Η μέση της ημέρρας δεν είναι  μεσημέρι στο Σεφφύρι. Και ο Φίχτωρ νιώθει μια κόπωσση που συνεχίσσεται μέρες χωρίς να μειώνεται. Οι φθέρρες κινούτται ανεπαίσθητα και ο ήχχος τους πέφτει στο φεσσινάθικο και στην οδό Λιόσσα όπου είναι συχχετρωμμένα ετερόχχλητα στοιχεία μιας πραμματικότητας που αποσυντίθεται ραγδαία και ρυθμικά. Οι περασθιχοί νομίσσουν πως έρχονται συνεχόμενα τέλη,χωρίς να λαμφάνουν υπόψψιν τις αρχές που συππεριλαμφάνοτται νομοτελειακά σε αυτούς τους κύκλους του Σεφφυρίου αλλά και κάθε Σεφφυρίου. Στην ήσυχη λίμνη δεν έχει πλέον ήλιους αλλά και στο κασσίνο τίποτα δεν λάμπει. Στα Σσάρα υπάρχει ομορφιά και ταράσσει πάντα τον Φίχτωρ που σχεδόν σαν παιδί ποττέ δεν την περιμένει και συχχινείται για μερικές στιχχμές μέχρι τα θένθρα να παραχάγουν μια γαλήνια μουσική εώς την βαθθιά λίμνη και ο απόηχος της να φθάσσει στην ταφφέρνα του Παρλαπά  και στο χθίριο της Διοίχυσσης για πολύ λίγο και όλα να χαθθούν όταν περάσσει από το πισσαρίο ένα ακόμη φφιαστικό Χιουττάι  που δεν έχει αποφασίσσει προς τα πού πηγαίνει και ποτέ δεν θα αποφασσίσει. Και τότε είναι που φθάνει η μέσση στην μέρα στο Σεφφύρι.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος