Μελαγχολία Στην Επαρχία

Vincent van Gogh – Vincent’s Bedroom in Arles 1889

Κάθομαι διαρκώς σαν μέσα σ’ ένα μαυσωλείο, ζωντανός, μαζί με κάποιους άλλους επίσης ζωντανούς. Δεν είμαστε νεκροί αλλά άδειοι, καθισμένοι θαρρείς για αιώνες στα ίδια καθίσματα. Άδειοι από ελπιδοφόρες ζωές. Γεμάτοι από κακορίζικες τροχιές πάνω κάτω στα στενοσόκακα της Κω, πάνω κάτω αδιάφοροι στο timeline του  Facebook. Κοιτάζουμε -άλλοτε- για ώρες σαν ενατένιση την οθόνη του λάπτοπ, σαν μελαγχολική ρέμβη στις φωτογραφίες του Μπεχράκη. Ψάχνω να βρω στην προοπτική βάθους των έργων του με δρόμους, τον παράδρομο που θα με βγάλει ξανά στην αισιοδοξία μου που χάθηκε στα τριανταπέντε μου χρόνια. Στο Skype συνεδρίες με τον ψυχίατρο μου, εκφυλισμένες πιο πολύ σε λεκτικές μου εκτονώσεις μπροστά του. Ακούει την θλιμμένη φωνή μου για όλα. Να σου τον έπαιρνα πίπα, του λέω και γελάει. Στέρηση ομοφυλοφιλικού σεξ. Έχω παχύνει. Δεν είμαι πια όμορφος. Στέρηση απ’ όλα. Μονόλογοι μου για την τέχνη. Δεν υπάρχουν φίλοι φιλότεχνοι στη νήσο. Και κάνω αυτό το κείμενο ένα ετερόκλητο κάλεσμα λέξεων από εκείνες που μου λείπουν πιο πολύ σ’ αυτή την εσχατιά. Με τον ψυχίατρο. Του επισυνάπτω φωτογραφίες από γκόμενους που μου αρέσουν. Ανάμεσα τους και ο μπράβος κάποιου γνωστού πολιτικού  του παρακράτους. Καμμιά σχέση μ’ αυτούς. Αλλά ποιός υποτακτικός δεν κόλλησε σε φαντασιακό πλαίσιο στον δεσποτισμό που αναβλύζει από την συμπεριφορά τέτοιων αρσενικών. Το πας μετά αλλού το πράγμα. Σαν είσαι στερημένος προσαυξάνεις μες στις φαντασιώσεις σου τα πάντα και εξιδανικεύεις ακόμη και το κολασμένο τεκνό. Το ξεπλένεις για να σε εξυπηρετήσει χωρίς να έχεις τύψεις. Κι ύστερα αυτές οι σποραδικές βροχές με δορυφόρο τους το μούχρωμα του μολυβένιου ουρανού. Μεσημέρι και είναι σαν νύχτα. Βρέχει, λέει η μετεωρολόγος Χριστίνα Σούζη, και προμηνύεται γι’ αργότερα καταιγίδα. Ας είναι να χυθεί το δάκρυ του ουρανού. Το πένθος το περνάω ευκολότερα με ομόθυμο το κλίμα. Επιστροφή στο μαυσωλείο. Είναι ένα καφέ που πηγαίνω συνέχεια στην Κω. Και πάντα βρίσκω παραιτημένους να κάθονται σε κάτι μεγάλους καναπέδες-κρεβάτια. Και ύστερα προσπερνάω τα ζωντανά τους πτώματα και σέρνω τα πόδια μου προς το σπίτι μου. Μια ανθισμένη αμυγδαλιά. Τί όμορφη που είναι , έτσι νομίζω, πως είναι όμορφη. Έτσι λένε οι άλλοι. Εγώ δεν συγκινούμαι. Και ας έχω ακέραιους στα μάτια  μου τους δακρυγόνους τους αδένες. Φαντάσου να δουλεύεις, όχι γιατί σ’ αρέσει, αλλά γιατί αυτό ξέρεις να κάνεις και είναι το καλύτερο χρονόμετρο για την αίσθηση της απομείωσης των ηλικιών που σου μέλλει να ζήσεις ακόμη. Σαν να είσαι πιο πολύ αγκαλιά με το τέλος της ζωής. Μεταίχμιο είναι μεταξύ του περάσματος από το εδώ στο επέκεινα. Ακροβατώ εκεί με ροπή μου να πέσω προς την αντίπερα όχθη. Αλλά ακροβατώ. Απάθεια. Χριστιανική ζωοποιός νέκρωση. Παρατεταμένο ψυχορράγημα που με χουχουλιάζει μέσα στο επιγέννημα πλείστων προσδοκιών για το τελικό και τελειότερο αναλγητικό όλων των εμποδίων της ζωής. Τον θάνατο. Το είχε πει και ο Τζιμ Μόρισον: «Οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο περισσότερο από τον πόνο. Είναι παράξενο που φοβούνται τον θάνατο. Η ζωή πονάει περισσότερο από αυτό. Στο σημείο του θανάτου, ο πόνος τελειώνει. Πιστεύω πως ο θάνατος είναι φίλος.»

