Στην αρχή φάνηκε ως μια μεμονωμένη καταγγελία – καταπέλτης από μια άξια και δυνατή γυναίκα. Στη συνέχεια κάποιοι πήραν κουράγιο από αυτήν και η μια φωνή έγινε δυο και οι δυο έξι και οι έξι έγιναν εκατοντάδες. Γυναίκες και άντρες. Οι ιστορίες που φτάνουν στα αυτιά μας από τα μέσα ενημέρωσης πολλές. Εγώ όμως σήμερα θα σας μιλήσω για τις γυναικείες ιστορίες που λέγονται στα τηλέφωνα, στο διαδίκτυο, στις κουβέντες μεταξύ φίλων (ναι, και μέσα στην καραντίνα οι άνθρωποι μιλάμε και μιλάμε ευτυχώς πιο πολύ και πιο θερμά από πριν), στις οικογένειες, στα τραπέζια (ναι, σε αυτά τα μικρά κορονοτραπέζια, που έχουν φωνή, κρασί και ψυχή), στο δρόμο, στις διαδικτυακές ομάδες, στα διαδικτυακά μαθήματα, στις διαδικτυακές συναντήσεις συναδέλφων και στις ψυχοθεραπευτικές πολυθρόνες. Ναι! Σε αυτές τις πολύπαθες αγαπημένες πολυθρόνες.
Ξάφνου λοιπόν, σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, διψασμένες, αρχίζουμε να βγαίνουμε, να ξεμυτάμε. Γυναίκες πολλές. Σηκώνουμε τις κεραίες εξερευνώντας το τοπίο. Είναι άραγε ασφαλές; Υψώνουμε το μουσκεμένο μας κεφάλι μετά από χρόνια υπομονής, φόβου, θυμού, ντροπής και ενοχής. Μετά από πολλά στεγνά και άνυδρα χρόνια, χωμένες αναγκαστικά στην ψευδή ασφάλεια που έχει ένα καβούκι, χωμένες για να προστατευτούμε κρύβοντας κάποιες πολύ συγκεκριμένες πληγές και γωνιές της ψυχής μας. Γωνιές που μας στρίμωξαν εκεί μέσα άλλοι με τη βία τους, την εξουσία τους, το δειλό ανδρισμό τους, τον αρρωστημένο μισογύνικο ανδρισμό τους, τον σεξιστικό κυνισμό τους, παιδιά μιας πανάρχαιης κοινωνίας που έχει παίξει χρόνια μπάλα στην πλάτη των γυναικών. Και μαζί τους στην πλάτη όλων των ‘ευάλωτων’. Αυτών που βαφτίστηκαν ‘ευάλωτοι’ από τους ίδιους που αυτόκλητα ονομάστηκαν ‘δυνατοί’. Γωνίες της ψυχής μας που έπρεπε να τις μοιραστούμε και να συμβιώσουμε με λεηλάτες καταπατητές. Με διεφθαρμένους εργοδότες, με σιχαμένους μεσήλικες που τους τρέχουν τα σάλια από λαγνεία, με συνεργάτες σε μόνιμη στύση, με αφεντικά και διευθυντές που προσλαμβάνουν με βάση τις αναλογίες μας, με περαστικούς, με συνεπιβάτες σε λεωφορεία που κολλάνε πάνω μας, με λάγνους σαρκοφάγους γείτονες, θείους, παππούδες, μπαμπάδες, εξάδελφους, πατριούς, αδερφούς, καθηγητές, προπονητές, δασκάλους, δικηγόρους, γιατρούς, σκηνοθέτες, πανεπιστημιακούς, μέντορες και ιερείς, με κατ’ επίφαση συζύγους, συντρόφους, εραστές. Αλλά και να μοιραστούμε γωνίες της ψυχής μας και να συμβιώσουμε με γυναίκες που τους έθρεψαν, με γυναίκες που ανταγωνίζονται γυναίκες, που μισούν γυναίκες, που ζηλεύουν γυναίκες, που φτύνουν τον κόρφο τους για την όμορφη που περνάει, που σταυροκοπιούνται όταν η απέναντι πιτσιρίκα έχει γκόμενο, που ξεμαλλιάζουν την ερωμένη και όχι τον άντρα τους, που κάνουν την κόρη τους δούλα του αδερφού της, που ακόμη ψάχνουν να τυλίξουν έναν άντρα με τα κάλλη τους, γυναίκες – σύγχρονα πρότυπα σαγήνης και λαγνείας, γυναίκες θύτες – θύματα μιας λογικής ανδροκρατούμενης, γυναίκες που νομίζουν πως κινούν τα νήματα χωρίς να έχουν αντιληφθεί πως είναι οι ίδιες μαριονέτες.
