Categories: BREAKING NEWS

Με «Λυμπερόπουλους» μπροστά δεν πάμε πουθενά

Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ομιλίες που άκουσα στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ακούστηκε η εξής άποψη: για ν’ ανέβει το βιοτικό επίπεδο στις υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής πρέπει ως «δυτικός κόσμος» να φύγουμε από τη λογική της φιλανθρωπίας και να ξεκινήσουμε να ενισχύουμε τις δομές δίνοντας αρχικά εργασία.

Αυτή τη στιγμή πολλές τεχνολογικές εταιρείες χρειάζονται μάτια και χέρια για να ενισχύσουν τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης, το να στηθούν γραφεία γι’ αυτό το σκοπό είναι κάτι εύκολο αν γίνει στην Αφρική και με τη βοήθεια ΜΚΟ, άνθρωποι που έπαιρναν ένα δολάριο τη μέρα για ανθυγιεινές εργασίες, τώρα θ’ ανέβουν στα έξι με αποτέλεσμα ν’ αναβαθμιστεί τελείως η ζωή τους. Επίσης μεγαλύτερος μισθός σημαίνει φορολογία, οι φόροι φέρνουν απορίες για το που πάνε τα λεφτά, οι απορίες φέρνουν μεγαλύτερο έλεγχο στην πολιτική εξουσία, ο έλεγχος στην πολιτική εξουσία φέρνει μεγαλύτερη διαφάνεια σε ένα ιδιαίτερα διεφθαρμένο σύστημα.

Όλα τέλεια δεν φαίνονται μέχρι στιγμής, ε; Τι γίνεται όμως όταν οι εργοδότες είναι εταιρείες όπως η Google και η Microsoft που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντί να δίνουν ένα μεροκάματο των 50 δολαρίων, το κάνουν με 6; Πώς στεκόμαστε όταν μάθουμε πως άλλοι τεχνολογικοί κολοσσοί αποφασίζουν να διώξουν προσωπικό που τους στοιχίζει ακριβά για ν’ ανοιχτούν σε άλλες αγορές χρησιμοποιώντας και το πρόσχημα της παγκοσμιοποιημένης εταιρικής ευθύνης; 

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κερδισμένος αυτής της ιστορίας, οι εταιρείες ή η κοινωνία;

Το παραπάνω ερώτημα μαζί με παραλλαγές του είναι και η ουσία της συζήτησης που διεξάγεται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως. Ζούμε, όπως λένε, την «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση» που σχετίζεται άμεσα με την έκρηξη της τεχνολογίας όσον αφορά το κομμάτι των υπηρεσιών και της επικοινωνίας Όπως συμβαίνει σε κάθε επανάσταση, το νέο στο τέλος υπερισχύει του παλιού. Όπως συμβαίνει σε κάθε επανάσταση υπάρχουν οι νικητές και οι χαμένοι. Μόνο που όταν η επανάσταση είναι κοινωνική είναι εύκολο ο καθένας να βρει μετά τη θέση του, όταν είναι όμως οικονομική έχει σαν αποτέλεσμα πολλές θέσεις να μην υπάρχουν πια. 

Η κόντρα των αυτοκινητιστών με την Uber είναι μια από τις μάχες. Άλλη είναι η σύγκρουση των παραδοσιακών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με τα κοινωνικά δίκτυα. Και στις δύο περιπτώσεις θα κάνουμε μεγάλο λάθος αν θεωρήσουμε a priori πως ό,τι είναι μοντέρνο είναι και το σωστό. Θα κάνουμε επίσης λάθος αν πιστέψουμε ότι υπάρχει μια στο εκατομμύριο το «παραδοσιακό» να βγει νικητής. Το ζήτημα είναι πόσο πονηρό θα φανεί το παλιό ώστε πέφτοντας να έχει ήδη βρει τρόπους να επιβιώσει στο μέλλον. Όπως και ο καλός χαρτοπαίχτης δεν φαίνεται όταν κερδίζει, αλλά όταν έχει τη μικρότερη δυνατή απώλεια την ημέρα που έχει γκίνια.

