Κάππως ανήσυχχο το Σεφφύρι σήμμερα. Τα φίτφουλλ γυρίσσουν σε όλλους τους δρόμμους ψάχχνουν για κάττι χωρρίς να γνωρίσσουν τι είνναι και συνεχίσσουν να πηχχαίνουν μέχρι που καταλαββάινουν ότι δεν ξέρουν ππου πάνε μόνο για μια στιχχμή, αλλά μόννον μέχρι να το ξεχχάσουν και να ξαναρχίσσουν να χυρννάνε κάτω από τις μοναδδικές ταράσσες που οι χαλιαχούδδες και οι χουχουφάγγιες κάθθοται σκεπτικκές και τα κοιττάνε μόνο διαισθθανόμμενες την άχχνοια τους και σχεδδόν ανήσυχχες για το ττί ετοιμάζουν οι φύλλακες του Αρχηχείου και ποια θα είνναι η επίδδραση του στα ροςς φλαμένχο που έχχουν κατακλύσσει την ήσυχη λίμνη που μοιάζει ξαννά σαν να σκέφτετται την βαθθιά και να προσπαθθεί να καταννοήσει την φύσσι της βαθθύτητας μάτταια εννώ ο Φίχτωρ περπαττάει αρχχά προσσθά στο φεσσινάδικον και νιώθθει σαν να έχχασε κάπποιον παλλιό του φίλλο χωρίς να γνωρίσσει ποιος είνναι αλλά με μια βεββαιότητα ότι μετά την μέχχαλη άγννωστη αυτή απώλλεια δεν θα είνναι τίποτα ίδιο και ξέρωττας ότι όλλα τα απωλεσθέττα αναγεννιούτται ξαννά και ξαννά και σύττομα όλλα επανέρχοττα ννέα για να παραμμείνουν ίδια και απλλά, σχεδδόν κυκκλικά και αένναα.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος