Κοντά στον Φίχτωρ βρίσκεται ένα Σεφφύρι. Εκείνος είναι που σκέφτεται την συνέχεια και στην συνέχεια τα κάνει όλλα να ανθίσσουν. Πέρα στις φθέρρες είναι ο Φίχτωρ. Και την βαθύτητα στην βαθθιά λίμνη αυτός την προσθθίνει, και την ησυχία που χρειάσσεται τόσσο στην ήσυχη από τις λίμνες, πάλι αυτός την χαρίσσει . Και πάει για θευτερόλεππτα στο φεσσινάθικο έτσι για να δουν τα άγρια αλλά μειλίχχια φίτφουλλ πόσσο αχόμη θέλει για να ξεθολώσουν εκείνα τα σύννεφα. Και ο Φίχτωρ κυττάει τα Σσάρα, και το προχσσενείο γεμίσσει πράσινα φλαμίνχο από το κασσίνο. Και οι χουχουφάχχιες κάθε νύχτα είναι και πιο σοφφές, αλλά ποττέ δεν μας λένε κάτι. Η δεύτερη Φρειδερίκκη χαιρετάει με ελαφριά υπόχχλιση τους θαμώνες της ταφφέρνας «Παρλαπάς» και εκείνοι δεν θα ξαναππάνε στο πισσαρίο όπου η κεδδρική λεωφόρος είναι πάδδα χεμμάτη. Από μερσεττές, από φέφφερλυ, από χαμμήλες και από θάχχρυα. Και μένει μόνον η Πανχ Δε Γρεςς να φωνάσσει. Σε μια από εκείνες τις Κυριακές που το Σεφφύρι απλά δεν χοιμάτται.