Για να εξηγήσω τη σίγουρη ήττα θέλω να φέρω ένα παράδειγμα που  υπογραμμίζω ότι είναι βγαλμένο από το μυαλό μου. Πείτε ότι βγαίνει μια έρευνα κόλαφος που λέει ότι τα μαγνητικά κύματα που εκπέμπουν οι servers της Google προκαλούν ένα μεγάλο κακό στην ανθρωπότητα. Θα θυμώσουμε, θα γράψουμε πύρινα status updates, η εταιρεία θα ζητήσει συγνώμη, θα φάει ένα πρόστιμο που όσο και να είναι θα το καλύψει και μετά θα συνεχίσουμε τη ζωή μας με την Google αγκαλιά. Πόσοι θ’ αλλάξουμε λογαριασμούς gmail, πόσοι θ’ αλλάξουμε το λειτουργικό android στα κινητά μας, πόσοι  θα χρησιμοποιήσουμε άλλη μηχανή αναζήτησης; Ελάχιστοι. Είναι τόσο μεγάλη η εξάρτησή μας, όση έχουμε αυτή τη στιγμή και με το τραπεζικό σύστημα, οπότε σε οποιαδήποτε μεγάλη κρίση  η εταιρεία θα βγει νικήτρια στο τέλος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τώρα, ας έρθουμε λίγο στα δικά μας. Οι ταξιτζήδες έχουν πολλά κοινά με τους δημοσιογράφους. Καταρχάς και οι δύο έχουν ένα κλειστό παλαιολιθικό σωματείο με επαγγελματίες συνδικαλιστές και όχι επαγγελματίες του είδους τους. Επίσης και οι δύο κλάδοι φρόντισαν με διάφορους τρόπους να αυτοϋπονομευτούν. Οι μεν ταξιτζήδες επιτρέποντας να γιγαντωθούν διάφορα στερεότυπα εναντίον τους, οι δε δημοσιογράφοι δημιούργησαν τους όρους «παπαγαλάκι της εξουσίας» ή στήριξαν συνθήματα όπως «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» για να κατηγορήσουν τους συναδέλφους τους. Στην ουσία, αντί να οικοδομηθούν δομές, παρατηρήθηκε και παρατηρείται η ενίσχυση μιας ατέρμονης λασπολογίας. Και τα δύο επαγγέλματα δέχθηκαν επίσης την επίθεση της τεχνολογίας και εμφανίστηκαν κάπως ανήμπορα ν’ αντιδράσουν. Για παράδειγμα την περασμένη χρονιά σε όλο το ελληνικό διαδίκτυο η διαφημιστική δαπάνη άγγιξε τα 65 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το ίδιο ποσό για το Facebook ανήλθε στα 100 εκ. ευρώ με δύο ακόμα σημειώσεις: χωρίς 24% ΦΠΑ και χωρίς να επιστρέφει ένα ευρώ από φορολογία στην Ελλάδα. Ούτε καν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρα, για ποιον ανταγωνισμό μιλάμε; 

Παρόμοια είναι και η κατάσταση με τα ταξί. Για ν’ αποκτηθεί η άδειά τους, χρειάζονται αρκετές χιλιάδες ευρώ, εκπαίδευση και φυσικά υπάρχουν υψηλοί φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης στην Ελλάδα η ταρίφα όπως ξέρουμε είναι ακόμα πολύ πιο χαμηλά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κάτι που σε συνδυασμό με την αύξηση καυσίμων και των πάντων ελαχιστοποιεί αρκετά το περιθώριο του κέρδους.

