν να επηρρεάζουν – μια ματιά στα πρόσφατα κριτικά κείμενα του Alexis Petridis ή του Simon Reynolds μπορούν να το πιστοποιήσουν. Όλος ο υπόλοιπος θορυβώδης όχλος που γράφει καθημερινά, απλά στιβάζει «νούμερα» στα συγκεντρωτικά του Μetacritic…
Ο Μάρκος Φράγκος γράφει στο Jumping Fish. Κι εκπέμπει στον poplie κάθε Κυριακή 16.00-18.00.
Ανήκω σε μια γενιά δημοσιογράφων που το γράψιμο για μουσική ήταν εξ’ αρχής αντιληπτό ότι θα αποτελούσε το ευ ζειν της επαγγελματικής τους διαδρομής. Για το ζειν, μια all around δημοσιογραφική προσέγγιση δεν ήταν απλά απαραίτητη, ήταν μονόδρομος (με τα καλά της και με τα κακά της). Ανάμεσα σε ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, αποστολές, άρθρα γνώμης, πάσης φύσεως παρουσιάσεις, κείμενα εμπορικού προσανατολισμού ή οτιδήποτε άλλο ζητείται, πάντα θεωρούσα τις μουσικοκριτικές το πιο δύσκολο απ’ ολα. Κυρίως γιατί χρειάζεται μια διπλή δόση υπευθυνότητας: τόσο απέναντι σε εκείνον που έχει παράξει το έργο (ακόμα κι αν σε κάποια μακρινή Τούλσα, δε θα μάθει ποτέ ότι τον επαίνεσες ή τον έθαψες), αλλά και σε εκείνον που διαβάζει και καθοδηγείται στο να ξοδέψει χρόνο και χρήμα. Γιατί στο μυαλό μου, οι προδιαγραφές των καλών μουσικοκριτικών φαίνονται αόριστες, αλλά τελικά καταλήγουν να είναι πολύ συγκεκριμένες: Πληροφορία – όχι άλλες κριτικές που δεν λένε τίποτα για τον δίσκο, δεν αναφέρουν ούτε καν έναν τίτλο τραγουδιού γιατί στον συγγραφέα δεν περίσσεψε χώρος όσο ξεδίπλωνε συναισθήματα και κοσμοθεωρίες. Περιγραφή – ναι, «τι είδος είναι», ακόμα κι αν θεωρείται “lazy writing” θέλω να ξέρω τι θυμίζει. Αποφυγή ετεροπροσδιορισμών – τα review δεν υπάρχουν εκεί για να φτιάχνουν το προφίλ του συγγραφέα τους με machismo-υς (sic), «ροκ εν ρολ αλητεία» και νεραϊδολογίες.
Αυτό αντίθετα που, κατά τη γνώμη μου, απογειώνει μια δισκοκριτική είναι η τοποθέτηση της αποτίμησης του καλλιτεχνικού έργου σε ένα πλαίσιο (και η παραγωγή σκέψης μέσα από αυτή τη διαδικασία). Κι αν στα χάρτινα περιοδικά «δεν υπήρχε χώρος», το ίντερνετ είναι ένας ωκεανός για να κολυμπήσει χωρίς να πνιγεί το καλό γράψιμο και η κριτική σκέψη. Έχει σημασία πού, πώς, γιατί και από ποιον κυκλοφορεί κάθε άλμπουμ. Έχει σημασία η τοπική σκηνή, η διαδικασία γραψίματος και ηχογράφησης, οι συνεργάτες της μπάντας, οι σύγχρονοι της, η εταιρεία της κτλ. Όλα αυτά, όταν μιλάμε για ολόκληρα άλμπουμ (όχι σαν το P4K με αυτήν την τραγωδία «κριτικής» σε μεμονωμένα tracks), σχηματίζουν ένα πολιτισμικό ψηφιδωτό που λειτουργεί ως πολιτιστικός Άτλαντας. Κι αν το θεωρείτε υπερβολικό, δεν έχετε παρά να διαβάσετε κείμενα από την χρυσή εποχή του βρετανικού μουσικού τύπου (late 70s-early 80s) που πραγματικά τοποθετούσαν την καλλιτεχνική δημιουργία στη μεγάλη κοινωνικοπολιτική εικόνα και σε βοηθούσαν να αποφασίσεις αν σε αφορά.
Επιμένω λοιπόν στο κείμενο. Αυτό πάνω απ’ όλα είναι η μουσικοκριτική. Δεν είναι ούτε δικαστήριο προθέσεων του καλλιτέχνη (εκτός αν μιλάμε για εξώφθαλμες περιπτώσεις), ούτε τηλεπαιχνίδι, ούτε λοταρία που μοιράζει αστεράκια (by the way, είμαι απολύτως υπέρ της βαθμολογίας). Είναι η συμπυκνωμένη άποψη ενός επαγγελματία ακροατή (ή έστω πιο εκπαιδευμένου από τον μέσο αναγνώστη) για ένα καλλιτεχνικό προϊόν που τον βοηθά να χτίσει μια σχέση κοινού γούστου κι εμπιστοσύνης με το όποιο κοινό του. Γι’ αυτό θεωρώ εντελώς άστοχη την κουβέντα για τον αν χρειάζονται σήμερα οι δισκοκριτικές. Χρειάζονται γιατί αποτελούν πυξίδα σε μια αχανή παραγωγή, χρειάζονται γιατί αποτελούν αντίβαρο σε μουσικογραφιάδες νέας κοπής που λειτουργούν μόνο αποθεωτικά μη έχοντας το θάρρος να κουβαλήσουν μια αρνητική γνώμη, χρειάζονται γιατί ποτέ δε θα σταματήσουμε να έχουμε την ανάγκη να διαβάσουμε σε μια ανύποπτη στιγμή της ημέρας μας μερικές εκατοντάδες λέξεις που βγάζουν νόημα. Όσοι αντέχουν ακόμα να διαβάζουν και δεν προτιμούν απλά να πατάνε like σε φωτογραφίες.
Ο Παναγιώτης Μένεγος συμπαρουσιάζει το Λατέρνατιβ κάθε πρωί στον Εν Λευκώ 87.7, είναι συνιδρυτής της Popaganda και συνεργάζεται επίσης με το Jumping Fish.