Η βροχή όμως τώρα άρχισε να πέφτει ορμητικά, τα στόματα άνοιξαν και τα σαλιγκάρια βγαίνουν κατά δεκάδες. Και οι φωνές και οι ιστορίες τους είναι κολλώδεις, σαν την υποκρισία του κόσμου αυτού, που γαλουχήθηκε με ψέμα, σπέρμα και γυναικεία δάκρυα. Και πάνω τους κολλάνε και εφάπτονται χιλιάδες άλλες φωνές και ιστορίες από το παρόν, το παρελθόν και δυστυχώς και από το μέλλον. Και το γαϊτανάκι δεν έχει τέλος. Οι ιστορίες σαν μπάμπουσκες έγκλειστες, μαυρόασπρες, που ανοίγεις κι ανοίγεις κι ανοίγεις…. Μπάμπουσκες έγκλειστες στις κοινωνίες και στους εαυτούς τους, που χάνονται στο βάθος του χρόνου, σε μια μεγάλη σειρά σε όλα τα μήκη του χωροχρόνου… Γυναίκες, γυναίκες, γυναίκες από τα βάθη της ιστορίας στα βάθη της ιστορίας….
Και τώρα, ξάφνου στις παρέες μόλις ακουστεί το: ‘εμένα μου συνέβη αυτό τότε….’ αμέσως μετά μια από εμάς θα πει: ‘κι εμένα αυτό τότε’ … και μια άλλη ‘ κι εμένα αυτό….’ Και κοιταζόμαστε όλες μαζί με απορία, σαν να συμμετείχαμε στην ίδια μυστική συνομωσία χωρίς να ξέρει καμία για την ύπαρξη της άλλης. Ή σαν να κάναμε ότι δεν ξέραμε. Από φόβο και ενοχή. Ώσπου αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως σε αυτή τη στημένη συνομωσία που άλλοι και άλλες έφτιαξαν για μας, συμμετέχουμε όλες. Έχουμε όλες να πούμε μια ιστορία. Τουλάχιστον μία. Που τώρα αυτή η ιστορία όμως θέλουμε απεγνωσμένα να έχει ένα άλλο τέλος:
Για τη χαμογελαστή κοπέλα από την επαρχία που ήρθε άγνωστη μεταξύ αγνώστων στην Αθήνα σαν φοιτήτρια και της έμαθαν πως μόνη της δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της και πρέπει να βρει έναν ‘προστάτη’. Με όποιο αντάλλαγμα. Που τώρα αρνείται πια να το πληρώσει. Δεν πληρώνει!
Για το κορίτσι που κακοποιήθηκε σε μια οικογένεια που πριν είχε κακοποιηθεί η γιαγιά της και η μάνα της. Που τώρα σπάει την παράδοση, σπάει την αλυσίδα της σιωπής και μιλάει. Και παίρνει στις φτερούγες της και τις άλλες δυο. Κλαίγοντας, παλεύοντας, αγαπώντας τον εαυτό της πετάει μακριά…
Για τη νεαρή όμορφη γυναίκα σε πένθος, πόνο και απόγνωση που την φλέρταρε ξεδιάντροπα και ασύστολα ο μεγαλογιατρός του καρκινοπαθή πατέρα της. Και που νιώθει βρώμικη γιατί κοιμήθηκε μαζί του. Και που ακόμη προσπαθεί να διώξει από πάνω της αυτή τη μυρωδιά, ακόμη και τώρα που ο πατέρας της έχει πια φύγει. Το μεγαλογιατρό τον σιχαίνεται πια…. Ακόμη όμως δε συγχωρεί τον εαυτό της!
Για την αγωνιζόμενη σκληρά εργαζόμενη γυναίκα που στέλνουν πάντα αυτήν στο δύσκολο πελάτη, με εντολή του αφεντικού, για να τον πείσει πιο εύκολα, ως γυναίκα. Οι υποχρεώσεις και οι ανάγκες πολλές. Δεν μπορεί να μείνει χωρίς δουλειά. Και τώρα αρνείται να πάει. Δεν πάει!
