Δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να τοποθετηθώ κι εγώ για το μεγαλύτερο (διορθώστε με αν κάνω λάθος) γκράφιτι που έχει καταλάβει ποτέ δημόσιο κτήριο στην Αθήνα και, τις τελευταίες μέρες, τυλίγει σα δεύτερο δέρμα κτήριο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Έχουν ήδη γραφτεί τα πάντα και (σχεδόν) δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει πάρει θέση για τη «νέα Γκερνίκα» των Αθηνών. Είναι εντυπωσιακό. Έχουν διατυπωθεί, εν ριπή οφθαλμού, σπέρνοντας ένα πρωτοφανές «εμφυλιοπολεμικό» κλίμα, και οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι (σωστότερα, ασπρόμαυρου), στην ερμηνεία της επιβλητικής δημιουργίας των «Icos & Case».
Οκέι. Κάποιοι τη βρίσκουν, με εικαστικούς όρους, αριστούργημα, κάποιοι άλλοι μια ευφυή προβοκατόρικη παρέμβαση και ένα πολιτικό σχόλιο που πέτυχε τον στόχο του, αφού και σόκαρε κι εξόργισε. Υπάρχουν κι αυτοί που καταδικάζουν το γκράφιτι ως μια μεγαλομανή μουτζούρα κι ένα φασιστικής λογικής τερατούργημα. Δυο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώην πρύτανης της Καλών Τεχνών και εικαστικός Γιώργος Χαρβαλιάς, ο οποίος αμέσως κατήγγειλε ότι «αυτές οι άσπρες καμπυλόσχημες κουράδες υποδηλώνουν την αυτάρεσκη ναρκισσιστική μεγαλομανία της επιβολής των νέων αστέρων, που έτρεξαν μάλιστα να δηλώσουν και την επωνυμία τους στα free press, μην και χάσουν τόση μιντιακή προβολή στην ανωνυμία».
Και στον αντίποδα, ο τεχνοκριτικός Μάνος Στεφανίδης, που επικροτεί τη σύνθεση διότι «έχει μελετήσει την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής, έχει ενσωματωθεί εξαιρετικά με αυτή και αγκαλιάζει το κέλυφος του κτιρίου σαν να το προστατεύει. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για βανδαλισμό, υπάρχει πολλή γνώση και πολλή ευαισθησία στην παρέμβαση. Ασφαλώς και πρόκειται για μια τοιχογραφία που αναπνέει με όρους που πια δεν υφίστανται (εννοώ την επική ζωγραφική των μοναστηριών ή του Θεόφιλου που έχει εκλείψει)».
Το ζήτημα «Γκράφιτι στο Μετσόβιο» θα ήταν παρόλα αυτά λάθος αν το εξαντλούσαμε στην επιφάνεια, στην όψη ή στο «περιεχόμενό» του, ή στο πώς αποτιμάται απ’ τον Πρωθυπουργό, τον υπουργό Οικονομικών, τον Πρύτανη του ΕΜΠ, τον Υφυπουργό Πολιτισμού, τον Χ εικαστικό, τον τάδε blogger ή την κυρά Κατίνα -αν και πολύ θα ήθελα να έπαιρνα σβάρνα ένα – ένα τα κουδούνια στη Στουρνάρη και στην Πατησίων για να ανακαλύψω τι σκέφτονται και τι αισθάνονται οι αληθινοί «παθόντες», αυτοί που ζουν με την «αθηναϊκή Γκερνίκα» φάτσα κάρτα μες τα μούτρα όλη μέρα.
Τι θέλω να πω. Αυτό για το οποίο πρέπει να ψαχτούμε είναι η υποκριτική στάση με την οποία στάθηκε η ελληνική κοινωνία (δηλαδή, όλοι μας) από το πρώτο λεπτό υστερικά απέναντι στη νέα εικόνα του Πολυτεχνείου. Προσπαθώ πραγματικά να θυμηθώ πότε ασχολήθηκε τελευταία η κοινή γνώμη με τη θλιβερή εικόνα του κτηριακού συγκροτήματος. Σπάζω το κεφάλι μου. Μην κοροϊδευόμαστε. Σκονισμένο, ρυπαρό, τραυματισμένο απ’ τη βρωμιά, το Πολυτεχνείο έκραζε εδώ και πάρα πολλά χρόνια μια λέξη: Εγκατάλειψη. Αναρωτιέμαι τελικά μήπως το (βέβηλο ή επαναστατικό, επιλέξτε μόνοι σας) ασπρόμαυρο χειροποίητο σύννεφο που κάλυψε το κέλυφός του πέτυχε να ξεγυμνώσει, εκτός από την υστερία μας, την εντελώς παθογενή σχέση μας και την αδιαφορία μας για τον δημόσιο χώρο μέσα στον οποίο ζούμε κι αναπνέουμε. Τα αίτια δηλαδή που εξηγούν, πέρα και πολύ προγενέστερα της κρίσης, τη σημερινή κατάντια του.