«Η τελευταία μπουκιά/γουλιά είναι η δύναμή σου». Τότε γιατί μου την παίρνεις αγαπημένε μου σερβιτόρε;

Μου το έλεγε η γιαγιά μου, το έλεγε και η μαμά της παιδικής μου φίλης, όποτε άφηνα κάτι στο πιάτο, ή δεν τελείωνα το ποτήρι με το γάλα. Ως παιδί υπήρξα αυτό που λέμε «σπίνος» και ολιγόφαγη. Έτσι – εκτός από τους γονείς μου – οι περισσότεροι επιστράτευαν αυτό το παλιακό τσιτάτο του θυμόσοφου λαού μας, για να με αναγκάσουν να «καθαρίσω» οτιδήποτε βρίσκονταν τέλος πάντων μπροστά μου στο τραπέζι. Σπάνια τους έκανα τη χάρη. Η ανάπτυξή μου ολοκληρώθηκε κανονικά, ακόμα και χωρίς την τελευταία μπουκιά ή γουλιά από κάτι. Μεγαλώνοντας ωστόσο, έμαθα να εκτιμώ την αξία κάποιων πραγμάτων, όπως το καλό φαγητό, ή ένα δροσερό μπουκάλι μπύρα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Κι ότι αυτά αξίζουν να καταναλώνονται ολόκληρα.

Flash forward. Βρίσκομαι σε μια από τις όμορφες αυλές του κέντρου. Οι casual μπύρες μετά τη δουλειά, είναι πλέον κάτι σαν ritual. Πίνουμε, κάνουμε το τσιγάρο μας και συζητάμε τα όσα συνέβησαν σήμερα στο γραφείο με μια φίλη συνάδελφο. Αφού περνάει αρκετή ώρα μετά την παραγγελία μας, ο σερβιτόρος έρχεται πάνω από το τραπέζι μας. Πιάνει το μπουκάλι της φίλης μου, το κουνάει και το κοιτάζει στο φως, όπως τσεκάρανε τα χιλιάρικα οι ψιλικατζήδες πριν το ευρώ και τους ανιχνευτές χαρτονομισμάτων – αντιλαμβάνεται ότι έχει αρκετή ακόμα και την αφήνει πίσω στη θέση της. Έπειτα περνάει στη δική μου. Μα τι στο καλό; Επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία, μόνο που η δική μου μπύρα έχει ακριβώς μια γουλιά. Την ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ. Εκείνη τη γουλιά που έχεις αφήσει επειδή λες κάτι σημαντικό και ξέρεις ότι είναι εκεί να σου κάψει τη γλώσσα και να ανακουφίσει το στόμα σου που έχει πάρει φωτιά μιλώντας για την τελευταία ερωτική σου περιπέτεια, για παράδειγμα, αμέσως αφού τελειώσεις. Την γουλιά μετά την οποία θα ανάψεις τσιγάρο και θα συνειδητοποιήσεις ότι θες ακόμα μία μπύρα, ή ότι δε θες άλλη ίσως! Ο αδίστακτος, μα κατά τα άλλα συμπαθέστατος, σερβιτόρος, απομακρύνει το μπουκάλι από το τραπέζι με σκοπό να το τοποθετήσει πάνω στο δίσκο του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Νομίζω ότι το βλέπω σε slow motion. Ξαφνικά το μπουκάλι της μπύρας κι εγώ μεταφερόμαστε σε ένα υγρό στενάκι. Βροχή πέφτει. Εκείνο κρατά μια βαλίτσα. Κάνει μερικά βήματα προς τα πίσω και τη βλέπω την τελευταία γουλιά, είναι εκεί, κουνάει τους γοφούς της λάγνα μέσα στο μπουκάλι. Πέρα – δώθε. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Ουρλιάζω στο μπουκάλι «Μη φεύγεις! Σε παρακαλώ! Μη! Πες μου τι έκανα λάθος;», απλώνω τα χέρια και τρέχω με τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά μου ποτάμια προς το μέρος του. Ξαφνικά ένα γιγάντιο χέρι, αρπάζει το λαιμό του μπουκαλιού! Πίσω στην αθηναϊκή αυλή λέω στον σερβιτόρο:

– Ε, ε, ωπα, ωπα, ωπα! Η γουλίτσα μου!

– Α, καλά.  

Τι «α, καλά» ρε φίλε; Ναι, μπορεί να έχει ζεσταθεί. Ναι με το ζόρι βγαίνει ολόκληρη γουλιά. Ενδεχομένως να είναι και μισή. Αλλά την θέλω! Όταν τελειώσει μια και καλή, πίστεψε με καλέ μου σερβιτόρε, θα σε φωνάξω να μου φέρεις άλλη. Αν πάλι δε συνεχίσω, δε με ενοχλεί το άδειο μπουκάλι μπροστά μου και τόσο. Έτσι την άφησε πίσω στο τραπέζι. Εδώ βέβαια, γεννιέται η εξής απορία. Αν έβαζα την μπύρα μου στο ποτήρι, θα συνέβαινε το ίδιο; Αν υπήρχε αυτή η τελευταία γουλιά στο ποτήρι, θα έρχονταν να μου το πάρει; Ο θρύλος θέλει αυτό να έχει συμβεί. Φίλοι φίλων ξέρουν μερικές τρομακτικές ιστορίες για ποτά που εξαφανίζονται από την μπάρα πριν εξαντληθούν. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο φαγητό, επίσης, μικρή διαφορά υπάρχει. Καθώς δεν κοιμάμαι με το κάποιον οδηγό Savoir Vivre αγκαλιά, δεν παίρνω όρκο πως δεν είχα τοποθετήσει σε τέτοια θέση τα μαχαιροπίρουνα στο πιάτο που να δηλώνουν ότι έχω τελειώσει με το πιάτο μου, πρόσφατα όμως, ενώ απολάμβανα το πρωινό μου σε καφέ του ιστορικού κέντρου, είχα αφήσει την ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ μπουκιά από την ομελέτα μου. Είναι εκείνη η μπουκιά που δεν χωράει άλλο, αλλά θα τη λιγουρευτείς μετά από ένα μικρό διάλειμμα. Είναι η μπουκιά που θες να τη βλέπεις. Είναι η ασφάλειά σου ότι υπάρχει. Ο σερβιτόρος έρχεται και παίρνει το πιάτο μου. Όχι! Όχι πάλι!

Φαντάζομαι πως οι σερβιτόροι της πόλης μας, που κάνουν αυτή την ομολογουμένως σκληρή δουλειά δεν έχουν κάποιο φετίχ με το να μου παίρνουν πάντα την τελευταία μου γουλιά ή μπουκιά. Προφανώς το «άγχος» τους να απομακρύνουν πιάτα, ποτήρια και μπουκάλια από το τραπέζι, είναι γραμμή του μαγαζιού που εργάζονται. Είναι διαταγή της «λάντζας». Μήπως όμως να σκεφτούμε πάλι από την αρχή; Μήπως να ρωτάμε πιο συχνά και πιο ευγενικά και να μην αυτενεργούμε ως σερβιτόροι; Μήπως να αγοράσουμε περισσότερα πιάτα, ποτήρια και σερβίτσια ως μαγαζάτορες; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι, επιτέλους, στην Ελλάδα είμαστε. Όλοι ξέρουμε ότι η τελευταία μας μπουκιά (ή γουλιά) είναι η δύναμή μας. 

Φιλίππα Δημητριάδη

Η Φιλίππα Δημητριάδη είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.