Για την εντυπωσιακή και γεμάτη ταλέντα κοπέλα, που είναι χρέος της να κάνει έναν καλό γάμο – συμβόλαιο με τον πλούσιο γόνο και να εξαργυρώσει την ομορφιά της. Που είναι χρέος της να ακολουθήσει τα σεξουαλικά κίνητρα που της φύτεψαν στο μυαλό και να δέχεται ότι όλοι την βλέπουν σαν ένα λαχταριστό γεύμα έτοιμο να κατασπαράξουν, ένα αντικείμενο (που ελάχιστοι σέβονται, τιμούν, γιορτάζουν πραγματικά & συμπεριφέρονται τελετουργικά). Η γυναίκα – τρόπαιο. Που είναι χρέος της να βλέπει τον εαυτό της, το σώμα της και τις λειτουργίες του σεξουαλικά. Και που συγκλονίστηκε από τον έρωτά της για μιαν άλλη γυναίκα, όχι μόνο για τον έρωτα τον ίδιο αλλά και για την αγάπη. Για το ότι μπορεί να υπάρχει σεξ με αγάπη. Με συναισθηματική και πνευματική σύνδεση. Και έτσι τα θέλει όλα πια!
Για την ανέμελη, γεμάτη φαντασία και ζωντάνια έφηβη που μια βραδιά οικογενειακής και αθώας φιλοξενίας ο γαμπρός της, τής την έπεσε στον καναπέ και της τριβόταν και από τότε παλεύει με την αμηχανία και την σκέψη να το πει στην αδερφή της. Και τώρα πια δε θέλει άλλο να παλεύει! Θέλει να μιλήσει!
Για τη νεαρή γεμάτη φρεσκάδα έφηβη που στα ξαφνικά δέχτηκε ένα χαστούκι που όμοιό του δεν είχε ξανανιώσει από τη φιλενάδα ενός με τον οποίο μίλαγε και χαζοφλέρταρε. Ένα χαστούκι που φοβήθηκε να ομολογήσει στον πατέρα της, γιατί η φιλενάδα την εκβίαζε πως θα έλεγε σε όλους πως δεν ήταν καλό κορίτσι. Το καλό κορίτσι γίνεται μέρα με τη μέρα πιο έτοιμο να γίνει κακό και φτύνει την κοινωνία που την έκανε να φοβάται!
Για την περήφανη κοπέλα που έμαθε πως ο παππούς της κακοποιούσε την πολυαγαπημένη της γιαγιά και παρενοχλούσε τη θεία της. Που σταμάτησε να του μιλάει και όρθωσε τα τείχη της αξιοπρέπειας και το ανάστημά της, κι από τότε όλη η οικογένεια της ζητά να συγχωρέσει τον ‘έλα μωρέ άντρας ήταν’ παππού και να του ξαναμιλήσει… Και με δάκρυα και πείσμα στα μάτια λέει: δεν κάνω πίσω. Δεν κάνω πίσω!
Για την κοπέλα που παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τον παππού της στην ηλικία των 11, εκεί που μόλις σχημάτιζε στήθος το εφηβικό κορμί της, εκεί που η αγνότητα της συναντήθηκε με τη διαστροφή του, εκεί που της έδειχνε τσόντες και της έλεγε να γίνει έτσι όταν μεγαλώσει… Και αυτή δεν έγινε έτσι. Δεν έγινε!
Για την ομοφυλόφιλη γυναίκα που έχει δεχτεί άπειρες προτάσεις, που κάποιες μετατράπηκαν και σε ‘διακριτικές’ ή ευθείες επιθέσεις, από άντρες όλων των ηλικιών, ώστε να τη βοηθήσουν να το ‘ξεπεράσει’ και να το ‘αντιμετωπίσει’. Προτάσεις προσφοράς για ‘πραγματική’ ηδονή, για ‘πραγματική’ συνουσία. Προτάσεις από ‘αληθινούς’ άντρες που θα την μετέτρεπαν σε ‘αληθινή΄ γυναίκα. Προτάσεις που έμειναν θλιβερές προτάσεις ψέματος, όσο εκείνη γεύεται αληθινά τον έρωτα, όπως τον ονειρεύεται και τον ποθεί. Και θα συνεχίσει!
Για την παθιασμένη και ιδεαλίστρια νεαρή γυναίκα που όταν βρέθηκε λιπόθυμη από τα δακρυγόνα σε πορεία, τη ρώτησαν τι δουλειά είχε εκεί ‘κορίτσι πράμα’ και γιατί φόραγε φούστα. Που έγινε η εικόνα της πρώτο θέμα στα ΜΜΕ, καθώς μια λιπόθυμη νεαρή γυναίκα ήταν πολύ πιο θελκτική από έναν άντρα. Και η γυναίκα αυτή ξαναπήγε σε πορείες και θα ξαναπάει!
