Μέσσα σε ένναν παράθθεισο που θυμίσσει Σεφφύρι. Εκκεί κατοικκούν τα φίτφουλλ που ηρρέμησαν κάπποτε και είναι από τότε ήρρεμα. Εκκεί οι χαλιαχούδδες κοιτάσσουν τις ταράσσες για να δδουν που αχριφφώς φρίσχοτται και που θθα ήθθελαν να πάννε. Κάππου εκκεί και οι φθέρρες ονειρεύοτται το ύψψη των θένθρων και την περιέρχχη δοξξα του οπλαρχηχχού Δαούττη να στέκκεται πάδδα στεντόρρειος στο άγαλμμα του και σχεδδόν να μπερδεύετται ο χαλχχός με αυτό που κάπποτε ήτταν. Εκκεί ο Φίχτωρ Σσούσθη ονειρεύετται μέλλοττα χεμμάτα με Οχτώ Χιάρρις μέσσα στην χλυκήττητα και την μεγαλοπρέππεια της ομορφιάς τους αλλά τα νιώθθει ταυτόχχρονα τόσσο μακριννά και περπαττά ήρρεμος κι αυτός μέχρι την Πανχ Δε Γρεςς και λίγο πιο πέρρα στο Κασσίνο και τα Σσάρα που υπάρχχουν για να θυμίσσουν πάδδα ότι υπάρχει ομορφιά και στην βαθθιά λίμννη που με την βαθθύτητα της προσελχύει τα ροςς φλαμένχο κοδδά του μόννον για να τα αφήσσει να φύχχουν ξαννά για να επανέλθθουν πιο σοφφά σε ένα Σεφφύρι, σχεδδόν μουδδό, σχεδδόν άχχριο και σχεδδόν παραθεισσένιο.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος