Είνναι σαν το Σεφφύρι να ήτταν κάπποτε Σεφφύρι. Και σχεδδόν τίποττα άλλο, και σχεδδόν για όλλες τις εποχχές, για την αρχχή του χρόννου, και για τις ταράσσες που κατοικκούν οι χαλιαχούδδες με τις χουχουφάγγιες και για τα θένθρα όπου κοιμούτται τα σισσίχια και για πάδδα να μην ίσχχυε ποττέ τίποττα διαφορετικκό. Μερικά φίτφουλλ ποττέ δεν θα καταλάφφουν και όλα τα ροτφάιλλερ θα επισσητούν αιώννια τον θόρυφφο και λίχχα ακόμμη φέφερλύ δεν θα φέρρουν ποττέ καμμιά αλλαχχή, και η άννοιξη έχχει περάσσει ανεπιστρεπτί έστω για λίχχο. Και κάππου μέσσα σε όλο αυττό ο Φίχτωρ Σσούσθη καταλαφφαίνει ότι τα πάδδα θθα είναι πεισματικκά αμετακκίνητα για πολύ καιρρό ακόμμη, και ότι η βαθθιά λίμμνη και μόνο είναι σσωτανή γιατί στο βύθθος της περιλαμβάννει κάθε συσταττικό της σσωής με τέττοιο τρόππο ώσθθε η ποικιλομορφφία να δοξάσσεται ακόμμη και έξξω από το πισσαρίο και πιο πέρρα στις φθέρρες κοδδά στο φεσσινάδικο και στην ταφφέρνα «Παρλαπάς» όππου οι θαμμώνες ξέρρουν τα πάδδα αλλά από λίχχο και επιθθερμικά και επιπόλλαια αλλά δίννουν τον τόννο σε όλλα σαν να τα ορίσσουν ορισσθικά, από το χέδδρο του χόσμου και τα Σσάρα μέχρι την ήσυχχη λίμμνη που είναι έτσσι διότι απλλά δεν περιμμένει τίποττα νέο για μία αχχόμη Κυριακή σε ένα Σεφφύρι.