Μήπως καλοβολευτήκαμε στη μετά-καραντίνα εποχή και δεν πηγαίνουμε ούτε μέχρι το καφέ στη γωνία, για να πάρουμε, όπως παλιά, τον καφέ μας και να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες;
Επισφαλείς συνθήκες εργασίας και gig economy ίσον μια σχέση πάθους. Οι riders του σήμερα μάς κάνουν τη ζωή ευκολότερη, φέρνοντάς μας κυριολεκτικά στην πόρτα του σπιτιού ό,τι ζητήσουμε.
Ένα ωραίο πρωινό δημοσιεύεται η απαράδεκτη ανακοίνωση της e-food προς τα εργαζόμενα άτομα που μεταφέρουν το φαγητό μας και άλλα καλά, η οποία δηλώνει ότι δεν σκοπεύει να ανανεώσει τις τρίμηνες συμβάσεις εργασίας και αντ’ αυτού πρότεινε το freelancing, υπονομεύοντας έτσι κάθε είδους εργασιακή σύμβαση και ασφάλεια. Ο σάλος που προκλήθηκε μεταξύ των διανομέων, αλλά και μεγάλου μέρους της κοινωνίας, θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει με τη Wolt, η οποία πρωτοστατεί σε αυτές τις πρακτικές. Τα μεγέθη όμως τώρα είναι μεγαλύτερα, κι έτσι η κοινωνική κατακραυγή στα social media και ο ψηφιακός ακτιβισμός οδήγησε την εφαρμογή του e-food σε κατακόρυφη πτώση. Η αξιολόγηση της εφαρμογής αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στα 1,2 αστεράκια.
Στα ραδιόφωνα, τα sites και τα κοινωνικά δίκτυα, διαχέεται μια συμβουλή που καθόλου δεν είναι φρέσκια: «Να αφήνετε φιλοδώρημα στους διανομείς». Παίρνεις που παίρνεις το ταϊλανδέζικο για το μεσημεριανό σου διάλειμμα, άσε και κάτι στο παιδί που το τρώνε οι δρόμοι, βρέξει-χιονίσει, με καύσωνα και με χαλάζι. Μια λογική που εκ πρώτης ακούγεται ως μια πρακτική και γενναιόδωρη λύση. Θυμίζει όμως λίγο το πρόταγμα της «ατομικής ευθύνης». Πρέπει ο καθένας ξεχωριστά να δώσει κάτι από το μετερίζι του, που δύσκολα τα βγάζει πέρα, και ο εκάστοτε διανομέας να αγωνιά για το βάρος των κερμάτων που θα παραλάβει κάθε φορά, αν παραλάβει.
Συγγνώμη, αλλά έτσι, το αφεντικό ποτέ δεν θα δώσει έναν αξιοπρεπή μισθό σε όσα άτομα εργάζονται στον επισιτιστικό τομέα και αλλού. Το έχουμε δει το έργο. Αντί, λοιπόν, να αξιώσουμε έναν μισθό και μια ασφάλεια που εγγυώνται μια αξιοβίωτη ζωή, αφήνουμε στην τύχη το τι μέλλει γενέσθαι με τα χρήματα που θα μπουν στο τέλος της ημέρας στην τσέπη του εργαζόμενου. Που είναι η Πολιτεία, η οποία θα φροντίσει να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο, ώστε καμία εταιρεία κολοσσός να μη μπορεί να εκμεταλλεύεται τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους και με δόλιους τρόπους να τους ωθεί στην ανέχεια;
Τη ρατσιστική ιστορία πίσω από την εξωραϊσμένη συνήθεια του να αφήνουμε φιλοδώρημα την γνωρίζουμε; Είχαμε φανταστεί ποτέ ότι τα tips που αφήνουμε αποτελούν κατάλοιπο της σκλαβιάς; Όλα ξεκίνησαν στη φεουδαρχική Ευρώπη και, φυσικά, αργότερα, εισήχθησαν και στην αμερικανική κουλτούρα. Η πρακτική εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα μετά τον Εμφύλιο στις ΗΠΑ, καθώς οι εργοδότες, κυρίως στα ξενοδοχειακά, έψαχναν τρόπους να αποφύγουν να πληρώνουν τους μέχρι πρότινος σκλάβους εργάτες.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα προέρχεται από την εταιρεία Pullman, η οποία είχε προσλάβει πρόσφατα απελευθερωμένους Αφροαμερικανούς άντρες ως αχθοφόρους κι αντί κανονικού μισθού, τους έδινε μια εξευτελιστική, υποτυπώδη αμοιβή, αναγκάζοντάς τους να βασίζονται στα φιλοδωρήματα των λευκών πελατών.
Στο βιβλίο «Πουρμπουάρ: Μια Αμερικανική Κοινωνική Ιστορία Φιλοδωρήματος», το οποίο γράφτηκε το 1902, αναφέρεται η εξής φράση: «Οι Νέγροι παίρνουν φιλοδωρήματα, φυσικά. Το περιμένει κανείς από αυτούς -είναι δείγμα της κατωτερότητάς τους», έγραψε. «Τα φιλοδωρήματα πάνε μαζί με τη δουλοπρέπεια και κανείς που ψηφίζει σε αυτήν τη χώρα δεν δικαιολογείται να δουλεύει στο σέρβις».
Το 1916, ο συγγραφέας William Scott είχε γράψει «Η σχέση του να δίνει κάποιος ένα φιλοδώρημα και κάποιος άλλος να το δέχεται είναι τόσο αντιδημοκρατική όσο η σχέση ενός αφέντη και του σκλάβου. Ένας πολίτης στη δημοκρατία πρέπει να ενώνει τις δυνάμεις του με κάθε άλλο πολίτη, χωρίς καμία σκέψη δουλικότητας και χωρίς καμία υπόθεση περί ανωτερότητας ή αναγνώρισης της κατωτερότητας κάποιου». Αρκετές πολιτείες θέλησαν τότε να βάλουν τέλος σε αυτήν την πρακτική, στις αρχές του 20ου αιώνα, αναγνωρίζοντας τις ρατσιστικές της ρίζες. Αλλά η βιομηχανία της εστίασης ήταν ήδη αρκετά δυνατή και πάλεψε αρκετά, ώστε να διατηρηθούν τα περίφημα tips μέχρι και σήμερα.
Για να μην αφήσουμε στην απ’ έξω το σέρβις, όπου σερβιτόρες και σερβιτόροι πρέπει να ικανοποιήσουν και τον πελάτη και τον εργοδότη και, στο τέλος, να λαμβάνουν πενταροδεκάρες. Η ανηθικότητα του να δίνεις έναν καθόλου ικανοποιητικό μισθό στους εργαζομένους σου, οι οποίοι αναγκάζονταν να βασίζονται στα πουρμπουάρ, σιγά-σιγά, με τα χρόνια, έγινε δεδομένη και αδιαμφισβήτητη.
Άραγε, βοηθάς κάποια ή κάποιον, συμμετέχοντας στην κουλτούρα, η οποία συντηρεί τον μισθό του στα κατώτερα δυνατά επίπεδα;
Φυσικά, είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι με το πάτημα ενός κουμπιού μπορούμε να έχουμε ό,τι θέλουμε στην πόρτα μας και δεν χρειάζεται να κουραστούμε ούτε λίγο, ούτε και να σπαταλήσουμε κάποιον από τον πολύτιμο χρόνο μας. Σίγουρα όμως δεν γίνεται με μια υπερβολή αυτό; Τα στοιχεία δείχνουν ότι ενώ το ποσοστό των ατόμων που έκαναν ηλεκτρονικές παραγγελίες φαγητού στην αρχή της πανδημίας κυμαινόταν στο 25%, τώρα πια έχει ξεπεράσει το 40%.
Το καθεστώς του gig economy και του δίχως όρια καπιταλισμού των εφαρμογών έχει κάποιες συνέπειες που συζητιούνται πολύ, και κάποιες φορές βρίσκεται μια λύση. Όπως τώρα που η e-food πήρε πίσω την ανακοίνωση αυτή και δήλωσε ότι επρόκειτο για «λανθασμένη επικοινωνία». Δεν έλειψαν και οι κινητοποιήσεις από το Συνδικάτο Επισιτισμού, Τουρισμού, Ξενοδοχείων Νομού Αττικής και από τη Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου (Σ.Β.Ε.Ο.Δ), όπου ανακοινώθηκε από κοινού στάση εργασίας στις 22 Σεπτέμβρη.
Αφήνοντας απ’ έξω το κομμάτι της διατροφής και του υγιεινισμού, κάτι που αποτελεί προσωπική υπόθεση του καθενός, παραλείπεται από τη δημόσια συζήτηση κι ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα -αυτό της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αδιαφορούμε κι άλλο για την κλιματική κρίση. Έχει φτάσει ήδη έξω από την πόρτα μας.
Μιλάει κανείς ή καμιά, όμως, για τον αντίκτυπο που έχει στο περιβάλλον η ασύδοτη καθημερινή πρακτική του να παραγγέλνεις απ’ έξω; Έχει μετρήσει κανείς τα σκουπίδια που δημιουργούνται καθημερινά λόγω του delivery και μόνο; Τα πλαστικά μιας χρήσης, τα οποία υποτίθεται ότι δεν θα έπρεπε να διατίθενται πλέον στην αγορά, αλλά και οι χάρτινες σακούλες γεμίζουν τους κάδους απορριμμάτων μέχρι πάνω. Πού καταλήγουν όλα αυτά, για μια πρόσκαιρη και γρήγορη λύση; Τι θα γίνει με το ακατάσχετο food waste; Οι βενζίνες, φυσικά, που ξοδεύονται για τα πέρα δώθε του φαγητού μας δεν συνυπολογίζονται στη μόλυνση του περιβάλλοντος, σωστά;
Τα ερωτήματα είναι πολλά και ο χρόνος λίγος, έφτασε ήδη η ώρα του μεσημεριανού και πρέπει να παραγγείλουμε. Απλά δεν ξέρουμε αν θα έχει εφευρεθεί κάποιο «κουμπί» για την κλιματική κρίση, όταν πια θα έχει μπει στα σπίτια όλων. Α, ναι, μην ξεχάσουμε να αφήσουμε tip στον ντελιβερά για να νιώσουμε ότι κάναμε κάτι καλό και σήμερα!