Categories: HOUSE OF PANTS

Είδα το πρώτο επεισόδιο του Αγίου Παϊσίου και δεν μ’ άρεσε, με κάνει αυτό κακό άνθρωπο;

Μια σειρά σε παραγωγή του «Ινστιτούτου ‘Άγιος Μάξιμος ο Γραικός». Είναι το πρώτο που βλέπεις όταν ξεκινά το πρώτο επεισόδιο του «Άγιος Παϊσιος- Από τα Φάρασα στον Ουρανό», όπως είναι και ο ολοκληρωμένος τίτλος της. Τα καλλιγραφικά κίτρινα γράμματα που κολυμπούν στο μαύρο φόντο των credits, ξεκαθαρίζουν το τοπίο. Τι έχουμε εδώ; Έχουμε μια θρησκευτική σειρά, γυρισμένη από αυτούς, για σας και μας. Πάνω στη ζωή κάποιου που ανακηρύχθηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας το 2015, από τους τελευταίους που είχαν την τιμή, από ότι λένε. Του πιστώνουν δε, θαύματα και πράγματα και προφητείες, επί παντός επιστητού. Γεννήθηκε ως Αρσένιος Εζνεπίδης στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στις 25 Ιουλίου 1924. Στις 14 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, οι χριστιανοί Φαρασιώτες έφυγαν για την Ελλάδα εξαιτίας της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτές οι τελευταίες εβδομάδες στην Καππαδοκία, είναι και το χρονικό πλαίσιο με το οποίο ξεκινά το ταξίδι της, η νέα αυτή σειρά.  

Μέγα θέμα τα θρησκευτικά έργα. Πάντα προβληματισμένα. Και καμιά φορά και προβληματικά. Και στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη. Ο Χριστός του Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Χριστός του Μελ Γκίμπσον. Αυτούς θυμάμαι «απέξω». Εμείς πάλι εδώ, Χριστό δεν πιάσαμε. Πιο ταπεινοί. Σαν να ξέρουμε τα όρια μας. Πιάσαμε τους Αγίους. Για την ώρα. Αργότερα βλέπουμε. Στην μεγάλη οθόνη προσφάτως, είχαμε ένα μεγάλο σουξέ. Τον ‘Άγιο Νεκτάριο με τη φωνή, το πρόσωπο και τα σεβάσμια γένια του Άρη Σερβετάλη. Μια μεγάλη ερμηνεία, είπαν. Δεν ξέρω, δεν είδα, το ψέμα δεν το θέλω. Να πω όμως γι’ αυτό που είδα. Στη μικρή οθόνη. Του Μεγάλου καναλιού. Που είπε να δώσει χώρο και σε άλλου τύπου «παραγωγικές» ομάδες. Από όσο θυμάμαι τηλεοπτική «βοήθεια» στην μυθοπλασία, από θρησκευτικά ινστιτούτα δεν είχαμε ματαδεί. Τουλάχιστον στον ιδιωτικό τομέα. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος. Κάπου διαβάζω πως πίσω από αυτό του Άγιου Παϊσίου, βρίσκεται το Άγιο Όρος και γνωστή τοις πάσι, μονή. Λογικό, τι να κρύβεται δηλαδή; Η ομάδα παραγωγής της Μιμής Ντενίση; Αυτή έφτασε ως τη Σμύρνη. Φτάνει.

Η σειρά χαρακτηρίζεται ως ιστορική-βιογραφική. Θα διαφωνήσω. Προσθέτοντας, πρώτο στη σειρά για να ξεχωρίζει, το «βαθιά θρησκευτική»! Οι προθέσεις της είναι ξεκάθαρες. Δεν κρύβεται, δεν αγαπά τις σκιές, σηκώνει ψηλά τα προσωπικά της λάβαρα και προχωρά. Παρακολουθεί  την ιστορία της ζωής του αγαπημένου της, από τη γέννησή του μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να μονάσει (μυρίζομαι και δεύτερο κύκλο). Η παραγωγή είναι πλούσια και ειλικρινής σε αυτό που θέλει να δώσει. Το βλέπεις στα τεχνικά μέρη που συνοδεύουν την επικών πλάνων σκηνοθεσία του Στάμου Τσάμη. Φωτογραφία, ήχος, μουσική, σκηνικά έχουν μεγάλη φροντίδα. Ομοίως και τα locations όπως θα λέγαν και στο Χόλυγουντ. Ομοίως και οι εσωτερικοί χώροι που στήθηκαν. Χωρίς να ξέρω πως ήταν τα χωριά ή τα σπίτια, τότε στα μέρη εκείνα, αυτά που παρακολουθούμε βγάζουν μια λιτότητα και αυθεντικότητα που υποψιάζομαι πως όντως διέθεταν.

Στο πρώτο επεισόδιο βλέπουμε τον ξεριζωμό του χωριού. Την απόφαση της φυγής. Όχι βεβαίως οικειοθελώς. Οι Τούρκοι το απαίτησαν (που περιέργως δεν βλέπουμε ποτέ, γιατί είπαμε, μεγάλη παραγωγή, αλλά έχει κι αυτή τα όρια της, πόσους κομπάρσους να μαζέψει πια). Και βεβαίως τη γέννηση του Αγίου σε μια οικογένεια με άλλα πέντε παιδιά (που είναι και το βασικό μας θέμα, μη ξεχνιόμαστε). Στο χωριό, άρχοντας είναι ο παπάς Αρσένιος, υπάρχει και δήμαρχος (ο πατέρας της φαμίλιας), αλλά ο παπάς είναι αυτός που θα κανονίσει τα πάντα και θα ακουστεί από τους πάντες -γι ‘ αυτό και το σενάριο θα του δώσει την καλύτερη σκηνή. Κάπου εκεί προς το τέλος ο βοσκός με τον Γιάννη Στάνκογλου, κάνει τα πάντα για να κλέψει την πρωτιά, ως και έμφραγμα παθαίνει, το σενάριο όμως, θα δίνει πάντα το δωδεκάρι του στα άμφια, και αυτό καλό θα είναι να μην το ξεχνά κανείς.

Όπου καλύτερη σκηνή, η στιγμή που βλέποντας το καραβάνι των προσφύγων, σηκώνει τα χέρια και φωνάζει ένα «Θεέ μου» γεμάτο ιερατικό παράπονο, από αυτά που τα ακούνε τα drones από πάνω και γυρίζουν σαν τρελά. Για να βρουν τη σωστή λήψη που θα υπερτονίσει το βάρος του συναισθήματος (για κάποιο λόγο που δεν κατανοώ, θυμάμαι τα drones του Ευτύχη Μπλέτσα στα νησιά Φερόε, τη στιγμή που μέσα από την ομίχλη αντικρίζει έναν βράχο και αναφωνεί γεμάτος έκπληξη: «ένας βράχος, απίστευτο», αλλά θα με κατηγορήσετε για σαχλότητα και ίσως να έχετε και δίκιο).

Στο ρόλο του πάτερ Αρσένιου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, κάτι ανάμεσα σε Τσάρλτον Ίστον από το «Ο Μωυσής και οι Δέκα Εντολές» και σε Σοφό Μαέστρο από το old school animation «Μια φορά και ένα καιρό ήταν ο άνθρωπος», κάνει το twitter να παραληρεί. Και να βρίσκει στην άκαμπτη σαν βράχο ερμηνεία του, έναν Ρόμπερτ Ντε Νίρο, μπορεί και δύο.