Στο κεφάλι μου – στο πίσω μέρος του- ακούω τους γόους του The Boy και της Krista Papista. Σαν να τερετίζουν αυτά τα παράξενα τραγούδια τους. Πένθιμα και αυτά στη διάθεση και στα λόγια. Τώρα πρέπει να πάω για καφέ στη Γιούλη. Βαριέμαι. Ρε φίλε, δεν με ηδονίζει τίποτα σου λέω. Και τα βράδια όταν γυρίζω σπίτι μου, μπρούμητα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με τα γεννητικά μου όργανα να πιέζονται απ’ όλο τον όγκο του πλαδαρού σώματος μου, νομίζω πως είμαι ευνουχισμένος. Και πιο μετά -κατά τις εννιά- έρχεται η μητέρα μου απ’ τις θρησκευτικές της υποχρεώσεις στην εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης. Και φέρνει μαζί της και την θύμηση του νεκρού πατέρα μου και του ξεμακρυσμένου παντρεμένου αδερφού μου που πια δεν μένει μαζί μας. Στο σπίτι μέσα σκοτεινιάζει κι ας είναι όλα τα φώτα του αναμμένα. Ένα τεράστιο σπίτι και σχετικά άδειο. Ένα ρημαδιακό, άδειο από ζωή και γεμάτο πένθος. Μαραγκιασμένοι  εγώ και η μητέρα μου καθόμαστε αγνάντια ο ένας στον άλλο και βυθιζόμαστε μεταξύ μας στα πένθη της ματιάς μας. Οι ευφυείς άνθρωποι, λέει ένα άρθρο, δυσκολεύονται να βρουν ταίρι. Και που να δεις οι παράξενοι, προσθέτω εγώ. Εδώ στην νοτιοανατολική συνοριογραμμή του Αιγαίου με την Τουρκία, ο κουζουλός είναι δύσκολο να αρθρώσει λόγο ακόμη και για τα πιο συνηθισμένα της ζωής του. Και μπορεί εκείνη η συγγραφέας να είπε ότι δεν αξίζουμε να θυσιάζουμε τον εαυτό μας για τους άλλους… το είπε γιατί πιθανότατα ζούσε σε πόλη. Το προβλέψιμο προσωπικοτήτων συναφών μεταξύ τους είναι και το πιο σύνηθες φαινόμενο της επαρχίας. Η προβλεψιμότητα είναι αναδευτήρας που εκτροχιάζει τον παράξενο σε μια ουσιαστική σιωπή , σε μια πικραμένη αυτομόληση στον συμβιβασμό της παρουσίασης μιας αλλοιωμένης περσόνας του. Δώσε μου αυτή τη ζέση της χαριέσσης ερημιάς. Το καταφύγιο που μας έφτιαξε η Ζυράννα Ζατέλη.

Φώτης Θαλασσινός

Share
Published by
Φώτης Θαλασσινός