Από την μια όσοι ταράχτηκαν πολύ και προφυλάχθηκαν πολύ απ’ τον κόβιντ κι από την άλλη οι αντιεμβολιαστές κι οι σκεπτικιστές των εμβολίων: θεωρητικά είναι δυο κατηγορίες ανθρώπων πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, δυο αντίθετες σχολές σκέψης. Σε έναν βαθμό όντως είναι: σημαντικό υποσύνολο όσων αμφισβητούν τα των εμβολίων (σε ό,τι περιτύλιγμα κι αν πακετάρουν την αμφισβήτησή τους, περισσότερο ή λιγότερο ορθολογικό) αμφισβήτησαν και τα του ιού (σε ό,τι περιτύλιγμα κι αν πακετάρισαν την αμφισβήτησή τους, περισσότερο ή λιγότερο ορθολογικό). Αλλά με έναν υπόγειο τρόπο και η μία κατηγορία και η άλλη συναντιούνται σε μια κοινή οπτική: φοβάμαι τόσο μην αρρωστήσω από κόβιντ, που όλα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα – φοβάμαι τόσο μην αρρωστήσω ή πάθω οτιδήποτε άλλο από τον εμβολιασμό, που όλα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Και στις δύο κατηγορίες ο φόβος μην τυχόν και μου συμβεί κάτι κακό, μην τυχόν και πληγεί η υγεία μου, ιεραρχείται ως το σημαντικότερο κριτήριο: οποιοδήποτε άλλο κακό συμβαίνει στη ζωή μας τώρα, αυτή τη στιγμή, με τις πολυποίκιλες και σε κάθε επίπεδο επιπτώσεις των λοκντάουν, είναι δευτερεύον.
Υπ’ αυτήν την έννοια, νομίζω ότι βρίσκω περισσότερο συνεπείς τους αντιεμβολιαστές που θεωρούν ότι με τα εμβόλια θα φυτευτούν μέσα μας τσιπάκια, από τους προβληματισμένους με το κατά πόσο τα εμβόλια έχουν δοκιμαστεί επαρκώς κι αν θα έχουν παρενέργειες στον οργανισμό μας. Οι πρώτοι μπορούν τουλάχιστον να εντάξουν την άρνησή τους σε μια πιο συνεκτική αφήγηση, ακόμη κι αν είναι συνωμοσιολογική: εξαρχής όλη αυτή η ιστορία με τον ιό έγινε για να φτάσουμε ως εδώ και να μας μετατρέψουν σε υποχείρια των ισχυρών, στερώντας μας αυτήν την φοβερή ανεξαρτησία κι επαναστατικότητα που έχουμε και η οποία έχει γονατίσει το παγκόσμιο σύστημα εξουσίας. Οι δεύτεροι όμως, ακόμη και αν υποθέσουμε για χάρη της κουβέντας ότι εγείρουν τις πιο βάσιμες επιφυλάξεις, κάνουν σαν να μην έχει προηγηθεί το 2020, κάνουν σαν κοινωνικά και υπαρξιακά να έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε.
Εμβόλια που υπόσχονται να βάλουν το κακό σε έναν ορίζοντα λήξης. Το υπόσχονται με όχι απόλυτη σιγουριά; Το υπόσχονται με αστερίσκους; Το υπόσχονται μεν, αλλά δεν είναι και σίγουρο ότι δεν θα πάθουμε κάτι εξαιτίας τους; Αλήθεια τώρα, είμαστε σε φάση να συζητήσουμε για το φύλο των αγγέλων;
Η απειλή ενός κακού, το ενδεχόμενο ενός κακού, έναντι της σιγουριάς ενός κακού, έναντι ενός κακού που βιώναμε και βιώνουμε, τόσο σε επίπεδο θυμάτων της πανδημίας όσο και σε επίπεδο συνεπειών της καραντίνας. Εμβόλια που υπόσχονται να βάλουν το κακό σε έναν ορίζοντα λήξης. Το υπόσχονται με όχι απόλυτη σιγουριά; Το υπόσχονται με αστερίσκους; Το υπόσχονται μεν, αλλά δεν είναι και σίγουρο ότι δεν θα πάθουμε κάτι εξαιτίας τους; Αλήθεια τώρα, είμαστε σε φάση να συζητήσουμε για το φύλο των αγγέλων; Αλήθεια τώρα, είμαστε σε φάση να κάνουμε πίσω, για να κερδίσουμε τι; Χρόνο περαιτέρω αβίωτης ζωής; Ποιος είναι τελικά ο βαθύτερος ανθρώπινος τρόμος, μπροστά στον οποίο είμαστε έτοιμοι να εκχωρήσουμε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα; Τι μηχανισμούς λειτουργίας έχει ο εγκέφαλός μας, ώστε να λογοδοτεί διαρκώς στο ούτως ή άλλως μελλοντικό και αβέβαιο αύριο και τόσο πολύ λιγότερο στο βιούμενο και βέβαιο σήμερα; Πώς γίνεται να μας αγχώνει σε τέτοιο βαθμό αυτό που μπορεί να πάθουμε στο μέλλον και να απωθούμε τόσο καταλυτικά αυτό που παθαίνουμε στο παρόν; Γιατί θυσιάζουμε με τόσο μικρή αντίσταση το τώρα μας, προκειμένου να διασφαλίσουμε την υπόσχεση ενός μετά;
Μέσα στο 2020 η ζωή όπως την ξέραμε έχει φάει κλωτσιά με μπότα στο κεφάλι. Ζούμε μια συνθήκη αδιανόητα αφύσικη, τερατώδη, διαστρεβλωτική των συστατικών που μας κάνουν ανθρώπους. Αν ήμασταν οι εξαιρετικά ψαγμένοι τύποι έτοιμοι να αντισταθούμε σε κάθε αφήγηση του συστήματος, είχαμε πεδίο δόξης λαμπρόν να το κάνουμε στα λοκντάουν. Καλώς ή κακώς τα δεχτήκαμε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Δεχτήκαμε να ισοπεδωθεί το κοινωνικό, το διαπροσωπικό, συχνά πυκνά και το οικονομικό μας είναι. Και θα αντισταθούμε τώρα σε κάτι που -θεωρητικά έστω- θα συντελέσει καθοριστικά στην απαλλαγή απ’ τον εφιάλτη; Και επίσης, ανεξάρτητα από πανδημίες και λοκντάουν, σε ποιους άλλος τομείς του βίου μας επιδεικνύουμε αντίστοιχο εξεταστικό ζήλο κι ασυμβίβαστο πνεύμα; Στα επαγγελματικά μας; Στις κοινωνικοπολιτικές μας διεκδικήσεις; Στην σχέση μας με τους κολοσσούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Στον τρόπο που επιλέγουμε να διασκεδάσουμε; Πόση κάμηλο έχουμε καταπιεί πριν διυλίσουμε τον κώνωπα του mRNA;
Σ΄ αυτό το συνολικότερο πλαίσιο, πόσο τραγικά γελοία είναι η αμφισβήτηση των εμβολίων, είτε έχουν παρενέργειες είτε όχι, είτε αποδειχθούν καταλυτικά στην αντιμετώπιση της πανδημίας είτε όχι;
Πάρα. Πολύ. Τραγικά. Γελοία.