Όταν θέτει κανείς αυτά τα προβλήματα στη συζήτηση υπάρχει πάντα ο αντίλογος των υπηρεσιών. Οκ, σου λέει κάποιος αλλά το Facebook σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, πιο κοινωνικό, σε βοηθάει σε διάφορα πράγματα όπως το να κάνεις poke στη συμμαθήτρια που είχες στη δευτέρα δημοτικού όπου στο τέλος θα καταλήξεις παντρεμένος με αυτή. Ή το airbnb π.χ. είναι πολύ εξυπηρετικό στο να βρίσκεις φτηνό σπίτι στο Μπρούκλιν (αλλά τι γίνεται όταν δεν μπορείς πια να βρεις κατοικία στο κέντρο της Αθήνας για να μείνεις;). Όπως και με το Uber ή το Beat μπορεί να οδήγησε στην αναβάθμιση των υπηρεσιών αλλά στην Ελλάδα δεν συνέβη μόνο εξαιτίας των εφαρμογών αλλά και από άλλες αιτίες όπως η αλλαγή γενιάς, η κατασκευή του Μετρό, η τουριστική ανάπτυξη κτλ.

Είναι δεδομένο πως οι ηττημένοι θα διεκδικήσουν κάποιους ρυθμιστικούς κανόνες και εδώ τίθεται ένα τεράστιο ζήτημα για το ποιους στέλνουμε να διαπραγματευτούν την επόμενη μέρα. Η κοπέλα που μίλαγε στο συνέδριο των Δελφών ήταν η κόρη, η αδελφή, η γυναίκα, η φίλη που όλες και όλοι θα θέλαμε να έχουμε. Έξυπνη, καταρτισμένη, μορφωμένη, με τον αέρα της νέας εποχής ν’ ακούγεται σε κάθε της λέξη. Έτσι είναι όλοι οι «εκπρόσωποι» της τέταρτης τεχνολογικής επανάστασης και δυστυχώς οι τραμπούκοι του Συντάγματος και οι «Λυμπερόπουλοι» κάθε κλάδου χάνουν το παιχνίδι από τ’ αποδυτήρια. Την αλλαγή της εποχής δεν την ανατρέπεις λέγοντας ότι θα κάνεις Κούγκι την Αθήνα και υποσχόμενος ιδρώτα και αίμα. Οι τεχνοκράτες δεν χάνουν ποτέ από τα μπουλντόγκ. Θέλει κατάρτιση, στοιχεία, επιχειρήματα και τη δυνατότητα ελιγμών που οι «Λυμπερόπουλοι» δεν  έχουν. 

Στην αρχαιότητα η Πυθία αφού έπινε νερό από την πηγή Κασταλία, μασούλαγε φύλα δάφνης, εισέπνεε διάφορα «μαγικά βοτάνια» και μετά έλεγε τα δικά της. Μια φορά ένας επισκέπτης θέλοντας να αποδείξει ότι όλοι οι χρησμοί είναι κουταμάρες πήρε ένα ζωντανό περιστέρι το έκρυψε πίσω από την πλάτη του και τη ρώτησε αν το περιστέρι είναι ζωντανό ή όχι. Αν απάνταγε πως είναι νεκρό, θα το άφηνε να πετάξει, αν πάλι απάνταγε πως ζει και βασιλεύει θα το έπνιγε και θα την ξεμπρόστιαζε. 

«Είναι νεκρό η ζωντανό το περιστέρι που έχω στο χέρι μου», τη ρωτάει λοιπόν. 
«Στο χέρι σου είναι», του απαντά και τον αποσβολώνει. 

Στο χέρι είναι κυρίως των νέων επαγγελματιών πια να διαμορφώσουν εκείνες τις συνθήκες με τα πρόσωπα που θα προασπίζουν τα πραγματικά τους συμφέροντα. Αλλά όπως πάει θα καταλήξουμε να γράφουμε διάφορα ευχολόγια περί νέων συλλογικοτήτων, τα αδιέξοδα του ατομικισμού και το σκληρό πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης. Το πολύ το Κύριε Ελέησον το βαριέται και ο παπάς. 

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης