2021: η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Ενδιαφέρον. Η επέτειος της ελευθερίας θα ταυτιστεί με την έξοδο από μια πολύπλευρη κρίση που ακόμη αγωνιζόμαστε να καταλάβουμε.
Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον: όπως κάθε επέτειος, θα μας βάλει σε πειρασμό να σκεφτούμε το που βρισκόμαστε και που πάμε. Θα μας βάλει στον πειρασμό να αναλογιστούμε – μάλλον επιδερμικά και φευγαλέα, όπως το συνηθίζουμε – το μέλλον, τους στόχους και το όραμα της χώρας. Τότε, μόλις δύο αιώνες πριν, ήταν η ανεξαρτησία, η αυτονομία, η ελευθερία.
Σήμερα;
Ίσως θα ήταν προτιμότερο κι επωφελές το ερώτημα αυτό να διατυπωθεί από τώρα. Αυτή τη στιγμή, καθώς διανύουμε το λυκόφως της κρίσης, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ, να εκτιμήσουμε το μεταίχμιο στο οποίο στεκόμαστε. Να αναρωτηθούμε:
Ποια είναι η Ελλάδα που βγαίνει από την κρίση; Ποια τα χαρακτηριστικά, οι συνθήκες, τα δεδομένα που την ορίζουν;
Η κρίση έχει μεταβάλει ριζικά τις συνθήκες ζωής μας. Έχει διαμορφώσει μία νέα κανονικότητα. Μια κανονικότητα που δεν αφορά μόνον στο πεδίο της οικονομίας (στο οποίο και εστιάζουμε συνήθως την προσοχή μας, δικαιολογημένα). Έχει επηρεάσει πρόδηλα, καθολικά και ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, τον τρόπο που σκεφτόμαστε, δρούμε, αισθανόμαστε (ανέχεια, σφίξιμο, κατάθλιψη, κυνισμός, ατομισμός, κλπ.).
Από την άλλη πλευρά – κι αυτό δεν φαίνεται να γίνεται πάντοτε αντιληπτό – η χώρα βιώνει μία ταυτόχρονη κι εξίσου ριζική μετάλλαξη σε μια σειρά από τομείς που δεν συνδέονται ευθέως με την κρίση (αν και ενισχύει την έντασή τους). Πρόκειται για τάσεις και φαινόμενα που καταγράφονται με τρομακτική ισχύ στο σύνολο του δυτικού κόσμου. Τάσεις και φαινόμενα που στη δική μας περίπτωση ενεργούν σχεδόν αθόρυβα, υπόκωφα, σιωπηλά.
Ποια είναι; Ας αναφέρουμε μόνον μερικά και εν τάχει: αύξηση του προσδόκιμου ζωής, μείωση των γεννήσεων, αποστασιοποίηση από την πολιτική, περιορισμός της θρησκευτικής πρακτικής, πολύ-πολιτισμικότητα, αναγνώριση των ταυτοτήτων φύλου, επαναπροσδιορισμός του ιδιωτικού και των όρων συμβίωσης, εισροή προσφύγων, ασθενής ή ελλιπής ενσωμάτωση της δεύτερης γενιάς των μεταναστών, εμφάνιση νέων μορφών επιχειρηματικότητας, αλλά και νεόκοπων μορφών οικονομικής εξάρτησης και ανασφάλειας, εξασθένιση – αν όχι αποδόμηση – της μεσαίας τάξης, διάλυση της όποιας μεταπολιτευτικής κοινωνικής συναίνεσης, ενδυνάμωση της αντισυστημικότητας κι ενός ενίοτε συνειδητά αντιδημοκρατικού λαϊκισμού, γενικευμένη απαξίωση των θεσμών (μ;iντια, κράτος, πολιτικοί, ΜΚΟ), αλλά και ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης.
Με λίγα λόγια, η χώρα, παρά την απομείωση και απαξίωσή της, συνέχισε να κινείται, να αλλάζει και να μεταμορφώνεται υπογείως, καθ’όλη τη διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης, κι όχι μόνον αρνητικά.
Σε αυτό το πολυσύνθετο, αν όχι χαοτικό, πλαίσιο, πολλά από όσα μας συμβαίνουν και συζητάμε, παρότι μοιάζουν ανεξάρτητα μεταξύ τους, στην ουσία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός νέου ορίζοντα ζωής και συμβίωσης. Ενός νέου και υπό διαμόρφωση πεδίου αντιπαράθεσης μεταξύ ανταγωνιστικών αξιών, στάσεων, συμπεριφορών και ιδεολογιών.
Χρειάζεται να δώσουμε ένα παράδειγμα. Ας επιλέξουμε λοιπόν τη συζήτηση για τη συμφωνία των Πρεσπών κι εκείνη για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Ας προσθέσουμε σε αυτές τη συζήτηση άλλων ήσσονος σημασίας ζητημάτων, όπως το εάν θα πρέπει να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι για τον Λάνθιμο ή τον Τσιτσιπά. Καίτοι αρχικά, ως γεγονότα, μοιάζουν να είναι παντελώς ασύνδετα μεταξύ τους, σε μια δεύτερη και διεισδυτικότερη ανάλυση, συνιστούν τελικά κομμάτια της ίδιας πολύ-επίπεδης συζήτησης. Διαθέτουν ομοιότητες: κοινά χαρακτηριστικά, κοινούς κεντρικούς άξονες, ίδιες συνιστώσες. Στην πραγματικότητα, συνιστούν σημεία εντός ενός ενιαίου, άναρχα αναπτυσσόμενου, ορίζοντα.
Υπάρχει ένα νέο πεδίο αναφορών, σημασιών κι εννοιών, εν τω γίγνεσθαι. Ένα πεδίο όπου οι έννοιες αλλάζουν σημασία, μετατοπίζονται, συστέλλονται, διαστέλλονται, στρεβλώνονται, επαναπροσδιορίζονται. Ένα πεδίο όπου η Ελλάδα αποκτά, την επαύριο της κρίσης, μια μορφή πρωτεϊκή: άλλοτε ορίζεται ως πατρίδα, άλλοτε ως κράτος, άλλοτε ως έθνος, άλλοτε ως πολυπολιτισμική πολιτεία, άλλοτε ως κάτι «μισητό», άλλοτε ως κάτι πολύτιμο.
Επί αυτής της βάσης, με ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να αισθάνεται – ως άλλος λευκός Αμερικάνος Χίλμπιλι υποστηρικτής του Τραμπ – ότι δεν τον αναγνωρίζει και δεν τον αντιπροσωπεύει κανείς, και την ίδια στιγμή, με ένα εξίσου δυναμικό μέρος της κοινωνίας να επιθυμεί να ζήσει σε ένα σύγχρονο πολύ-πολιτισμικού κράτος Δικαίου, η ανάγκη να προσδιορίσουμε το τί συζητάμε, αλλά και το πώς συζητάμε, καθίσταται επιτακτική. Οφείλουμε να αντιληφθούμε αυτό το νέο ευρύτερο πλαίσιο δεδομένων και τάσεων και να ξεκινήσουμε τη συζήτηση για τα όρια, τους κανόνες, τις αρχές και τις αξίες που θα μπορούσαν να το διέπουν, αλλά και να το συγκροτούν.
Πρόκειται για μονόδρομο. Πρέπει να αναμετρηθούμε, τόσο με το νέο, όσο και με την ιζηματοποίηση και τον αταβισμό. Και πρέπει να το επιχειρήσουμε, δίχως να περιμένουμε την πολιτική και τους πολιτικούς να το κάνουν για εμάς. Το εγχείρημα εξάλλου τους ξεπερνά. Ας αναλάβουμε συνεπώς την ευθύνη που μας αναλογεί. Ο καθένας το μερίδιο που του αναλογεί: η κοινωνία των πολιτών (ασθμαίνουσα ή μη), αλλά και όλοι όσοι έχουν δημόσιο λόγο, διαθέτουν βήμα, εκπροσωπούν συλλογικότητες, εκφράζουν ομάδες, αποτελούν καθοδηγητές γνώμης ή έχουν απλά απήχηση (επιχειρηματίες, ακαδημαϊκοί, κλπ.). Ας πάψουμε να μεμψιμοιρούμε. Ας διαμορφώσουμε τους νέους αυτούς όρους και τις νέες αξίες εμείς οι ίδιοι: από εμάς, με εμάς, για εμάς. Ας βρούμε το σθένος στην ευθύνη για τις ίδιες μας τις ζωές. Ας βρούμε παρηγοριά στη θέληση. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος να κατατροπώσουμε την καχεξία και τον αρνητισμό που μας έχεις διαποτίσει. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος να ανανεώσουμε το σφρίγος του εγώ και του εμείς. Την επιθυμία για ένα καλύτερο μέλλον. Ένα καλύτερο μέλλον της όποιας «κοινότητας»: δημοκρατικής, πλουραλιστικής, φιλελεύθερης, διεθνιστικής, ανοιχτής (διαλέξτε εσείς τις βαρύτητες).
Είναι επιτακτική ανάγκη να ξεκινήσουμε αυτή την αναζήτηση. Συνιστά προϋπόθεση για να καταλάβουμε ποια θα είναι αυτή η μέτα-Ελλάδα. Ο τόπος που συμβιώνουμε. Η χώρα που ζούμε. Η πολιτεία που θέλουμε. Η Δημοκρατία που σε λίγο καιρό θα γιορτάσει τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση που τη γέννησε. Πρόκληση και ευκαιρία μαζί.
Ας μην την αφήσουμε να χαθεί.