Για την ψιλόλιγνη, νεαρή και έξυπνη γυναίκα που ένα βράδυ αμέριμνη πηγαίνοντας να μπει στην πολυκατοικία της δέχτηκε επίθεση από έναν ανώμαλο. Φώναξε αλλά κανείς δεν άκουσε. Μόνη της τον έτρεψε σε φυγή. Τα κατάφερε! Πήγε στην αστυνομία. Έκανε καταγγελία. Τα κατάφερε! Κανείς δε νοιάστηκε εκεί. Το είπε με μεγάλη προσπάθεια στην οικογένειά της. Ένιωθε άβολα. Και ο πατέρας της θύμωσε μαζί της που γυρνά αργά και έτσι προκαλεί. Κι όμως αυτή η γυναίκα ξαναβγήκε έξω και ψάχνει τρόπο να κάνει κάτι που να βοηθήσει και άλλες γυναίκες!
Για το μικρό κορίτσι που δεν είχε πατέρα και η μάνα του δούλευε μέρα νύχτα να το ζήσει. Και εκεί προσφέρθηκε να βοηθήσει ένας φίλος τους φορτηγατζής, και το έβαζε στο φορτηγό και του έδειχνε το πουλί του, το κοντέρ και το τιμόνι. Σαν αντάλλαγμα του έδινε κάνα δίφραγκο. Αυτό το κορίτσι δεν ξέρω τι έγινε… αλλά πριν χρόνια μου είπε πως και τι έγινε να βγάζει έτσι κάνα δίφραγκο;;
Για την ανεξάρτητη, δυναμική, ώριμη γυναίκα και μητέρα, που χαστούκισε την κόρη της όταν την είδε έρμαιο του νεαρού αυταρχικού φίλου της. Που είδε τη ζωή της να επιστρέφει εφιαλτικά στην ιδέα ότι η κόρη της θα επαναλάβει τη δική της σχέση με τον άντρα της. Μια σχέση κακοποιητική. Μια γυναίκα που ακόμη κλαίει για αυτό το χαστούκι. Και προσπαθεί να συγχωρέσει τον εαυτό της. Και θα τα καταφέρει!
Για την παχουλή κοπέλα, χωρίς ίχνος αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, που γνωρίζοντας άντρες από εφαρμογές γνωριμίας, αφέθηκε στα βίαια χέρια τους που την υποτιμούσαν και την ξεφτίλιζαν.. Προσπαθώντας να βρει λίγη αξία και να νιώσει όμορφη σε έναν κόσμο αντρικό που την έχει αποκλείσει. Κι ακόμη ψάχνει.
Και τέλος, για εκείνο το μικρό αγόρι που ακόμη τρέχει με το πατίνι σα σίφουνας από το σχολείο, για να προλάβει να γυρίσει σπίτι γρήγορα, πολύ γρήγορα, να προλάβει να μην ξυλοφορτώσει ο πατέρας του τη μάνα του για μια ακόμη φορά μέσα στην ίδια μέρα. Γιατί κάθε μέρα έπεφτε ξύλο. Κι ακόμη τρέχει το αγόρι και είναι άντρας πια…. Ένας άντρας που τώρα θέλει να μιλήσει για τη βία στις γυναίκες όλου του κόσμου.
Γιατί όπως λέει και η Ποιήτρια, Κική Δημουλά:
« Γιά τά δεμένα χέρια σου, πού ἔχεις
ὅσους πολλούς αἰῶνες σέ γνωρίζω,
σέ λέω γυναίκα.
Σέ λέω γυναίκα,
γιατ’ εἶσ’ αἰχμάλωτη» .
Στην ερώτηση λοιπόν ‘γιατί τώρα;’ η απάντηση είναι: Γιατί έτσι ήταν πάντα.
* Η αναφορά σε προσωπικές ιστορίες έγινε με τη συγκατάθεση των προσώπων που αφορούν.
** Η γράφουσα συμπεριλαμβάνεται στις ιστορίες. Και όχι σε μία μόνο. Όπως και οι περισσότερες από εμάς.
Η Δέσποινα Σαμιωτάκη είναι Προσωποκεντρική Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και είναι συντονίστρια βιωματικών ομάδων, καθώς και πιστοποιημένη εκπαιδεύτρια ενηλίκων στην Ψυχολογία, την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό.Έχει κάνει σπουδές στην Ψυχολογία, στη Φιλολογία και στην Εκπαίδευση. Έχει εργαστεί για περισσότερα από 20 χρόνια σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τώρα είναι λέκτορας σε μεταπτυχιακά προγράμματα Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας. Έχει εμπειρία ως επόπτρια ποιότητας και επιστημονικά υπεύθυνη Διεθνούς Μη Κυβερνητικού Οργανισμού για πρόσφυγες και ως εκπαιδεύτρια σε προγράμματα για την LGBTQI κοινότητα. Προσπαθεί να γράφει ποίηση, τραγουδάει και επιμένει να παθιάζεται ανυπόφορα με ό,τι μοσχομυρίζει ελπίδα, δύναμη, τρυφερότητα και αποδοχή.