Το 32% και βάλε στην τηλεθέαση προφανώς και υπέδειξε (=απέδειξε), πως υπάρχει ένα κοινό έτοιμο να ρουφήξει αχόρταγα (βλέπε saint Nektario) κάθε κινηματογραφημένη χριστιανική ορθόδοξη εμφάνιση. Που ξέρει τι επιθυμεί και πως να εκφραστεί. Πετώντας έξω από την όποια ιδέα, το κοινό που θα ήθελε να τσεκάρει κάτι πιο καθαρά ιστορικό (αφού το στοίχημα της εικόνας δείχνει κερδισμένο). Οι θρησκευτικές εικόνες που πρωταγωνιστούν συχνά στα πλάνα, τα ευχαριστήρια στην ανώτερη δύναμη που καραδοκούν να στριμωχτούν σε κάθε μονόλογο και διάλογο και η σταθερή αίσθηση πως ότι και να γίνει, η πίστη στο «πατήρ, θρησκεία, οικογένεια» θα σώσει αυτούς… και το σενάριο, δείχνουν μια μονοδιάστατη κατεύθυνση χωρίς φρεσκάδα και τηλεοπτική ζωντάνια- χαμένη μέσα σε ένα αμιγώς συντηρητικό θρησκευτικό “λογισμικό”. Και ίσως τελικά αυτό και να είναι, με ένα ανησυχητικό τρόπο, ο μόνος πραγματικός συσχετισμός που βρίσκουμε με το τώρα και τις οπισθοδρομικές μέρες που διανύουμε (διαχωρισμός εκκλησίας κράτους: άκου τώρα, μα πως σου ήρθε αυτό;)

«Ο άντρας είναι η κεφαλή του σπιτιού και της γυναίκας. Και η γυναίκα ο λαιμός που κρατάει την κεφαλή. Γίνεται κεφάλι χωρίς λαιμό; Όχι, εν σοφία τα έφτιαξε ο Θεός όλα!»

Το σενάριο του Γιώργου Τσιάκκα, βρίθει από κλισέ που σέβονται τα ιδεώδη μιας άλλης «καλύτερης» εποχής. Ο πατέρας, η μάνα, η νύφη, ο σεβασμός της νύφης στη μάνα-πεθερά και τον άντρα, τα παιδιά, ο παπάς, η εξουσία του παπά στον μικρόκοσμο του χωριού (σκέψου το τώρα και σε ένα μεγαλύτερο μέγεθος), οι γείτονες, καθορισμένοι όλοι τους από το ίδιο μοτίβο, κουκίδες μιας «κανονικότητας» που δείχνει να καθορίζεται όχι από την αλήθεια μιας κάποιας σύγχρονης ελευθερίας αλλά από αυτήν, μιας παλαιάς κοπής, “υποταγής”. Στον άλλο ή σε μια ανώτερη δύναμη.

Το βασικό πρόβλημα της σειράς, είναι η ελλειπής προσπάθεια εκμοντερνισμού.  Η έλλειψη μιας κοινωνικής ενσυναίσθησης. Σε συνδυασμό με την ανάγκη για ένα κάποιο κοινωνικό λίφτινγκ, για ένα φρεσκάρισμα στην παλαιότητα ιδεών που έχουν πια ξεπεραστεί από το χαρακτήρα και την εποχή τους. Γιατί κάτω από τον βράχο της οριζόντιας θρησκευτικής καταγραφής, όλα συνθλίβονται και ασφυκτιούν.

Ένας εκμοντερνισμός που τελικά δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς όπως αποδείχθηκε και με την «Αγάπη Παράνομη» της ΕΡΤ, σε σκηνοθεσία Νίκου Κουτελιδάκη, όλα είναι πιθανά. Εκεί δηλαδή που η Ελένη Ζιώγα ζωντάνεψε το ομότιτλο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και το βοήθησε να αναπνεύσει σε ένα σύγχρονο «άχρονο» περιβάλλον, χωρίς να κουνηθεί ούτε μια στιγμή από την εποχή του και χωρίς να αφήσει στάλα να πέσει κάτω, από το ύψος της θρησκευτικότητας των σελίδων του.

Υποψιάζομαι πως κάπως έτσι θα εξελιχθούν και τα επόμενα επεισόδια, με τον Άγιο να πλησιάζει σε όλα αυτά που τον αγιοποίησαν και το κοινό να χειροκροτεί όρθιο όπως θα έκανε βλέποντας για 89η φορά μια παλιά αγαπημένη του ελληνική ταινία. Που ευχαριστεί και συντηρεί, ερήμην του, στο κέντρο της λογικής του, έναν παλιό ιδεολογικό ιστό που κανονικά θα έπρεπε να πέσει στην πρώτη ριπή ανέμου. Κάτι που δυστυχώς, δεν γίνεται!

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος